Μια νέα μορφή συλλογικής σύμβασης εργασίας η οποία έχει στόχο τη δημιουργία και διατήρηση θέσεων εργασίας καθώς και τη βελτίωση της παραγωγικότητας και της ανταγωνιστικότητας των επιχειρήσεων.

Στο πλαίσιο του συστήματος των συλλογικών συμβάσεων εργασίας, που προσδιορίζεται με το ν. 1876/1990, εισάγεται στο συλλογικό Εργατικό Δίκαιο με το άρθρο 13 του ν. 1899/2010 μια νέα μορφή συλλογικής σύμβασης εργασίας η «Ειδική Επιχειρησιακή Συλλογική Σύμβαση Εργασίας» (ΕΕΣΣΕ). Οι ΕΕΣΣΕ συνιστούν καινοτόμο μορφή συλλογικών ρυθμίσεων, που ανταποκρίνονται στην ανάγκη προσαρμογής των επιχειρήσεων στις σύγχρονες δυσμενείς συνθήκες της αγοράς, χωρίς να αποτελούν αναβίωση των «Ειδικών ΣΣΕ» που πρόβλεπε ο ν. 3239/55.

Οι όροι της Ειδικής Επιχειρησιακής Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας προσδιορίζονται από τον εργοδότη και τους εργαζόμενους στο επίπεδο της επιχείρησης σε ετήσια βάση, όπως συνήθως συμβαίνει και με τις λοιπές συλλογικές συμβάσεις εργασίας. Με τις διατάξεις της ΕΕΣΣΕ οι αποδοχές και οι συνθήκες εργασίας είναι δυνατόν να αποκλίνουν από αυτές της αντίστοιχης κλαδικής συλλογικής σύμβασης εργασίας και όχι πάντως κατώτερα από το επίπεδο της εθνικής γενικής συλλογικής σύμβασης εργασίας.

Επιπλέον, δύνανται να προσδιορίζονται ο αριθμός των θέσεων εργασίας, και λοιποί όροι, όπως μερική απασχόληση, εκ περιτροπής εργασία, διαθεσιμότητα και διάρκεια εφαρμογής τους. Με την προαναφερόμενη ρύθμιση διευρύνεται η δυνατότητα ρύθμισης στο επίπεδο της επιχείρησης ως προς τα ανωτέρω ζητήματα, ακόμα και αν αυτά ρυθμίζονται ήδη από το νομοθέτη.

Οι ΕΕΣΣΕ έχουν την ιδιαιτερότητα ότι υπερισχύουν από τις αντίστοιχες κλαδικές συλλογικές συμβάσεις εργασίας χωρίς περιορισμούς. Αυτό σημαίνει ότι λόγω του ειδικού τους χαρακτήρα δεν ισχύουν τα αναφερόμενα στο άρθρο 10 του ν. 1876/1990 για τη συρροή Συλλογικών Συμβάσεων Εργασίας, το οποίο προβλέπει την εφαρμογή της ευνοϊκότερης συλλογικής σύμβασης εργασίας για τον εργαζόμενο και κατά συνέπεια δεν ισχύει η αρχή της ευνοϊκότερης ρύθμισης των κλαδικών συλλογικών συμβάσεων εργασίας, ούτε ισχύουν τα προβλεπόμενα στις παραγράφους 2, 3 και 4 του άρθρου 11 του ως άνω νόμου για την επέκταση των συλλογικών συμβάσεων εργασίας, δηλαδή την κήρυξή τους ως γενικώς υποχρεωτικών για όλους τους υπαγόμενους εργαζόμενους, ανεξαρτήτως της ειδικότητάς τους ως μελών της συνδικαλιστικής οργάνωσης, με αποτέλεσμα να μην υπερισχύουν τυχόν επεκταθείσες κλαδικές συλλογικές συμβάσεις.

