Ανατροπές στα μέχρι τώρα δικαστικά χρονικά έχει προκαλέσει η απόφαση-σταθμός του Αρείου Πάγου, με την οποία επικυρώθηκε εφετειακή απόφαση, που είχε κρίνει ως εργατικό ατύχημα, την απόπειρα αυτοκτονίας εργαζόμενης και της επιδίκασε αποζημίωση για ηθική βλάβη.

Σύμφωνα με το ισχύον νομικό καθεστώς, εργατικό ατύχημα θεωρείται εκείνο που συμβαίνει στον εργαζόμενο κατά τη διάρκεια της εργασίας ή με αφορμή την εργασία και οφείλεται σε απότομο βίαιο εξωτερικό γεγονός που προκαλεί πρόσκαιρη ή διαρκή ανικανότητα εργασίας (περισσότερο από τέσσερις μέρες) και φυσικά το θάνατό του.

Για το χαρακτηρισμό του ατυχήματος ως εργατικού είναι αδιάφορος ο χρόνος εκδήλωσης των δυσμενών συνεπειών στην υγεία του εργαζόμενου, όπως και το εάν υπάρχει μερίδιο συνυπαιτιότητας του εργαζόμενου. Μόλις συμβεί το εργατικό ατύχημα, πρέπει να αναγγελθεί στις αρμόδιες αρχές και συγκεκριμένα: α) στην πλησιέστερη αστυνομική αρχή, β) στην αρμόδια Επιθεώρηση Εργασίας και γ) στο αρμόδιο υποκατάστημα του Ι.Κ.Α. εντός πέντε (5) ημερών.

Τη σχετική υποχρέωση αναγγελίας έχει τόσο ο εργοδότης, ο μισθωτός ή ο ιατρός που παρέσχε τις πρώτες βοήθειες όσο και κάθε υπάλληλος του Ι.Κ.Α., ο οποίος έλαβε τυχόν γνώση του ατυχήματος κατά την υπηρεσία του. Για πρώτη φορά, το ανώτατο δικαστικό όργανο της χώρας έκρινε πως η απόπειρα αυτοκτονίας, εφόσον είναι αποτέλεσμα συνεχούς σφοδρής πιέσεως του εργοδότη, αποτελεί εργατικό ατύχημα.

Πιο συγκεκριμένα, σύμφωνα με το σκεπτικό της απόφασης, θεωρήθηκε ότι η συνεχής πίεση για την εκτέλεση των καθηκόντων της εργαζόμενης, η απαίτηση του εργοδότη, για αύξηση του όγκου της εργασίας της, με την ανάθεση επιπλέον εργασίας σε διαφορετικό μάλιστα εργοδότη καθώς και η απειλητική και εξυβριστική συμπεριφορά του εναντίον της, προκάλεσαν την ψυχολογική και νευρική κατάπτωσή της ενόψει και του κινδύνου που αντιμετώπιζε να απωλέσει την εργασία της καθώς ήταν ανθρωπίνως αδύνατον να ανταπεξέλθει στην εκτέλεση όλων αυτών των καθηκόντων.

Συνεπώς, η εργαζόμενη μη έχοντας την ικανότητα να αποφασίσει λογικά, προέβη στον αυτοτραυματισμό της όσο βρισκόταν στην εργασία της και εντός του ωραρίου της με αποτέλεσμα η αυτόβουλη πράξη της να θεωρηθεί εργατικό ατύχημα που οφείλεται σε πταίσμα της εργοδοσίας εξ αιτίας της έντονης πίεσης της για πρόσθετη εργασία. Είναι χαρακτηριστικό ότι παρά την πρόβλεψη από τον νομοθέτη συγκεκριμένων κανόνων για την ασφάλεια των εργαζομένων, ο αριθμός των εργατικών ατυχημάτων παραμένει ιδιαίτερα μεγάλος.

Σε μια προσπάθεια καταγραφής τέτοιων ατυχημάτων με σκοπό την εντατικοποίηση των ελέγχων για την πρόληψή τους, το Σώμα Επιθεώρησης Εργασίας (ΣΕΠΕ) κάθε χρόνο δημοσιεύει πίνακες στατιστικών στοιχείων εργατικών ατυχημάτων που αναγγέλθηκαν στις Υπηρεσίες Επιθεώρησης Ασφάλειας και Υγείας στην Εργασία, ανά κλάδο οικονομικής δραστηριότητας. Σύμφωνα, λοιπόν, με την τελευταία δημοσιευμένη Έκθεση Πεπραγμένων του ΣΕΠΕ προκύπτει ότι το 2011 αναγγέλθηκαν 5.203 ατυχήματα έναντι 5.721 το 2010 και 6.381 το 2009.

Όσον αφορά στα θανατηφόρα τυχήματα, αναγγέλθηκαν 39 το 2011 έναντι 63 το 2010 και 84 το 2009. Μολονότι, ο αριθμός των εργατικών ατυχημάτων παρουσιάζει σταθερή μείωση, είναι αμφίβολο εάν τα στοιχεία αυτά εκφράζουν τις πραγματικές διαστάσεις του προβλήματος. Εξάλλου, πρέπει να λάβουμε υπόψη μας ότι οι εκάστοτε συνθήκες που επικρατούν (π.χ. μεγάλο ποσοστό «αδήλωτου» αλλοδαπού και μη εργατικού δυναμικού, παραβιάσεις της εργατικής και κοινωνικοασφαλιστικής νομοθεσίας κ.λπ.) δυσχεραίνουν την καταγραφή ή/και πρόληψη των εργατικών ατυχημάτων.

Σε κάθε περίπτωση, πρέπει να γίνει αντιληπτό ότι η πρόληψη των εργατικών ατυχημάτων και ασθενειών δεν μειώνει μόνο τις δαπάνες μιας επιχείρησης, αλλά συμβάλλει και στη βελτίωση της απόδοσης της καθώς οι υγιείς εργαζόμενοι είναι σαφώς πιο παραγωγικοί τόσο ποιοτικά όσο και ποσοτικά. Λιγότερα εργατικά ατυχήματα και ασθένειες οδηγούν σε λιγότερες αναρρωτικές άδειες με αποτέλεσμα μικρότερες δαπάνες και μικρότερη αποδιοργάνωση της παραγωγικής διαδικασίας και η μείωση των τραυματισμών και των ασθενειών μεταφράζεται σε λιγότερες ζημιές και λιγότερες υποχρεώσεις για την αποκατάστασή τους.

Με άλλα λόγια, η εκάστοτε επιχείρηση πρέπει να λαμβάνει συνεχώς μέτρα ασφάλειας με σκοπό τη συγκροτημένη διαχείριση των κινδύνων για την υγεία και την ασφάλεια των εργαζομένων της. Ειδικότερα, θα πρέπει να διαμορφώνει συγκεκριμένη πολιτική στα πλαίσια καθορισμού στόχων όσον αφορά την υγεία και την ασφάλεια προβαίνοντας ταυτόχρονα στην παροχή επαρκών πόρων για την υλοποίηση της συγκεκριμένης πολιτικής και ενσωμάτωση της υγείας και της ασφάλειας σε όλα τα επίπεδα των καθηκόντων διαχειριστικής λειτουργίας. Όλα τα παραπάνω μπορούν να συμβάλλουν επιτυχώς στην πρόληψη εργατικών ατυχημάτων.

Για περισσότερες πληροφορίες επί ζητημάτων σχετικών με εργασιακές σχέσεις επικοινωνήστε:
E: [email protected]
T: 210-6431387
F: 210-6460313