Καθώς οι οργανισμοί αποκτούν όλο και περισσότερο παγκόσμιο χαρακτήρα, η σύνθεση μεταξύ των εργαζομένων διαφοροποιείται. Είναι σχεδόν απίθανο σε μία επιχείρηση του 21ου αιώνα όλοι οι εργαζόμενοι να έχουν κοινή μητρική γλώσσα ενώ ακόμα πιο απίθανο είναι οι πελάτες και οι συνεργάτες να επικοινωνούν στην ίδια γλώσσα.

Στο πλαίσιο της παγκοσμιοποίησης και της διεθνοποιημένης αγοράς εργασίας, οι αλλαγές που επέρχονται, δεν αφορούν μόνο επιχειρηματικούς και οικονομικούς όρους αλλά επηρεάζουν και τους τρόπους επικοινωνίας μεταξύ των ενδιαφερόμενων μερών.

Επομένως, η χρήση μίας κοινής γλώσσας επικοινωνίας στο χώρο των επιχειρήσεων θεωρείται κάτι παραπάνω από απαραίτητη. Ο όρος Lingua Franca άλλωστε, δεν είναι τυχαία ευρέως διαδομένος. Lingua Franca ή Κοινή Διάλεκτος αποκαλείται μια γλώσσα όταν χρησιμοποιείται για την επικοινωνία ατόμων από διαφορετικές γλωσσικές κοινότητες, επειδή είναι εκτενώς διαδεδομένη και ευρέως κατανοητή. Για παράδειγμα, η αγγλική γλώσσα χρησιμοποιείται σήμερα ως lingua franca στη διεθνή διπλωματία.

Είναι λοιπόν αυτονόητο ότι η γνώση μόνο της μητρικής γλώσσας, δεν αρκεί για να εξασφαλίσει σήμερα σε έναν επαγγελματία όχι μόνο άνεση στην επικοινωνία και τη συνδιαλλαγή αλλά και την επιβίωσή του στο σύγχρονο κοινωνικό και οικονομικό πλαίσιο. Τα νέα εργασιακά δεδομένα που προωθεί το σχέδιο προγράμματος που συμφωνήθηκε από την κυβέρνηση, την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και το Δ.Ν.Τ. (τη γνωστή μας «τρόικα») επιβάλλουν στους εργαζόμενους να είναι ευέλικτοι και ανοιχτοί στις μετακινήσεις αλλά και να διαθέτουν δεξιότητες χειρισμού ξένων γλωσσών, πολλαπλασιάζοντας έτσι τις ευκαιρίες τους για απασχόληση στην ευρύτερη αγορά εργασίας και αυξάνοντας ταυτόχρονα τις πιθανότητες επιβίωσης και επαγγελματικής προόδου.

Επομένως, η ικανότητα επικοινωνίας και κατανόησης σε περισσότερες από μία ξένες γλώσσες αποτελεί μία πολύ χρήσιμη δεξιότητα καθώς δίνει την ευκαιρία να εργαστεί κανείς σε άλλη χώρα.


Αναγκαιότητα στις επιχειρήσεις
Έρευνα του Εθνικού Δικτύου Γλωσσών της Βρετανίας αποκαλύπτει ότι μία στις πέντε επιχειρήσεις θεωρεί ότι έχει χάσει δουλειές και δεν έχει καταφέρει να κλείσει συμφωνίες ως αποτέλεσμα γλωσσικών και πολιτισμικών εμποδίων. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι πάνω από το 60% των συναλλαγών των οργανισμών αυτών είναι με χώρες στις οποίες η πλειοψηφία του πληθυσμού δεν έχει ως μητρική γλώσσα τα αγγλικά. Υπό αυτές τις συνθήκες, προκαλεί εντύπωση το γεγονός ότι οι γλωσσικές δεξιότητες δεν βρίσκονται στην κορυφή των προτεραιοτήτων των επιχειρήσεων. Πράγματι, οι περισσότερες βρετανικές επιχειρήσεις δεν προσφέρουν στους εργαζόμενούς τους την ευκαιρία να μάθουν ξένες γλώσσες παρόλο που υπάρχουν ενδείξεις που αποδεικνύουν αυτή την αναγκαιότητα.

