O Paul Watzlawick, αναφέρει σοφά ότι «δεν μπορούμε να μην επικοινωνούμε», ενώ ο Steven Coney στο βιβλίο του «The seven habits of highly effective people”, συμπεριλαμβάνει την ακρόαση μέσα στις εφτά αρετές των πολύ χαρισματικών ανθρώπων. Ωστόσο, πόση σημασία δίνουν οι οργανισμοί στην ικανότητα των στελεχών τους να ακούνε προσεκτικά;

Η προσεκτική ακρόαση, όπως μπορεί να αποδοθεί καλύτερα στην ελληνική γλώσσα, ερμηνεύεται από τους Αγγλοσάξονες με τον όρο «listening». Ο όρος αυτός διαχωρίζεται από τον αντίστοιχο «hearing», ο οποίος χρησιμοποιείται για να αποδώσει την ακούσια ακρόαση, ή πιο σωστά τη φυσική ικανότητα του ανθρώπου να συλλαμβάνει ήχους από το περιβάλλον του. Συνεπώς, ο όρος «listening» δηλώνει την εκούσια προσπάθεια ακρόασης με τη χρήση περισσοτέρων αισθήσεων.

Αντίστοιχη περίπτωση συναντάται στην αρχαία ελληνική γλώσσα με το ρήμα «αΐω» το οποίο σημαίνει «ειδήμων». Στην νέα ελληνική ωστόσο κανένας παρόμοιος διαχωρισμός δεν υφίσταται. Και για τις δύο περιπτώσεις χρησιμοποιούμε πολύ φτωχά την λέξη «ακούω».

Η σημασία που θα έπρεπε να έχει παρόλα αυτά η ικανότητά μας να «ακούμε προσεκτικά», έγκειται στο γεγονός ότι η ακρόαση αποτελεί μέρος της διαδικασίας της επικοινωνίας. Ποιοι είναι οι λόγοι, όμως, για τους οποίους δεν ακούμε προσεκτικά;

Θα μπορούσαμε να δώσουμε μία εύκολη απάντηση στο παραπάνω ερώτημα ανατρέχοντας σε παράγοντες όπως οι διάφοροι φυσικοί περισπασμοί ή η ικανότητα του ανθρώπινου εγκεφάλου  να συγκρατήσει παραπάνω λέξεις από αυτές που ακούει, με αποτέλεσμα να αποσπάται εύκολα η προσοχή του. Το πρόβλημα παρόλα αυτά έχει πιο βαθιές ρίζες.

Προσεκτική ακρόαση με λίγη εκπαίδευση
Αν και ή ακρόαση μοιάζει  με μια φυσιολογική διαδικασία, την οποία πραγματοποιούμε από πολύ μικρή ηλικία, στην πραγματικότητα ο χρόνος εκπαίδευσης πάνω στο ζήτημα αυτό είναι μηδαμινός. Σε σύγκριση με άλλους τομείς όπως ή γραφή και η ανάγνωση, το να ακούμε σωστά κατέχει το μικρότερο ποσοστό εκπαίδευσης. Θα μπορούσαμε να πούμε, συνεπώς, ότι η προβληματική προσεκτική ακρόαση είναι απόρροια της ελάχιστης εκπαίδευσης πού (δε) λαμβάνουμε.

Προβλήματα όσον αφορά στην προσεκτική ακρόαση προκύπτουν και από φυλετικούς και διαπολιτισμικούς παράγοντες. Τη βιβλιογραφία απασχολεί εκτενώς το κατά πόσο οι άνδρες ακούν διαφορετικά από τις γυναίκες. Πολλοί υποστηρίζουν ότι οι άνδρες ακούν διαφορετικά από τις γυναίκες, ακριβώς γιατί ακούνε για διαφορετικό σκοπό. Οι γυναίκες ακούν περισσότερο σε επίπεδο σχέσεων. Εστιάζουν στις εκφράσεις του προσώπου του συνομιλητή και όχι τόσο στο λεκτικό μήνυμα που μεταδίδεται. Αντίθετα, οι άνδρες ακούν για να αντλήσουν νοήματα/μηνύματα. Εστιάζουν στα γεγονότα και το περιεχόμενο. Άλλοι υποστηρίζουν ότι είναι λάθος να κατηγοριοποιούμε τους ανθρώπους με βάση το φύλο  τους και ότι θα έπρεπε να τους εξετάζουμε με βάση το κατά πόσο υιοθετούν μία αρσενική ή θηλυκή πλευρά στον τρόπο επικοινωνίας τους.

