Το σύστημα Συνεχιζόμενης Επαγγελματικής Κατάρτισης (ΣΕΚ) της χώρας είναι αναποτελεσματικό, παρά το γεγονός ότι έχει στηριχθεί με σημαντικούς πόρους. Αυτό επισημαίνεται στη νέα μελέτη του Ινστιτούτου Μικρών Επιχειρήσεων (ΙΜΕ) της ΓΣΕΒΕΕ που δόθηκε χθες στη δημοσιότητα, ενώ παράλληλα αναφέρεται ότι οι λειτουργίες του συστήματος ΣΕΚ «υπερκαθορίζονται πρωτίστως από την επιδίωξη βραχυπρόθεσμων στόχων, που συναρτώνται άμεσα με την απορρόφηση των διατιθέμενων ευρωπαϊκών πόρων και την ανάγκη επιλεξιμότητας των ενεργειών», γεγονός που μοιραία οδηγεί σε σημαντικές εκπτώσεις στην ποιότητα των διαδικασιών του συστήματος.

Το ΙΜΕ εκτιμά ότι δεν λειτουργούν αποδοτικά οι ‘δικλείδες ασφαλείας’ που έχουν τεθεί για τη διασφάλιση της ποιότητας του συστήματος ΣΕΚ, το σύστημα αξιολόγησης των προγραμμάτων και των παρόχων ΣΕΚ είναι ελλειμματικό, ενώ καθένας από τους κρίσιμους παράγοντες που παρεμποδίζουν την εφαρμογή ποιοτικών προγραμμάτων ΣΕΚ «είναι εξαιρετικά σύνθετος, επιδέχεται αρκετές εύλογες ερμηνείες και ταυτόχρονα αλληλεξαρτάται από τους άλλους».

Όπως επισημαίνεται στη μελέτη, «το ελληνικό σύστημα ΣΕΚ, αν και περιέχει ορισμένα θετικά στοιχεία στο θεσμικό επίπεδο και κατορθώνει να απορροφά σημαντικούς ευρωπαϊκούς πόρους, δεν προσφέρει ποιοτική κατάρτιση και επαγγελματικά εφόδια παρά μόνο σε πολύ μικρό βαθμό. Συνεπώς χρειάζεται ριζική αναδιαμόρφωση και αναβάθμιση, προκειμένου να λειτουργήσει αποδοτικά και να μπορέσει, μετά τη μείωση της ευρωπαϊκής χρηματοδότησης – που αναμένεται να συμβεί σε λίγα χρόνια – να είναι βιώσιμο και να ασκεί τον ουσιαστικό ρόλο του, που συνιστά τη συμβολή στην οικονομική και κοινωνική ανάπτυξη της χώρας και στην προσωπική ανάπτυξη των καταρτιζομένων».

Καταλήγοντας, το ΙΜΕ αναφέρει ότι θεωρεί απαραίτητη μια ευρεία διαβούλευση μεταξύ των εκπροσώπων των κρατικών φορέων, των κοινωνικών εταίρων, των εμπειρογνωμόνων, των παρόχων, των στελεχών και εκπαιδευτών του πεδίου της ΣΕΚ, «καθώς επίσης μια επόμενη εκτενή ερευνητική προσέγγιση με τη συμμετοχή όλων των ενδιαφερομένων, η οποία θα αποσκοπεί στη διατύπωση βραχυπρόθεσμων, μεσοπρόθεσμων και στρατηγικού χαρακτήρα προτάσεων παρέμβασης με στόχο την αναβάθμιση της ποιότητας του πεδίου και την εξασφάλιση της βιωσιμότητάς του».