Η διαδικασία εξυγίανσης (αρ. 99επ. ΠτΚ) αφορά σε ένα σύνολο δικαστικών και εξώδικων ενεργειών, ώστε μια επιχείρηση που βρίσκεται σε παρούσα ή επαπειλούμενη αδυναμία πληρωμών να μπορεί να καταρτίσει ειδική συμφωνία εξυγίανσης με την πλειοψηφία των πιστωτών της. Η δε συμφωνία αυτή, κατόπιν της επικύρωσής της από το δικαστήριο, αναπτύσσει ισχύ έναντι όλων των πιστωτών.

Στο σημείο αυτό ανακύπτει και το ζήτημα του ορίου αυτοδιάθεσης των εργαζομένων και του επιτρεπτού της παραίτησής τους από δεδουλευμένες αποδοχές, αφού οι κaαθορίζουσες τις κατώτατες μισθολογικές αποδοχές διατάξεις είναι δημοσίου δικαίου, και έτσι δεν χωρεί ατομική παραίτηση απ’ αυτές. Κατά την προδικασία της διαδικασίας εξυγίανσης, δίνεται σε όλους τους ενδιαφερόμενους να λάβουν γνώση των κρίσιμων οικονομικών στοιχείων της εταιρίας (αρ. 104 §2 ΠτΚ). Για λόγους κυρίως κοινωνικούς προβλέφθηκε και η δυνατότητα παράστασης εκπροσώπου των εργαζομένων κατά την συζήτηση της αίτησης για άνοιγμα της διαδικασίας εξυγίανσης.

Να σημειωθεί, όμως, πως στη διαδικασία εξυγίανσης δεν παρέχεται στους εργαζομένους η δυνατότητα διαβούλευσης (βλ. π.δ. 260/2006 και ν. 1767/2008), όπως συμβαίνει με άλλες επιχειρηματικές αποφάσεις που τους επηρεάζουν άμεσα, όπως για παράδειγμα οι ομαδικές απολύσεις. Για τον λόγο αυτό, ενδείκνυται η αξιοποίηση της δυνατότητας δικαστικής ακρόασης. Η χρησιμότητά της εξαίρεται, καθότι τοιουτοτρόπως μπορεί να αναδειχθεί τυχόν καταχρηστική άσκηση της διαδικασίας εξυγίανσης με απώτερο σκοπό την καταστρατήγηση των δικαιωμάτων των εργαζομένων. Οι τελευταίοι, μπορούν να παρέμβουν στη δίκη και να προβάλουν τους όποιους αντίθετους ισχυρισμούς τους.

Η συμφωνία είναι κατ’ ουσίαν αναγκαστικός συμβιβασμός με ανανεωτικό χαρακτήρα και είναι πολύ πιθανόν να περιέχει και ένα επιχειρηματικό σχέδιο (business plan). Το δικαστήριο, όμως, μπορεί να αρνηθεί την επικύρωση της συμφωνίας αν διαπιστώσει παραβίαση της αρχής της σύμμετρης ικανοποίησης. Αυτή η αρχή υφίσταται διάσπαση μόνο αναφορικά με τους εργαζόμενους λόγω του ιδιαίτερου καθεστώτος τους (νομική εξάρτηση από την εταιρία και δέσμευση της προσωπικής τους ελευθερίας). Ανακύπτει, λοιπόν, το ερώτημα κατά πόσον μπορεί να είναι ισχυρή μια συμφωνία, ως προς τους εργαζόμενους, όταν οι τελευταίοι δεν έχουν συμμετάσχει στη διαδικασία σύναψής της ή έχουν μειοψηφήσει και θίγονται δεδουλευμένες αποδοχές που περικόπτονται αισθητά. Αξίζει να παρατηρηθεί, στο σημείο αυτό ότι με την συμφωνία δεν μπορεί να παρακαμφθεί η προβλεπόμενη για την εκ περιτροπής εργασία και την θέση σε διαθεσιμότητα διαβούλευση (αρ. 38 §3 εδ. δ’ του ν. 1892/1990).

Διαπιστώνεται, επομένως, μια σύγκρουση ανάμεσα σε πτωχευτικό και εργατικό δίκαιο. Και αυτό διότι η συμφωνία εξυγίανσης εξυπηρετεί την προοπτική επιβίωσης της επιχείρησης χάριν και των εργαζομένων, όμως μπορεί αυτή η συμφωνία να απαιτεί θυσίες που υπερβαίνουν το επιβαλλόμενο από κανόνες αναγκαστικού δικαίου μέτρο. Η παραπάνω σύγκρουση μπορεί να λυθεί μόνο μέσω της στάθμισης συμφερόντων, μέσω της αρχής της αναλογικότητας, με κριτήρια την καταλληλόλητα, την αναγκαιότητα και την αναλογικότητα εν στενή εννοία. Μόνο έτσι θα προσδιοριστεί το αναγκαίο μέτρο της θυσίας των μισθωτών. Επομένως, θα πρέπει α αξιολογηθεί αν η περικοπή νόμιμων αποδοχών είναι μέτρο αναγκαίο και κατάλληλο για την επίτευξη του σκοπού της διάσωσης της επιχείρησης, δοθέντος άλλωστε ότι ο ΠτΚ θέτει ως επιπρόσθετο κριτήριο το μέτρο της συλλογικής ικανοποίησης.

Οι αναγκαστικοί κανόνες περί κατώτατων ορίων έχουν εφαρμογή επί υπαρκτής επιχείρησης. Γι’ αυτό ακριβώς και η συλλογική, συμφωνημένη και ομοιόμορφη περικοπή νόμιμων αποδοχών θα πρέπει να γίνει αποδεκτή όταν εξυπηρετεί τον σκοπό της εξυγίανσης και του μακροπρόθεσμου συμφέροντος των ίδιων των εργαζομένων, δηλαδή τη διατήρηση των θέσεων εργασίας έστω και με μείωση αποδοχών. Εν κατακλείδι, λοιπόν, συμφωνίες που σε ατομικό επίπεδο είναι άκυρες, στην διαδικασία εξυγίανσης πρέπει να γίνει δεκτό ότι αποκτούν ισχή.