Η πολιτισμική διαφορά καθοριστικής σημασίας
Η πολιτισμική απόσταση μεταξύ των συνομιλητών παίζει ρόλο. Η πρώτη παρατήρηση που σημειώνουμε όταν ερχόμαστε σε επαφή με άτομα διαφορικής κουλτούρας είναι η προφορά και τα συντακτικά λάθη του συνομιλητή μας και όχι το μήνυμα πού μας προσφέρεται. Η περίεργη προφορά συχνά εκλαμβάνεται λανθασμένα σαν ένδειξη μειωμένης νοητικής ικανότητας.

Διάφοροι ερευνητές παρουσιάζουν πλήθος κατηγοριοποιήσεων προκειμένου να αναλύσουν τους διαφορετικούς τρόπους ακοής. Στις κατηγοριοποιήσεις αυτές συναντάμε ανθρώπους που ακούν για να αναπτύξουν διαπροσωπικές σχέσεις με τους συνομιλητές τους, για να αντλήσουν γνώση ή για να αξιολογήσουν το συνομιλητή. Αυτό που θα έπρεπε, ωστόσο, να μας απασχολεί είναι το κατά πόσο θα μπορούσαμε να βελτιώσουμε την ικανότητά μας να ακούμε προσεκτικά, συνδυάζοντας κατά περίσταση όλα τα θετικά των όποιων κατηγοριών.

Για να γίνει αυτό θα πρέπει να αρθούν όσο το δυνατόν περισσότερα εμπόδια. Κάτι τέτοιο είναι αντικειμενικά δύσκολο αφού πολλά από τα λεγόμενα φίλτρα, (ψυχολογικά εμπόδια), είναι ασυνείδητα. Υπάρχει, πάντως, περιθώριο βελτίωσης. Να καταλάβουμε ότι θα πρέπει να συμπεριφερόμαστε με τον ίδιο τρόπο που θα θέλαμε να μας συμπεριφερθούν. Να προσπαθήσουμε, δηλαδή, να μπούμε όπως λένε – και πάλι – οι Αγγλοσάξονες «στα παπούτσια του άλλου».

Η κριτική, προτού συλλεγούν οι απαραίτητες πληροφορίες, είναι κακός σύμμαχος για την ακρόαση. Ας μη καταδικάζουμε αυτά που ακούμε και ας παραμερίσουμε το «Εγώ» μας. Ας δώσουμε στον ομιλητή όσο χρόνο χρειάζεται και ας μην αναλωθούμε σε προκαταλήψεις. Είναι ωφέλιμο να χρησιμοποιούμε τη σκέψη μας στην κατεύθυνση της κατανόησης και της σχηματοποίησης των ιδεών του ομιλητή.

Η “γραμματική” της επικοινωνίας
Όπως, ακριβώς, είναι δυνατό να μιλά κανείς μια γλώσσα σωστά και με ευχέρεια χωρίς να έχει την παραμικρή ιδέα για τη γραμματική της, έτσι συχνά δε συνειδητοποιούμε ότι λησμονούμε τους κανόνες και την «γραμματική» της επικοινωνίας. Από τη στιγμή που ανοίγει κάποιος το στόμα του, πρέπει να χρησιμοποιεί σωστά ένα πλήθος κανόνων: μορφολογικούς κανόνες της γλώσσας, κανόνες χρήσης ενός γλωσσικού επιπέδου που να αρμόζει στο συνομιλητή του, στο θέμα της συζήτησης, στο χώρο όπου βρίσκονται, κανόνες που ορίζουν την εναλλαγή του ρόλου του ομιλητή και του ακροατή καθώς και το χρόνο που θα μιλήσει ο καθένας. Είναι καλό να ακούμε με όλες τις αισθήσεις μας. Αξίζει να αναφερθεί ότι το κινέζικο ιδεόγραμμα της λέξης ακούω σχηματίζεται από τις έννοιες ΑΥΤΙ, ΜΑΤΙ, και ΚΑΡΔΙΑ…