Δεδομένου ότι οι τακτικές αποδοχές που λαμβάνουν οι μισθωτοί στο πλαίσιο εκτέλεσης της σύμβασης εργασίας τους υπόκεινται σε κοινωνικοασφαλιστικές εισφορές, γεννάται το ερώτημα σχετικά με το πότε είναι υποχρεωμένος ο εργοδότης να καταβάλλει ασφαλιστικές εισφορές και για τις παροχές που καταβάλλει στους εργαζομένους του οικειοθελώς.

Από τις οικείες διατάξεις της νομοθεσίας, προκύπτει ότι κατά τη λειτουργία της συμβάσεως μισθώσεως εργασίας, στον όρο «αποδοχές», εκτός από το νόμιμο ή/και συμφωνημένο μισθό, συμπεριλαμβάνεται και κάθε πρόσθετη παροχή που καταβάλλει τακτικά ο εργοδότης στους μισθωτούς, είτε αυτή συνίσταται σε χρήμα είτε σε είδος που έχει περιουσιακή αξία, και η οποία δίνεται στον εργαζόμενο χάριν της εργασίας του και ως αντάλλαγμα για αυτήν. Στον αντίποδα, έχει κριθεί νομολογιακά, ότι δεν εμπίπτει στην έννοια των αποδοχών ό,τι καταβάλλεται προς απόδοση δαπανών που πραγματοποίησε ο μισθωτός κατά την εκτέλεση της εργασίας του ή για την εξυπηρέτηση των λειτουργικών αναγκών της επιχείρησης. Τέτοιου είδους παροχές, θεωρούνται ενδεικτικά:

  • α. το επίδομα κατοικίας, όταν δεν προβλέπεται από Σ.Σ.Ε. και δεν καταβάλλεται σε χρήμα για μεγάλο χρονικό διάστημα και
  • β. το μεσημεριανό φαγητό που παρέχεται στους εργαζομένους κατά το ολιγόωρο διάλειμμα στην εργασία τους.

Ωστόσο, το κοινωνικοασφαλιστικό δίκαιο, εξειδικεύει και ορίζει σαφώς τον όρο «αποδοχές» στα πλαίσια της κοινωνικής ασφάλισης, χωρίς να αφήνει περιθώρια διαφορετικής ερμηνείας. Έτσι, σύμφωνα με τις οικείες διατάξεις του, ως ημερήσιος μισθός επί του οποίου υπολογίζονται οι εργοδοτικές εισφορές νοούνται όλες οι παροχές που καταβάλλει ο εργοδότης, είτε είναι σε χρήμα είτε σε είδος, όπως αποτιμώνται οι τελευταίες σε χρήμα με τις αποφάσεις του ΔΣ του ΙΚΑ. Ωστόσο, ορισμένες έκτακτες παροχές, οι οποίες προσδιορίζονται περιοριστικά στον Κανονισμό Ασφαλίσεως του ΙΚΑ, εξαιρούνται από τον παραπάνω κανόνα λόγω του κοινωνικού τους χαρακτήρα, και εξ αυτού του λόγου δεν υπόκεινται σε ασφαλιστικές εισφορές. Σύμφωνα, λοιπόν, με το οικείο άρθρο του Κανονισμού, ως μισθός επί του οποίου υπολογίζεται η εισφορά νοείται το χρηματικό ποσό που έχουν συμφωνήσει εργοδότης και μισθωτός, καθώς και:

  • α. Τυχόν ποσοστά ή πρόσθετες χρηματικές αμοιβές που χορηγούνται από τον εργοδότη στο μισθωτό, εκτός από τις ακόλουθες έκτακτες παροχές κοινωνικού χαρακτήρα:
    • Δώρα λόγω γάμου του ασφαλισμένου ή των τέκνων του ή λόγω γεννήσεως τέκνου του ασφαλισμένου.
    • Βοηθήματα λόγω θανάτου ασφαλισμένου στην οικογένειά του.
  • β. Τυχόν χρηματικά ποσά που καταβάλλουν κατά συνήθεια τρίτοι (φιλοδωρήματα ή άλλης φύσεως αμοιβή), όπως αυτά υπολογίζονται βάσει πινάκων που ισχύουν στην επιχείρηση.
  • γ. Τυχόν παροχές σε είδος (κατοικία, τροφή, θέρμανση), όπως αυτές αποτιμώνται βάσει των ισχύοντων πινάκων.

Ειδικά, όσον αφορά τις οικειοθελείς παροχές του εργοδότη, τόσο η θεωρία όσο και η δικαστηριακή πρακτική χρησιμοποιούν συγκεκριμένα κριτήρια, προκειμένου να διαπιστωθεί, αν οι πρόσθετες παροχές που καταβάλλει οικειοθελώς ο εργοδότης στους εργαζομένους συνιστούν τακτικές αποδοχές. Τέτοια κριτήρια συνιστούν η συχνότητα και η διάρκεια καταβολής των παροχών και η συνδρομή τους ή όχι, έχει μεγάλη σημασία, καθώς σε περίπτωση κατάφασης της ύπαρξής τους, οι οικειοθελείς παροχές του εργοδότη λογίζονται ως τακτικές αποδοχές και ως τέτοιες, λαμβάνονται υπόψη κατά τον υπολογισμό των διαφόρων επιδομάτων ή του ύψους της οφειλόμενης αποζημίωσης, σε περίπτωση τερματισμού της εργασιακής σχέσης.

Αντίθετα, στο δίκαιο της κοινωνικής ασφάλισης, ο χαρακτηρισμός μιας οικειοθελούς παροχής ως υποκείμενης σε ασφαλιστική εισφορά εξαρτάται μόνο από το εάν η εν λόγω παροχή εμπίπτει ή όχι στις προαναφερθείσες εξαιρέσεις του Κανονισμού του ΙΚΑ και όχι από το αν η εν λόγω παροχή καταβάλλεται οικειοθελώς ή όχι, τακτικά ή εκτάκτως- στοιχεία ουσιώδη στο εργατικό δίκαιο.

Καταλήγοντας, με δεδομένο ότι οι κανόνες που διέπουν το δίκαιο της κοινωνικής ασφάλισης είναι αναγκαστικοί, είναι περισσότερο από προφανές ότι το περιεχόμενο του όρου των οικειοθελών παροχών ρυθμίζεται αποκλειστικά στο πλαίσιο του κοινωνικοασφαλιστικού δικαίου. Έτσι, λοιπόν, το τι συνιστά αποδοχή υποκείμενη σε ασφαλιστική εισφορά και το ποιες παροχές που καταβάλλονται από τη μεριά του εργοδότη εξαιρούνται από την εν λόγω υποχρέωσή του, προβλέπεται ρητά από το κοινωνικοασφαλιστικό δίκαιο, χωρίς να υπάρχει κανένα περιθώριο για διαφορετική ερμηνεία των όρων που αυτό εξειδικεύει.

Για περισσότερες πληροφορίες επί ζητημάτων σχετικών με εργασιακές σχέσεις επικοινωνήστε:
E: [email protected]
T: 210-6431387
F: 210-6460313