Η απεργία αποτελεί μια συνταγματικά κατοχυρωμένη ειδική μορφή συνδικαλιστικής δράσης, οριζόμενη ως η «συλλογική αποχή των μισθωτών από την εργασία τους, με σκοπό τη διαφύλαξη και προαγωγή των εργασιακών σχέσεων και οικονομικών γενικά συμφερόντων τους».
Αναφορικά με την καταβολή του μισθού από τον εργοδότη κατά τη διάρκεια της απεργίας, θα πρέπει να καταστεί σαφής διάκριση μεταξύ νόμιμης και παράνομης απεργίας, καθώς υπάρχει διαφορετική αντιμετώπιση ανάλογα με την περίπτωση.
Νόμιμη απεργία και καταβολή μισθού
Νόμιμη είναι η απεργία όταν ασκείται από τις «νομίμως συνεστημένες» συνδικαλιστικές οργανώσεις και όταν τα αιτήματα των εργαζομένων γνωστοποιούνται στην εργοδοτική πλευρά, πριν από την έναρξή της με σκοπό τη διαπραγμάτευση. Απαιτείται προειδοποίηση του εργοδότη το λιγότερο 24 ώρες πριν πραγματοποιηθεί η απεργία και σκόπιμο είναι η προειδοποίηση αυτή να γίνεται εγγράφως και με έγγραφη, επίσης, απόδειξη. Η συλλογική αποχή των μισθωτών από την εργασία τους και ιδίως στη νόμιμη απεργία δε συνεπάγεται, ούτε την άρνησή τους στην παροχή εργασίας ούτε και την καταγγελία των συμβάσεών τους, με σκοπό την αποχώρησή τους, αλλά συνάγεται εκ της νομίμου άσκησης του δικαιώματός τους και είναι απολύτως θεμιτή.
Η απεργία αναστέλλει τη σχέση εργασίας των μισθωτών με την επιχείρηση και εκφράζει την πρόθεσή τους να επιστρέψουν στις θέσεις τους όταν λήξει ο απεργιακός αγώνας. Ως εκ τούτου, δεν παρέχεται στον εργοδότη το δικαίωμα της καταγγελίας των συμβάσεων εργασίας των μισθωτών που απεργούν, καθώς τέτοια καταγγελία θα ήταν καταχρηστική.
Ο κίνδυνος του απεργιακού αγώνα συνίσταται για τους μισθωτούς στην απώλεια του μισθού τους, αποτελώντας συνάμα το τίμημα για την απεργία, καθώς ο εργοδότης δεν είναι υποχρεωμένος να καταβάλει τους μισθούς των ημερών της απεργίας, χωρίς βέβαια να εμποδίζεται να τους καταβάλει συνολικά ή μερικά ή ύστερα από συμφωνία. Η απαλλαγή αυτή της κύριας υποχρέωσης του εργοδότη συνίσταται μόνο σε όσους συμμετέχουν στην απεργία. Ακόμα, όμως, και στις περιπτώσεις που η απεργία είναι μερική και δε συμμετέχουν όλοι οι μισθωτοί ο εργοδότης έχει διττή επιλογή, είτε την αποδοχή της εργασίας τους οπότε και την καταβολή του μισθού τους, είτε τη μη αποδοχή αυτής και την υποχρέωση καταβολής του λόγω υπερημερίας.
Ωστόσο, διαφοροποιείται σημαντικά η περίπτωση όπου εμφανίζεται αδυναμία του εργοδότη να απασχολήσει στην επιχείρησή του εκείνους που παρότι επιθυμούν να εργασθούν κωλύονται λόγω της απεργίας. Εν προκειμένω, ο εργοδότης απαλλάσσεται της υποχρεώσεώς του για καταβολή του μισθού, διότι παύει να συντρέχει λόγος που να αφορά τον ίδιο, γεγονός που απορρέει από την έννοια του επιχειρηματικού κινδύνου, όπως αυτός αναλύεται στον κίνδυνο του μισθού που καλούνται να αντιμετωπίσουν οι απεργοί λόγω της συνδικαλιστικής τους δράσης.
Παράνομη απεργία και καταβολή του μισθού
Στην παράνομη απεργία η αποχή από την εργασία συνεπάγεται την αυθαίρετη απουσία του εργαζομένου. Η παρανομία μπορεί να έγκειται στην αυθαίρετη και αδικαιολόγητη στάση κάποιων εργαζομένων να πλήξουν τα συμφέροντα της επιχείρησης, αντί να προάγουν και να διαφυλάξουν τις δικές τους εργασιακές σχέσεις και τα οικονομικά τους συμφέροντα. Επιπλέον, μπορεί να κριθεί παράνομη διότι δεν τηρήθηκαν από την υπεύθυνη συνδικαλιστική οργάνωση οι σχετικές υποχρεώσεις της νομιμότητας της απεργίας.
Συνεπώς, ο εργαζόμενος που συμμετέχει σε μια τέτοιου είδους απεργία δεν μπορεί να αξιώνει την καταβολή του μισθού από τον εργοδότη του για το διάστημα που θα απέχει από την υποχρέωσή του να παράσχει εργασία, αφού και ο ίδιος καθίσταται υπερήμερος.
Επιπλέον, ο εργοδότης έχει το δικαίωμα της καταγγελίας της σύμβασης εργασίας του εργαζομένου καταλήγοντας είτε σε απομάκρυνσή του από την επιχείρηση, χωρίς βέβαια ο τελευταίος να έχει απαίτηση κατά του εργοδότη είτε στην απόλυσή του, αφού μπορεί να θεωρηθεί πειθαρχικό αδίκημα.
Πρόσφατες αποφάσεις των δικαστηρίων μας, έχουν κρίνει ότι τα διαστήματα κατά τα οποία ο εργαζόμενος απέχει της απασχολήσεώς του στην επιχείρηση, λόγω συμμετοχής του στην απεργία, θεωρούνται ως χρόνος μη απασχολήσεως συμψηφιζόμενες προς τις ημέρες της αδείας όταν η απεργία κηρυχθεί με τελεσίδικη δικαστική απόφαση παράνομη και καταχρηστική.
Η απεργία των εργαζομένων συνοδευόμενη από κατάληψη του εργοστασίου παρεμποδίζοντας τους άλλους εργαζομένους να εργαστούν, συνιστά ανωτέρα βία αίροντας την υπερημερία του εργοδότη.
Συμπέρασμα
Ο εργοδότης, ανεξαρτήτως νόμιμης ή παράνομης απεργίας, απαλλάσσεται της καταβολής μισθού στον εργαζόμενο, εφόσον εκείνος δεν προσφέρει την εργασία του στην επιχείρηση.