Επίσης, έρευνα που δημοσιεύθηκε πρόσφατα από το Βρετανικό Εμπορικό Επιμελητήριο αποδεικνύει ότι υπάρχει άμεση σχέση μεταξύ της αξίας που θέτει μία εταιρεία στις γλωσσικές ικανότητες και τον ετήσιο κύκλο εργασιών της. Οι εταιρείες που δραστηριοποιούνται επιτυχώς σε διεθνές επίπεδο είναι αυτές που είτε προσλαμβάνουν προσωπικό που διαθέτει γλωσσικές δεξιότητες είτε ενθαρρύνουν το προσωπικό τους να εκπαιδεύεται σε αυτές.

Έτσι, όλο και περισσότερες επιχειρήσεις επενδύουν στην εκπαίδευση του προσωπικού τους στις ξένες γλώσσες ή επιθυμούν να εντάξουν στο δυναμικό τους προσωπικό με τέτοιες γλωσσικές δεξιότητες.

Η ευρεία χρήση του internet, οι επικοινωνίες με συνεργάτες και πελάτες από το εξωτερικό αλλά και το γεγονός ότι οι περισσότερες λέξεις και ορισμοί στο λεξιλόγιο των επιχειρήσεων και της διοίκησης είναι στα αγγλικά, επιβεβαιώνουν την αναγκαιότητα γνώσης τουλάχιστον των αγγλικών από τα στελέχη των επιχειρήσεων. Ακόμα, οι ανάγκες για παρουσιάσεις, συμμετοχή σε συσκέψεις και τηλεδιασκέψεις αλλά και η αλληλογραφία μέσω email είναι ακόμα μερικοί από τους λόγους που επιβάλλουν στους εργαζόμενους να έχουν όχι απλά ευχέρεια στη χρήση της αγγλικής γλώσσας αλλά πολύ καλή γνώση της προκειμένου να επικοινωνούν αποτελεσματικά.

Ειδικά για τα στελέχη που απαιτείται να μιλούν με πολυεθνικούς πελάτες και συνεργάτες, η γνώση ξένων γλωσσών βοηθά σε μεγάλο βαθμό στο να γίνονται ευκολότερα συμφωνίες, διαπραγματεύσεις και πωλήσεις.

Η εκπαίδευση ωστόσο μπορεί να φανεί χρήσιμη όχι μόνο σε ανώτερα στελέχη αλλά και στους εργαζόμενους όλων των βαθμίδων, βελτιώνοντας τις εργασιακές τους προοπτικές.

Πολυγλωσσία

Η αγγλική αναδεικνύεται το «φαβορί» μεταξύ των ξένων γλωσσών και, επωφελούμενη από δομές και ιδεολογίες, εδραιώνει το γόητρό της και τους συνειρμούς επιτυχίας και επιρροής που προκαλεί.

Άλλωστε, η πρωτοκαθεδρία της έχει προωθηθεί δραστήρια από τα «αγγλόφωνα» κράτη κατά τη διάρκεια των πέντε προηγούμενων αιώνων και συνεχίζει να προωθείται.

Η υπεροχή των αγγλικών στον κόσμο των επιχειρήσεων είναι αδιαμφισβήτητη με την ευρεία χρήση της ωστόσο, να μην περιορίζεται σ’ αυτόν τον τομέα. Η αγγλική είναι η πιο συχνά χρησιμοποιούμενη γλώσσα σε όλο τον κόσμο και αυτή που θεωρείται πιο πιθανό να βοηθήσει κάποιον να επικοινωνήσει με αλλοεθνείς του καθώς είναι εκτενώς διαδεδομένη και ευρέως κατανοητή.

Εντούτοις, η γνώση και άλλων ξένων γλωσσών θεωρείται ένα επιπλέον προσόν που μπορεί να κάνει περιζήτητους τους επαγγελματίες που τη διαθέτουν. Και οι εταιρείες όμως με προσωπικό που γνωρίζει κι άλλες ξένες γλώσσες πλέον των αγγλικών, υπερέχουν έναντι των άλλων εταιρειών.