Κατά συνέπεια, εφόσον δεν ισχύουν οι κανόνες της συρροής μεταξύ συλλογικών συμβάσεων εργασίας που έχουν το ίδιο πεδίο εφαρμογής και εφόσον εφαρμόζεται οπωσδήποτε η ΕΕΣΣΕ, και μάλιστα σε όλους τους εργαζόμενους στην επιχείρηση, δεν τίθεται ζήτημα έννομων συνέπειων από την κήρυξη κλαδικής ΣΣΕ ως γενικώς υποχρεωτικής. Δυνατότητα σύναψης Ειδικής Επιχειρησιακής Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας υπάρχει και για τις επιχειρήσεις που απασχολούν λιγότερους από 50 εργαζόμενους.

Στις περιπτώσεις αυτές η ΕΕΣΣΕ συνάπτεται από τον εργοδότη και το αντίστοιχο επιχειρησιακό σωματείο και αν δεν υπάρχει με το αντίστοιχο κλαδικό σωματείο ή με την αντίστοιχη ομοσπονδία. Επιπλέον, οι ΕΕΣΣΕ θα μπορούν να ισχύουν σε ΔΕΚΟ, σε τράπεζες και σε άλλους κλάδους και το πεδίο εφαρμογής τους θα μπορεί να καλύπτει όλους εκείνους τους τομείς που σήμερα οι μισθοί καθορίζονται μέσω συλλογικών διαπραγματεύσεων και προβλέπονται σε συλλογικές συμβάσεις εργασίας.

Για τη σύναψη των ΕΕΣΣΕ δεν τίθεται καμία ειδικότερη προϋπόθεση ούτε τάσσονται ειδικοί όροι για την εφαρμογή τους, πλην εκείνων που θα συνομολογηθούν και θα ορισθούν ειδικώς και συγκεκριμένως στο κείμενο αυτής της σύμβασης. Επιπλέον, είναι δυνατό μια ΕΕΣΣΕ να ανανεώνεται ετησίως χωρίς να υφίσταται περιορισμός στον αριθμό των ανανεώσεων αυτών.

Προκειμένου να συναφθεί ΕΕΣΣΕ, τα συμβαλλόμενα μέρη, εργοδότης και εργαζόμενοι υποβάλλουν από κοινού αιτιολογική έκθεση των λόγων που δικαιολογούν την πρόθεσή τους για την κατάρτιση ΕΕΣΣΕ προς το Συμβούλιο Κοινωνικού Ελέγχου Επιθεώρησης Εργασίας (Σ.Κ.Ε.Ε.), το οποίο διατυπώνει απλή γνώμη (χωρίς να απαιτείται η σύμφωνη γνώμη του), μέσα σε αποκλειστική προθεσμία 20 ημερών μετά την πάροδο της οποίας τεκμαίρεται η χορήγησή της. Με την ίδια διαδικασία συμφωνείται και η τυχόν παράτασή της. Η εφαρμογή της ΕΕΣΣΕ αρχίζει με την υπογραφή της.

Σε περίπτωση ακυρότητας της ΕΕΣΣΕ η αποζημίωση απόλυσης, εφόσον συντρέξει λόγος καταγγελίας της σύμβασης εργασίας, υπολογίζεται με βάση τις αποδοχές της αντίστοιχης κλαδικής συλλογικής σύμβασης εργασίας. Τέλος, οποιαδήποτε μείωση των αποδοχών των εργαζομένων κατά παράβαση των συμφωνημένων στο πλαίσιο της ειδικής επιχειρησιακής συλλογικής σύμβασης εργασίας συνιστά μη εμπρόθεσμη καταβολή νόμιμων αποδοχών.

Τα αποτελέσματα εφαρμογής των ΕΕΣΣΕ στους μισθούς, στην απασχόληση, στην παραγωγικότητα και στην ανταγωνιστικότητα θα εξαρτηθούν από την ωριμότητα και την ενεργό συμμετοχή των συμβαλλομένων μερών. Η από κοινού αντιμετώπιση των προβλημάτων με πνεύμα καλόπιστου διαλόγου, αντικειμενικότητας στην πληροφόρηση και συμμετοχή στην ευθύνη αποτελούν προϋποθέσεις για την επίτευξη των στόχων τους.