Σύμφωνα με το Ινστιτούτο Εργασίας της ΓΣΕΕ και ενώ οι συνέπειες της πανδημικής κρίσης ήταν οριζόντιες σε όλες τις χώρες-μέλη της ΕΕ, η Ελλάδα ήταν μία από τις τέσσερις χώρες (μαζί με την Ισπανία, την Εσθονία και την Ουγγαρία) όπου δεν υπήρξε καμία ονομαστική μεταβολή του κατώτατου μισθού στη διάρκεια του 2020, σε αντίθεση με 17 χώρες-μέλη που αύξησαν τον κατώτατο μισθό. Ως εκ τούτου, προτείνει την επαναφορά του στα 751 ευρώ, η οποία όπως εκτιμά «θα βοηθήσει ώστε να βελτιωθούν οι συνθήκες διαβίωσης για ένα σημαντικό τμήμα εργαζομένων και να μειωθεί η ανασφάλεια και η επισφάλεια που διακρίνει σήμερα την αγορά εργασίας, αλλά και να ενισχυθεί η οικονομική και η κοινωνική σταθερότητα και ανάπτυξη».

Όπως τονίζει το ΙΝΕ-ΓΣΕΕ, για να είναι επαρκές το επίπεδο του κατώτατου μισθού θα πρέπει να αντιστοιχεί στο ύψος του μισθού αξιοπρεπούς διαβίωσης, καθώς επίσης και βάσει προτεινόμενης οδηγίας της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, κριτήριο αξιολόγησης της επάρκειας του κατώτατου μισθού θα πρέπει να αποτελεί η πραγματική αγοραστική δύναμή του. Σύμφωνα με τα ευρήματα σχετικής έρευνας η αγοραστική δύναμη του κατώτατου μισθού στην Ελλάδα είναι η 5η χαμηλότερη σε όλη την ΕΕ. Επιπλέον, η χώρα μας είναι το μόνο κράτος-μέλος το οποίο υπέστη απώλεια αγοραστικής δύναμης του κατώτατου μισθού σε σχέση με το επίπεδο του 2010 (-9,45%), όταν στα υπόλοιπα κράτη-μέλη υπήρξε πολύ μεγάλη αύξηση.

Η πρόταση του ΙΝΕ-ΓΣΕΕ για την προσαρμογή του κατώτατου μισθού το 2021, είναι να ανέλθει στα 751 ευρώ και στη συνέχεια να προσαρμοστεί στο 60% του διάμεσου μισθού βάσει των στοιχείων του ΟΟΣΑ, δηλαδή στα 809 ευρώ. Η αύξηση του κατώτατου μισθού εκτιμάται από το ΙΝΕ-ΓΣΕΕ ότι θα έχει θετική επίδραση στην οικονομική δραστηριότητα, «αφού θα ενισχύσει την εσωτερική ζήτηση». Όπως αναφέρει, «το 2021 και το 2022 το ονομαστικό ΑΕΠ εκτιμάται ότι θα αυξηθεί κατά 0,09% και 2,43% αντίστοιχα σε σχέση με το βασικό σενάριο, το οποίο υποθέτει ότι ο κατώτατος μισθός μένει αμετάβλητος. Το 2021 το πραγματικό ΑΕΠ εκτιμάται ότι θα είναι κατά 0,86% υψηλότερο από το βασικό σενάριο, ενώ το 2022 η αντίστοιχη διαφορά εκτιμάται ότι θα είναι της τάξης του 1,06%».