Ένα από τα βασικά συμπεράσματα της έκθεσης του Επιχειρησιακού Φόρουμ για την Πολυγλωσσία είναι ότι η γνώση ξένων γλωσσών μπορεί να αποτελέσει συγκριτικό πλεονέκτημα για τις ευρωπαϊκές επιχειρήσεις. Η έκθεση συγκροτήθηκε από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή το 2007 με σκοπό να διερευνήσει τους τρόπους με τους οποίους οι γλωσσικές δεξιότητες μπορούν να ασκήσουν επίδραση στο εμπόριο και την απασχόληση στην Ευρωπαϊκή Ένωση.

Ο όρος «πολυγλωσσία» αναφέρεται τόσο στην ικανότητα ενός ατόμου να χειρίζεται πολλές γλώσσες όσο και στη συνύπαρξη διαφορετικών γλωσσικών κοινοτήτων σε μια γεωγραφική περιοχή. Έτσι, αν και τα Αγγλικά είναι η γλώσσα που μας ενώνει με όλο τον κόσμο και άλλες ξένες γλώσσες έχουν την «ομορφιά» τους. Τα Γαλλικά είναι η γλώσσα των τεχνών, της ζωγραφικής και της μαγειρικής, τα Γερμανικά η γλώσσα της επιστήμης αλλά και της φιλοσοφίας όπως και το «κλειδί» για την επιτυχή σταδιοδρομία στο σύγχρονο οικονομικό και εμπορικό χώρο, τα Ιταλικά ταυτίζονται με τη μουσική, τη μόδα και την κουλτούρα και τα Ισπανικά είναι η πιο διαδεδομένη ως μητρική γλώσσα μετά την κινεζική. Σύμφωνα με το ευρωβαρόμετρο, η πλειοψηφία των κατοίκων των ευρωπαϊκών χωρών μιλούν ως δεύτερη γλώσσα την αγγλική και ακολουθούν τα γαλλικά, τα γερμανικά και τα ισπανικά.

Για τους εργοδότες που επιθυμούν να προσλάβουν εργαζόμενους, ως απαραίτητη προϋπόθεση θεωρείται πρωτίστως η γνώση της αγγλικής γλώσσας ενώ ακολουθούν τα Γερμανικά (κυρίως στις τουριστικές επιχειρήσεις) και τα Γαλλικά.


Εκπαίδευση
Ο σύγχρονος επαγγελματίας είναι γεγονός ότι δεν διαθέτει την πολυτέλεια να αφιερώσει τον ιδιαίτερα περιορισμένο ελεύθερο χρόνο του σε ατέλειωτες ώρες μελέτης και παρακολούθησης μαθημάτων για την εκμάθηση μίας ξένης γλώσσας.

Η πραγματικότητα αυτή, σε συνδυασμό με τις αυξημένες ανάγκες για γνώση ξένων γλωσσών έχουν δημιουργήσει αλλαγές στο χώρο της ξενόγλωσσης εκπαίδευσης σε σχέση με τους παραδοσιακούς τρόπους εκπαίδευσης. Έτσι, πλήθος εκπαιδευτικών προγραμμάτων προσφέρονται σε επαγγελματίες που θέλουν να μάθουν ξένες γλώσσες ή να τελειοποιήσουν τις ήδη υπάρχουσες γνώσεις τους.

Πρόκειται για ειδικά σχεδιασμένα προγράμματα που σέβονται το χρόνο, τις ανάγκες και τους στόχους του σύγχρονου επαγγελματία.

Η εκπαίδευση μπορεί να γίνεται είτε εσωτερικά, εντός του εταιρικού πλαισίου είτε σε συνεργασία με κάποιον εκπαιδευτικό οργανισμό που ειδικεύεται στην εκμάθηση ξένων γλωσσών για τις επιχειρήσεις. Λόγω των αυξημένων υποχρεώσεων των επαγγελματιών, οι μέθοδοι και τεχνικές εκμάθησης μίας ξένης γλώσσας συνήθως είναι άμεσα προσαρμοσμένες στις συγκεκριμένες ανάγκες που επιδιώκονται να καλυφθούν.

