Η απεργία είναι βασικό μέσο για τη διεκδίκηση των συμφερόντων των εργαζομένων στο πλαίσιο της άσκησης της συνδικαλιστικής τους ελευθερίας, γι’ αυτό και ως δικαίωμα κατοχυρώνεται τόσο στο Σύνταγμα (άρθρο 23 §2) όσο και σε διεθνή και ευρωπαϊκά κείμενα. Ωστόσο, όπως κάθε δικαίωμα, έτσι και το δικαίωμα απεργίας υπόκειται σε περιορισμούς, η υπέρβαση των οποίων καθιστά την άσκησή του καταχρηστική.

Αρχικά, πρέπει να διακριθεί η καταχρηστική απεργία από την παράνομη για τυπικούς λόγους, η οποία δεν πληροί τις προϋποθέσεις που επιβάλλονται από το νόμο. Τέτοιες προϋποθέσεις είναι ενδεικτικά η κήρυξη της απεργίας από νόμιμα συνεστημένη συνδικαλιστική οργάνωση και σύμφωνα με τις διατάξεις του νόμου και του καταστατικού της, η προειδοποίηση του εργοδότη πριν την έναρξη της απεργίας και ο ορισμός προσωπικού ασφαλείας. Ως καταχρηστική από την άλλη χαρακτηρίζεται η απεργία όταν αυτή για παράδειγμα δε συμβιβάζεται με τη φύση και το σκοπό της, ο οποίος είναι η διαφύλαξη και προαγωγή των οικονομικών και εργασιακών συμφερόντων των εργαζομένων απέναντι στον εργοδότη. Άλλοι λόγοι καταχρηστικότητας μιας απεργίας είναι ο τρόπος άσκησής της, η αντίθεσή της στους κανόνες της κοινωνικής ηθικής, η δυσανάλογη προσβολή δικαιωμάτων άλλων προσώπων και οι δυσβάσταχτες επιπτώσεις της στο κοινωνικό σύνολο. Έτσι, έχει κριθεί ότι συνιστούν καταχρηστική απεργία μεταξύ άλλων οι εξής περιπτώσεις:

  • Η χρήση βίας για τον εξαναγκασμό των εργαζομένων να συμμετάσχουν στην απεργία και προπηλακισμών κατά των απεργών, εφ’ όσον έχει συλλογικό και οργανωμένο χαρακτήρα
  • Η παραπλάνηση των εργαζομένων με τη διάδοση ψευδών πληροφοριών με σκοπό την κινητοποίησή τους
  • Η κατάληψη των χώρων εργασίας
  • Η διεκδίκηση αιτημάτων προσχηματικών ή υπερβολικών, καθώς και αιτημάτων η ικανοποίηση των οποίων δεν εναπόκειται στον εργοδότη, αλλά στην πολιτεία
  • Η προφανής δυσαναλογία ανάμεσα στο προσδοκώμενο όφελος των εργαζομένων και στη ζημία του εργοδότη.

Η έννομη προστασία κατά των άνω περιπτώσεων παράνομης ή καταχρηστικής απεργίας είναι δυνατή με την άσκηση αγωγής από τον εργοδότη αλλά και από οποιονδήποτε έχει έννομο συμφέρον ενώπιον του αρμόδιου μονομελούς πρωτοδικείου ζητώντας την κήρυξη της απεργίας ως καταχρηστική ή την ακύρωση της σχετικής απόφασης της συνδικαλιστικής οργάνωσης. Η συμμετοχή του εργαζομένου είτε σε παράνομη απεργία για τυπικούς λόγους είτε σε παράνομη απεργία λόγω καταχρηστικότητας λογίζεται ως αδικαιολόγητη αποχή από την εργασία. Από ποιο χρονικό σημείο όμως θεωρείται ότι ο εργαζόμενος απέχει αδικαιολόγητα από την εργασία του; Αυτό είναι βέβαιο στην περίπτωση που η απεργία έχει κηρυχθεί καταχρηστική με τελεσίδικη δικαστική απόφαση, δηλαδή δεύτερου βαθμού, ενώ κατά μία άποψη αρκεί και πρωτοβάθμια απόφαση. Πάντως ο χρόνος συμμετοχής του εργαζομένου στην απεργία μέχρι την έκδοση κάποιας απόφασης δε θεωρείται αδικαιολόγητη αποχή από την εργασία, εκτός αν ο εργοδότης αποδείξει ότι όφειλε και μπορούσε ο εργαζόμενος να αντιληφθεί τον παράνομο ή καταχρηστικό χαρακτήρα της εξαρχής.

Ο χαρακτηρισμός του χρόνου συμμετοχής του εργαζομένου σε παράνομη ή καταχρηστική απεργία ως αδικαιολόγητη αποχή του από την εργασία σημαίνει ότι ο χρόνος αυτός δεν υπολογίζεται στο χρόνο εργασίας του, ο οποίος έχει σημασία για τη θεμελίωση πολλών δικαιωμάτων των εργαζομένων, όπως τα επιδόματα εορτών και η θεμελίωση δικαιώματος προς συνταξιοδότηση. Επίσης σε αντίθεση με τη νόμιμη απεργία, μπορούν να αφαιρεθούν από εργαζόμενο που συμμετείχε σε παράνομη απεργία τόσες ημέρες αδείας όσες και οι ημέρες συμμετοχής του στην απεργία. Σε αυτή την περίπτωση αμφισβητείται εάν μαζί με την αφαίρεση των δικαιουμένων ημερών αδείας χάνεται και το συνδεδεμένο με αυτό επίδομα αδείας ή όχι.

Η σύμφωνα με τα ανωτέρω αδικαιολόγητη αποχή του εργαζομένου από την εργασία συνιστά κατ’ ουσίαν παράβαση της σύμβασης εργασίας κι ως εκ τούτου παρέχει υπό προϋποθέσεις το δικαίωμα στον εργοδότη να καταγγείλει τη σύμβαση ακόμη και πριν τη λήξη της αν είναι ορισμένου χρόνου. Περαιτέρω δεν αποκλείεται ευθύνη του απεργού προς αποζημίωση, ενώ ακόμη και η ειδική προστασία των συνδικαλιστικών στελεχών μπορεί να αρθεί στην περίπτωση συμμετοχής τους σε απεργία που έχει ήδη κριθεί τελεσιδίκως καταχρηστική.

Για περισσότερες πληροφορίες επί ζητημάτων σχετικών με εργασιακές σχέσεις επικοινωνήστε:
E: [email protected]
T: 210-6431387
F: 210-6460313