Η διαχείριση του AIDS στον εργασιακό χώρο είναι ένα ζήτημα ιδιαίτερα σημαντικό, λόγω των πολύπλευρων επιπτώσεων στην απασχόληση (παραγωγικότητα, ανθρώπινο δυναμικό, συνθήκες υγιεινής κ.λπ.).

Ιδιαίτερα ζητήματα μπορεί να προκύψουν σε επιχειρήσεις και εταιρείες κατά την πρόσληψη, την καταγγελία συμβάσεων εργασίας αλλά και κατά τις διαδικασίες διενέργειας τακτικών και αιφνίδιων ελέγχων των εργαζομένων που εφαρμόζονται, όταν έρχονται σε αντίθεση με τα δικαιώματα των εργαζομένων-φορέων.

Στα πλαίσια επανεξέτασης των εργασιακών σχέσεων με τρόπο που να αποφεύγεται η κοινωνική διάκριση και ο στιγματισμός και παράλληλα να βελτιώνονται οι εργασιακές μέθοδοι και τακτικές, εκπονήθηκε στη χώρα μας από το Κέντρο Ελέγχου Ειδικών Λοιμώξεων (Κ.Ε.Ε.Λ., ο κώδικας “Θεμελιώδεις Αρχές για την Προστασία Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και Ατομικών Ελευθεριών σε Σχέση με το AIDS”.

Από τον κώδικα προκύπτουν αρχές που κατοχυρώνονται από το Σύνταγμα της Ελλάδας και όσες αφορούν την εργασία είναι οι ακόλουθες:

  • Δεν επιτρέπεται η εξέταση για HIV, ως προϋπόθεση πρόσληψης.
  • Δεν είναι υποχρεωτικό για οροθετικό να δηλώσει την κατάσταση της υγείας του στον εργοδότη.
  • Οι εργαζόμενοι που έχουν μολυνθεί από τον HIV, πρέπει να προστατεύονται από το στιγματισμό, την απομόνωση και οποιαδήποτε κοινωνική διάκριση.
  • Δεν επιτρέπεται η απόλυση ή δυσμενής αλλαγή των εργασιακών σχέσεων εργαζομένου, εξ αιτίας και μόνο του γεγονότος ότι είναι οροθετικός.
  • Ως προς τα επιδόματα, τις αναρρωτικές άδειες κ.λπ., ισχύουν για τους οροθετικούς στον HIV, όσα περιγράφονται στην ασφαλιστική και εργατική νομοθεσία.
  • Για τους εργαζόμενους που έχουν προσβληθεί από τον HIV, θα πρέπει να γίνονται αλλαγές στις θέσεις εργασίας τους, εάν η ικανότητά τους για εργασία μειωθεί.
  • Ο εργοδότης που γνωρίζει ότι εργαζόμενος είναι οροθετικός ή ασθενής με AIDS, είναι υποχρεωμένος να τηρεί εχεμύθεια.

Στον αντίποδα της προστασίας που παρέχεται στους εργαζόμενους φορείς, έρχεται πρόσφατη απόφαση του Αρείου Πάγου(ΑΠ 676/2009) με την οποία δικαίωσε εταιρεία που απέλυσε εργαζόμενό της λόγω του γεγονότος ότι είναι φορέας του AIDS. Η εταιρεία επικαλέστηκε ότι εξαναγκάστηκε να λάβει την απόφαση να απολύσει τον συγκεκριμένο εργαζόμενο έπειτα από τις συνεχείς αντιδράσεις και διαμαρτυρίες των συναδέλφων του, οι οποίοι δεν ήθελαν να βρίσκονται και να εργάζονται στον ίδιο χώρο με αυτόν, σε μια προσπάθεια διατήρησης της εργασιακής ειρήνης στο εσωτερικό της επιχείρησης.

Ο εργαζόμενος ύστερα από την απόλυσή του κατέφυγε στη δικαστική προστασία. Το Πρωτοδικείο, όπως αργότερα και το Εφετείο, στο οποίο προσέφυγε σε δεύτερο βαθμό η εταιρεία, δέχτηκαν ότι η απόλυση ήταν καταχρηστική, βάσει της πάγιας νομολογίας που ερμηνεύει την κατάχρηση δικαιώματος, θεωρώντας ότι η ενέργεια αυτή της εταιρείας υποκρύπτει ή υπαγορεύεται από εμπάθεια, εκδικητικότητα ή εχθρική διάθεση.

Την ίδια όμως βάση χρησιμοποίησε όμως και ο Άρειος Πάγος υποστηρίζοντας στο σκεπτικό του ότι η απόλυση αυτή δεν προέκυψε από λόγους εμπάθειας ή εχθρικής διάθεσης απέναντι στον φορέα του ΑΙDS, καθώς η καταγγελία της εργασιακής συμβάσεως δεν είναι καταχρηστική, όταν αυτή δικαιολογείται από τα καλώς νοούμενα συμφέροντα του εργοδότη, όπως συμβαίνει όταν αυτή γίνεται για την αποκατάσταση της αρμονικής συνεργασίας μεταξύ των εργατοϋπαλλήλων και της εύρυθμης λειτουργίας της επιχειρήσεως, όταν αυτές διαταράσσονται σοβαρά εξαιτίας λόγου (έστω και ανυπαίτιου) που αφορά το πρόσωπο του μισθωτού που απολύθηκε.

Και στην συγκεκριμένη περίπτωση, η σοβαρότητα της νόσου είχε δημιουργήσει στους λοιπούς εργαζομένους ανασφάλεια και φόβο για την υγεία τους, γεγονός το οποίο τους ώθησε να ζητήσουν ομαδικώς και μάλιστα εγγράφως την απομάκρυνση του ασθενούς εργαζομένου από την εργασία του, επισημαίνοντας ότι σε αντίθετη περίπτωση θα δημιουργούνταν σοβαρό πρόβλημα στη λειτουργία της.

Εν προκειμένω χρειάζεται να σταθμιστεί η ανάγκη διαφύλαξης της εργασιακής ειρήνης με την αναγκαία προάσπιση των δικαιωμάτων των εργαζομένων-πασχόντων ελλείψει ειδικής νομοθετικής ρύθμισης. Συγκεφαλαιώνοντας, η ασθένεια του AIDS θέτει ζητήματα τόσο νομικά όσο και ηθικά, επηρεάζοντας δικαίωμα της αξιοπρεπούς εργασίας ως αδιαμφισβήτητης έκφανσης του δικαιώματος για εργασία.