Ορισμένα προγράμματα εστιάζουν και αποσκοπούν στον εξειδικευμένο εμπλουτισμό του λεξιλογίου με βάση το αντικείμενο δραστηριοποίησης της επιχείρησης και τις ιδιαιτερότητες του κλάδου στον οποίο δραστηριοποιείται ο εκπαιδευόμενος.

Συχνά, προκειμένου η εκμάθηση των επαγγελματιών να καλύψει τις πραγματικές τους ανάγκες, οι εκπαιδευόμενοι εκτίθενται σε μία ποικιλία θεμάτων από την πραγματική ζωή, όπως εταιρικές δομές, διεθνείς συναντήσεις και αγορές, σύνταξη εμπορικής αλληλογραφίας, επιχειρηματικές συναλλαγές και παρουσιάσεις κτλ.

Με το σχεδιασμό δηλαδή case studies πραγματικών επιχειρηματικών καταστάσεων, έτσι ώστε οι επαγγελματίες να προετοιμάζονται για να αντιμετωπίσουν αντίστοιχες καταστάσεις.

Αρκετά διαδεδομένα είναι και τα εκπαιδευτικά προγράμματα ξένων γλωσσών που προσφέρονται με τη μέθοδο της εξ αποστάσεως εκπαίδευσης όπως το e-learning.

Ειδικά μέσα από τα εκπαιδευτικά αυτά προγράμματα που στηρίζονται στην τεχνολογία e-learning, οι συμμετέχοντες μπορούν να εκπαιδευτούν με ολοκληρωμένο τρόπο σε μία ξένη γλώσσα καθώς προσφέρονται πολλές δυνατότητες (όπως για παράδειγμα η σωστή προφορά των λέξεων) αλλά και η εξέλιξη της εκπαιδευτικής διαδικασίας μπορεί να ακολουθήσει τους ρυθμούς του στελέχους και να καλύψει τις συγκεκριμένες του ανάγκες.

Ιδανική μέθοδος

Τα κριτήρια για την επιλογή της κατάλληλης μεθόδου εκπαίδευσης είναι για τον κάθε ενδιαφερόμενο διαφορετικά καθώς η ιδανική μέθοδος είναι αυτή που ταιριάζει περισσότερο στις ανάγκες του αλλά και στο χρόνο που μπορεί να διαθέσει. Ορισμένα στελέχη επιλέγουν να παρακολουθήσουν μαθήματα ξένων γλωσσών που προσφέρονται μέσω internet τα οποία μπορούν να προσαρμόσουν στο πρόγραμμά τους με δυνατότητα μεγάλης ευελιξίας στο χρόνο, στο χώρο κτλ.

Άλλοι επαγγελματίες επιλέγουν εξειδικευμένα προγράμματα προκειμένου να καλύψουν τα κενά τους και τις ανάγκες τους σε συγκεκριμένη ορολογία. Ακόμα, δεν είναι λίγα τα εκπαιδευτικά προγράμματα που βασίζονται στο λεγόμενο μοντέλο μικτής εκμάθησης (Blended Learning) και τα οποία συνδυάζουν τη συμμετοχή σε τάξη και τη χρήση του internet.

Είναι σημαντικό να λαμβάνεται υπόψη και το επίπεδο γνώσης μίας ξένης γλώσσας το οποίο είναι διαφορετικό για τον κάθε επαγγελματία που επιθυμεί να παρακολουθήσει κάποιο εκπαιδευτικό πρόγραμμα.

Έτσι, η σωστή εκτίμηση του επιπέδου αλλά και των αναγκών που πρέπει να καλύψει το κάθε πρόγραμμα είναι σημαντικοί παράγοντες που θα καθορίσουν τη σωστή επιλογή του κατάλληλου προγράμματος και συνεργάτη.


