Ο N.4487/2017, όπως ισχύει από 09-08-2017, εισάγει μία ευνοϊκή ρύθμιση για τον εργαζόμενο. Ειδικότερα, στο άρθρο 56 ορίζεται ότι «επίσης θεωρείται μονομερής βλαπτική μεταβολή των όρων εργασίας η αξιόλογη καθυστέρηση καταβολής των δεδουλευμένων αποδοχών του εργαζομένου από τον εργοδότη, ανεξαρτήτως της αιτίας της καθυστέρησης».
Βλαπτική μεταβολή των όρων εργασίας, σύμφωνα με το άρθρο 7 Ν. 2112/1920 θεωρείται η μονομερής από τον εργοδότη τροποποίηση της σύμβασης εργασίας, η οποία θίγει τον εργαζόμενο είτε υλικά είτε ηθικά. Η τροποποίηση μπορεί να αφορά την αλλαγή του τόπου εργασίας π.χ. μετάθεση σε άλλη πόλη ή της ποιότητας εργασίας, αλλαγή θέσης και μείωση καθηκόντων, μείωση μισθού.
Ο Ν.4487/2017 έρχεται να ανατρέψει την μέχρι σήμερα ισχύουσα νομολογία του ΑΠ, σύμφωνα με την οποία μόνη η καθυστέρηση από τον εργοδότη καταβολής των δεδουλευμένων αποδοχών δεν συνιστά βλαπτική μεταβολή αλλά πρέπει συνοδεύεται από την πρόθεση του εργοδότη να εξαναγκάσει το μισθωτό σε αποχώρηση από την εργασία του ώστε να μην του καταβληθεί η νόμιμη αποζημίωση απόλυσης. (ΑΠ 677/2017). Η απόφαση κινείται στο πλαίσιο προηγούμενων αποφάσεων 381/2012 ΑΠ 795/2007 ΑΠ και σύμφωνα με το σκεπτικό της: «Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 349, 648, 652 παρ. 1, 656 Α.Κ., 7 παρ. 1 ν. 2112/1920 και 5 παρ. 3 ν. 3198/1955 προκύπτει ότι η μονομερής από τον εργοδότη και δυσμενής για το μισθωτό μεταβολή των όρων της σύμβασης εργασίας δεν συνεπάγεται χωρίς άλλο τη λύση της αλλά παρέχει στο μισθωτό το δικαίωμα είτε να θεωρήσει τη μεταβολή αυτή ως άτακτη καταγγελία της σύμβασης εκ μέρους του εργοδότη και να ζητήσει την καταβολή της νόμιμης αποζημίωσης είτε, εμμένοντας στη σύμβαση, να αξιώσει την τήρηση των όρων της και την αποδοχή της εργασίας του από τον εργοδότη σύμφωνα με το πριν τη μεταβολή περιεχόμενο της σύμβασης και, σε περίπτωση άρνησης του εργοδότη να αποδεχθεί την εργασία αυτή, να ζητήσει μισθούς υπερημερίας. Μόνη όμως η καθυστέρηση καταβολής του μισθού δεν συνιστά βλαπτική, υπό την εκτεθείσα έννοια, μεταβολή των όρων της σύμβασης εργασίας, εκτός αν γίνεται δολίως και δη για να εξαναγκασθεί ο μισθωτός σε αποχώρηση από την εργασία του (Α.Π. 381/2012, 795/2007)».
Με τη ρύθμιση του N.4487/2017 δεν απαιτείται πλέον το στοιχείο της πρόθεσης για την θεμελίωση της έννοιας της βλαπτικής μεταβολής των όρων της σύμβασης εργασίας, η απόδειξη του οποίου αποτελούσε εμπόδιο στην ικανοποίηση των αξιώσεων του εργαζομένου, αφού εναπόκειτο στον τελευταίο να αποδείξει στο δικαστήριο το δυσχερές στοιχείο της πρόθεσης του εργοδότη. Ο καινούριος νόμος θεωρεί άνευ ετέρου τη μη καταβολή των δεδουλευμένων αποδοχών ως βλαπτική μεταβολή δίνοντας τη δυνατότητα στον θιγόμενο να θεωρήσει τη σύμβασή του καταγγελθείσα από τον εργοδότη και να απαιτήσει την καταβολή της αποζημίωσης απόλυσής του. Πρόσθετο πλεονέκτημα για τον εργαζόμενο είναι ότι ο τελευταίος έχοντας πλέον στα χέρια του το έγγραφο της καταγγελίας της σύμβασης του μπορεί άμεσα να δηλώσει στον Ο.Α.Ε.Δ την απόλυσή του ώστε να εισπράττει το σχετικό επίδομα. Απομένει η εξειδίκευση από το δικαστήριο της ουσίας της έννοιας της «αξιόλογης» καθυστέρησης.
Περαιτέρω, η μη καταβολή από τον εργοδότη των δεδουλευμένων αποδοχών έχει και ποινική διάσταση. Ειδικότερα, κατά τη διάταξη της παραγράφου 1. του άρθρου μόνου του α.ν 690/1945, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 8 παρ. 1 του Ν. 2336/1995, «τιμωρείται με τις αναφερόμενες σε αυτό ποινές, κάθε εργοδότης ή διευθυντής ή επιτετραμμένος ή με οποιονδήποτε τίτλο εκπρόσωπος οποιασδήποτε επιχείρησης ή εκμετάλλευσης ή εργασίας, ο οποίος δεν καταβάλλει εμπρόθεσμα στους απασχολούμενους σε αυτόν τις οφειλόμενες συνεπεία της σύμβασης ή της σχέσης εργασίας πάσης φύσεως αποδοχές…». Ειδικότερα, η παραβίαση των ανωτέρω διατάξεων μπορεί να θεμελιώσει αξίωση του εργαζομένου προς αποζημίωση κατά τα άρθρα 914, 927 και 298 ΑΚ μόνο για τη ζημία, που υπέστη από το ως άνω αδίκημα, δηλαδή από την υπαίτια καθυστέρηση καταβολής των αποδοχών του – η οποία καλύπτεται καταρχήν από τους οφειλόμενους, σε κάθε περίπτωση, τόκους υπερημερίας (άρθρο 346 ΑΚ) – και όχι για την πληρωμή των ίδιων των αποδοχών, έστω και αν ζητούνται ως αποζημίωση, βλ. πάγια νομολογία, ΑΠ 1017/2008 ΝοΒ 2008.2139, ΑΠ 1436/2002 ΕλλΔνη 2004.757, ΕφΙωαν 264/2006 ΕΕργΔ 2007.93. ΕφΠειρ 892/2005 ΠειρΝομ 2005.507, Εφθεσ 584/2005 ΔΕΕ 2006.89].
Για περισσότερες πληροφορίες επί ζητημάτων σχετικών με εργασιακές σχέσεις επικοινωνήστε:
E: [email protected]
T: 210-6431387,
F: 210-6460313