Κύρια εργοδοτική υποχρέωση αποτελεί η καταβολή του μισθού.
Στην πράξη πολλές φορές δημιουργείται σύγχυση ως προς την έννοια και κυρίως το περιεχόμενο του μισθού, που ο εργοδότης καλείται να καταβάλει στον εργαζόμενο ως αντιπαροχή για την παρεχόμενη εργασία, ιδίως όταν η παροχή του εργοδότη είναι σε είδος, όπως είναι η χορήγηση τροφής κατά τη διάρκεια του ημερήσιου εργάσιμου χρόνου.
Το αντάλλαγμα που λαμβάνει ο εργαζόμενος για την παρεχόμενη εργασία του είναι οι αποδοχές, οι οποίες διακρίνονται σε τακτικές και έκτακτες. Τακτικές είναι όσες χορηγούνται σταθερά και μόνιμα ως αντάλλαγμα της παρεχόμενης εργασίας, βάσει ατομικής συμφωνίας ή σύμφωνα με το Νόμο. Αυτές περιλαμβάνουν κάθε παροχή του εργοδότη που χορηγείται τακτικά, τόσο δηλαδή το μισθό όσο και τυχόν προσαυξήσεις, τα πάσης φύσεως επιδόματα επί του μισθού, συμπληρωματικές παροχές σε χρήμα ή σε είδος, το επίδομα αδείας κ.ά.
Έκτακτες είναι όσες χορηγούνται, είτε εφάπαξ, είτε σε μη τακτικά διαστήματα λόγω έκτακτης και περιστασιακής εργασίας στα πλαίσια του άρθρου 659 ΑΚ και περιλαμβάνουν εκείνες που προκύπτουν από την υπερωριακή απασχόληση, την υπερεργασία, τη νυχτερινή εργασία κλπ.
Οικειοθελείς παροχές
Ιδιαίτερη θέση καταλαμβάνουν στον προσδιορισμό του μισθού οι λεγόμενες οικειοθελείς παροχές (π.χ. παροχή ιδιωτικών ασφαλιστηρίων συμβολαίων, τροφής ή τροφίμων, προϊόντων της επιχείρησης, ένδυσης, εισιτηρίων ελεύθερης κυκλοφορίας κ.ά.). Ως μισθός νοείται όχι μόνο η κύρια παροχή, άλλα και κάθε άλλη πρόσθετη παροχή που καταβάλλεται ως αντάλλαγμα εργασίας. Συνεπώς οι πρόσθετες παροχές,που δίνονται από τον εργοδότη στον μισθωτό εκουσίως, δεν έχουν το χαρακτήρα μισθού.
Έτσι, δεν ιδρύεται υποχρέωση και αντίστοιχο δικαίωμα για τις εν λόγω παροχές, με αποτέλεσμα ο εργοδότης να έχει τη δυνατότητα να ανακαλέσει αυτές οποτεδήποτε και να παύσει τη χορήγησή τους. Αυτές αποτελούν τις λεγόμενες οικειοθελείς παροχές και μπορεί να είναι χρηματικές ή και μη (δηλαδή σε είδος).
Ειδικότερα, η παροχή τροφής μπορεί να εμφανισθεί είτε με τη μορφή της παροχής έτοιμου φαγητού, είτε με εκείνης της in natura παροχής τροφίμων. Σύμφωνα με πρόσφατη νομολογία, η παροχή πλήρους γεύματος στους υπαλλήλους εταιρείας επί δεκαετία και πλέον, η οποία γινόταν αδιαλείπτως είτε μέσω του μαγειρείου της ίδιας της εταιρείας είτε ακόμα και μέσω παροχής πρόχειρης τροφής ή εξωτερικής εταιρείας τύπου «catering», αποτελεί οικειοθελή παροχή που εντάσσεται στο μισθό.
Σε περίπτωση που ο εργοδότης προσφέρει τροφή στους εργαζομένους οικειοθελώς, ως αντάλλαγμα για την εργασία τους, που οι τελευταίοι αποδέχθηκαν να αποτελεί μισθό καταβαλλόμενο σε είδος, αντί χορήγησης άλλης μισθολογικής αύξησης, αναλαμβάνοντας ο ίδιος την πλήρη κάλυψη της σχετικής δαπάνης, χωρίς ουδεμία επιβάρυνση των εργαζομένων, τότε η διακοπή της παροχής αυτής δε στηρίζεται πλέον στη μονομερή θέληση του εργοδότη αλλά στη σύμβαση που έστω και σιωπηρά έχει καταρτισθεί. Η τυχόν ανάκληση της παροχής από τον εργοδότη, υπό τις παραπάνω συνθήκες, συνιστά μονομερή βλαπτική μεταβολή των εργασιακών όρων.
Ειδικότερα, σύμφωνα με την ίδια νομολογία: α)Η χορήγηση τροφής που αποτελεί μισθό δεν μπορεί να διακοπεί με το πρόσχημα της αλλαγής των εγκαταστάσεων της εταιρείας, στις οποίες δεν μπορεί να ενταχθεί μαγειρείο και β)Ούτε η περίπτωση αλλαγής του προσώπου του εργοδότη καθιστά το δικαίωμα των εργαζομένων για αξίωση της παροχής τροφής ανενεργό. Περαιτέρω, οι διαφοροποιήσεις επί το ήσσον ως προς την ποιότητα ή την ποσότητα της τροφής που συνήθως παρεχόταν, δεν απαλλάσσουν τον εργοδότη σε περίπτωση που αυτός προσέφερε πλήρες γεύμα στους εργαζομένους. Αντίθετα, διατηρείται για τους τελευταίους η αξίωση για μελλοντική επαναφορά.
Επίσης, η μικρή διακοπή της παροχής τροφής, η οποία έπεται της επαναφοράς της, δεν επηρεάζει το γεγονός της αδιάλειπτης και ομοιόμορφης πρακτικής της χορήγησής της. Η εν λόγω οικειοθελής ιδιαίτερη αμοιβή προς τον εργαζόμενο, όταν συνεχίζεται και επαναλαμβάνεται για μακρό χρονικό διάστημα και μάλιστα κατά τακτά χρονικά διαστήματα, καταλήγει σε σιωπηρή συμφωνία για τακτική καταβολή της με την έννοια του μισθού, οπότε δεν μπορεί πλέον να διακοπεί η καταβολή της από τον εργοδότη, εκτός εάν αυτός από την αρχή είχε δηλώσει ρητώς την επιφύλαξή του να διακόψει στο μέλλον την οικειοθελή παροχή.
Αυτή αποτελεί και τη μόνη εξαίρεση, εάν βεβαίως τα κριτήρια του χρόνου και της τακτής επανάληψης της παροχής δεν είναι τόσο ισχυρά, ώστε η επίκληση της επιφύλαξης περί ανακλήσεως να θεωρηθεί καταχρηστική.