Οι ξένες γλώσσες στην ALUMIL
Από το 1988 που ιδρύθηκε η ALUMIL έως και σήμερα, η ανάπτυξή της στις διεθνείς αγορές είναι συνεχής, με ένα δίκτυο πελατών, αντιπροσώπων και θυγατρικών εταιρειών το οποίο καλύπτει περισσότερες από 45 χώρες παγκοσμίως. Η ανάγκη λοιπόν, για αποτελεσματική επικοινωνία μεταξύ των στελεχών και των συνεργατών του Ομίλου, στην οποία σημαντική συμβολή έχει η γνώση ξένων γλωσσών, είναι ιδιαίτερα αυξημένη.

Ειδικότερα, η έντονη δραστηριοποίηση στην Κεντρική και Ν.Α. Ευρώπη, στη Μέση Ανατολή, στις Η.Π.Α., έχει σαν αποτέλεσμα πολλές θέσεις εργασίας, από όλα τα ιεραρχικά επίπεδα και όλες τις λειτουργίες – διευθύνσεις του Ομίλου, να παρουσιάζουν αυξημένες απαιτήσεις για επικοινωνία με αυτές τις περιοχές.

Τα οφέλη από τη δυνατότητα επικοινωνίας στη γλώσσα της περιοχής όπου αναπτύσσει δραστηριότητα ένας οργανισμός ή μία επιχείρηση είναι η γρήγορη προσαρμογή, η αμεσότητα, η δημιουργία θετικού κλίματος και το χτίσιμο σχέσεων εμπιστοσύνης. Υπό το πρίσμα αυτό, η Διεύθυνση Ανθρώπινου Δυναμικού φροντίζει να στελεχώνει την ALUMIL με ανθρώπους οι οποίοι γνωρίζουν ξένες γλώσσες σε πολύ καλό επίπεδο, για την κάλυψη των τρεχουσών αλλά και μελλοντικών αναγκών.

Αυτό επιτυγχάνεται τόσο κατά τη διαδικασία προσέλκυσης και επιλογής υποψηφίων, όσο και κατά την εκπαίδευση των εργαζομένων. Η ALUMIL φροντίζει να ενισχύει συνεχώς το δυναμικό της με γνώμονα την ανάπτυξή του, την αποτελεσματικότητα και την υποστήριξη της στρατηγικής της. Υλοποιεί προγράμματα εκμάθησης ξένων γλωσσών είτε σε κλειστά τμήματα είτε με τη μορφή ιδιαίτερων μαθημάτων. Η ταχύτητα, η αποδοτικότητα και η αξιοπιστία είναι τα βασικά κριτήρια τα οποία θα οδηγήσουν στην επιλογή του κατάλληλου προγράμματος, αλλά και συνεργάτη. Παράλληλα, εξετάζονται συνεχώς νέες μορφές και μέθοδοι εκπαίδευσης, όπως η Σύγχρονη και Ασύγχρονη Τηλεκπαίδευση μέσω Διαδικτύου (e-learning).

Βασίλειος Χρηστίδης, Υπεύθυνος Επιλογής Εκπαίδευσης και Ανάπτυξης Προσωπικού, ΑΛΟΥΜΥΛ

Οι ξένες γλώσσες στο Elounda
Στις μέρες μας πλέον η γνώση μίας ή και περισσοτέρων ξένων γλωσσών είναι απαραίτητο και πολλές φορές δεδομένο, ειδικά στον τουριστικό τομέα.

Παρόλα αυτά, επιχειρήσεις προβαίνουν πολλές φορές σε περαιτέρω εκπαιδεύσεις του προσωπικού τους για την αναβάθμιση των ικανοτήτων τους, όπου συνεπάγεται την καλύτερη παροχή υπηρεσιών.

Μία επιχείρηση απολαμβάνει πολλά και σημαντικά οφέλη όταν διαθέτει στελέχη με άριστη γνώση ξένων γλωσσών, γι’ αυτό και επιδιώκει τη συχνή και εποικοδομητική εκμάθησή τους. Διευκολύνει την καλή και ομαλή συνεννόηση με τους πελάτες καθότι διευκρινήσεις μπορεί να προκύψουν μεταξύ πελατών αλλά και τουριστικών γραφείων όπως και πρακτόρων όπου ειδικοί «τουριστικοί» όροι χρησιμοποιούνται.

Τα άτομα που κυρίως επιλέγονται στην «πρώτη γραμμή» προγραμμάτων εκμάθησης ή βελτίωσης ξένων γλωσσών αποτελούν μέλη του Front Line staff και Middle management staff.

Ένα πρόγραμμα εκμάθησης επιλέγεται βάσει της προσφοράς του σε μία ενεργή επιχείρηση και περιλαμβάνουν μαθήματα φιλοξενίας και παροχής υπηρεσιών όπου λαμβάνουν μέρος κατά τη χαμηλή περίοδο πληροτήτων επικεντρώνοντας στην προφορική επικοινωνία κυρίως. Τα μαθήματα αυτά, βοηθούν στην ανάδειξη του προφορικού λόγου των μελών του και προτιμώνται ανάμεσα σε όλα τα άλλα.

Ιωάννης Καρακατσάνης, Human Resources Director, Elounda Hotels & Resorts

Business Languages στην Apivita
Τα στελέχη επιχειρήσεων σήμερα δρουν σε ένα διεθνές περιβάλλον- εκτός από τις πολυεθνικές εταιρείες, που καθ’ ορισμού δραστηριοποιούνται σε περισσότερες από μια χώρες, και στις ελληνικές επιχειρήσεις παρατηρείται μεγάλη εξωστρέφεια προς παράγοντες του εξωτερικού προκειμένου να αναπτυχθούν και να επεκτείνουν τις επιχειρηματικές τους δραστηριότητες.

Συνεπώς, οι απαιτήσεις όσον αφορά τη γνώση ξένων γλωσσών, όπως και σε όλα τα επίπεδα των δεξιοτήτων, συνεχώς αυξάνονται. Το ερώτημα που συχνά εγείρεται είναι κατά πόσο αρκεί πλέον η άριστη γνώση μιας ξένης γλώσσας στην αποτελεσματική επικοινωνία και συνεργασία. Η εμπειρία μας έχει διδάξει ότι είναι προαπαιτούμενο – το σημείο που θα κάνει τη διαφορά είναι η γνώση της κουλτούρας και ειδικότερα του τρόπου με τον οποίο θα συνεργαστούμε με άτομα από διαφορετικές χώρες, με διαφορετικό πολιτισμικό υπόβαθρο.

Για την APIVITA χαρακτηριστική είναι η εμπειρία από την πρόσφατη ίδρυση θυγατρικής εταιρείας στην Ισπανία. Ήδη στελέχη της που συμμετέχουν ενεργά και από την πρώτη στιγμή στο «στήσιμο» της εταιρείας γνωρίζουν πολύ καλά τη γλώσσα. Σε δεύτερο επίπεδο, ήταν στρατηγική απόφαση της εταιρείας να επιλεγούν άτομα από όλα τα τμήματα για να μάθουν ισπανικά, όχι μόνο με σκοπό να διευκολυνθεί η επικοινωνία με τα στελέχη της θυγατρικής, αλλά και μακροπρόθεσμα η συνεργασία με άλλες ισπανόφωνες χώρες.

Η επιλογή των συμμετεχόντων έγινε από τους διευθυντές των τμημάτων σε συνεργασία με τη Διεύθυνση Ανθρωπίνων Πόρων και τα βασικότερα κριτήρια ήταν το προφίλ και τα καθήκοντα της θέσης εργασίας, που προσδιορίζουν σε μεγάλο βαθμό την εμπλοκή του κάθε στελέχους σε projects που αφορούν και τη θυγατρική, αλλά και η θέληση των ίδιων των στελεχών να αποκτήσουν αυτή τη γνώση.

Αντίστοιχα, για την επιλογή του συνεργάτη εξετάσαμε διάφορα κριτήρια, όπως η εμπειρία σε αντίστοιχα προγράμματα για στελέχη, η δυνατότητα ευελιξίας και διεξαγωγής του προγράμματος, ώστε να διευκολύνεται η ένταξη της εκπαίδευσης στο ημερήσιο πρόγραμμα των στελεχών, αλλά και η οικονομική πρόσφορα που συνδύαζε την αποδοτικότερη κάλυψη των αναγκών μας.

Βίκυ Φωτεινοπούλου, Training & Development and Operations Manager, Apivita