Η ανθεκτικότητα είναι ένας όρος που έχει λάβει ποικίλους ορισμούς. Αν επιχειρούσαμε μια ανασύνθεση των ορισμών αυτών, θα μπορούσαμε να πούμε ότι ανθεκτικότητα είναι η ικανότητα του ατόμου να επανέρχεται στην αρχική του κατάσταση και να προσαρμόζεται γρήγορα μετά από μία ατυχή συγκυρία, αποτυχία ή αντιξοότητα. Ωστόσο, οι ορισμοί της ανθεκτικότητας κρύβουν άλλο ένα σημαντικό στοιχείο, αυτό της ικανότητας του ατόμου να επανέρχεται στη δράση πιο δυνατός και να αναπτύσσεται μέσα από τις αντιξοότητες που ενδεχομένως συναντά στη ζωή του.
Σύμφωνα με τη βιβλιογραφία, η ανθεκτικότητα, μπορεί να καλλιεργηθεί και να εξελιχθεί μέσα στο χρόνο και είναι το αποτέλεσμα της αλληλεπίδρασης μεταξύ περιβαλλοντικών παραγόντων, όπως για παράδειγμα το υποστηρικτικό οικογενειακό περιβάλλον και προσωπικών χαρακτηριστικών, όπως η εσωτερική έδρα ελέγχου, η αισιοδοξία, η επιμονή, το χιούμορ, η επινοητικότητα, οι διαπροσωπικές δεξιότητες, η αυτεπάρκεια και η ενσυναίσθηση. Επίσης, ο Rutter (2007) επεσήμανε το μεταβλητό χαρακτήρα της ανθεκτικότητας και ανέφερε ότι ένα άτομο μπορεί να είναι ανθεκτικό απέναντι σε κάποιες καταστάσεις, αλλά όχι σε κάποιες άλλες. Τα στοιχεία αυτά υπογραμμίζουν το σύνθετο χαρακτήρα της ανθεκτικότητας, η οποία σύμφωνα με τους Stewart et al.(1997) συνίσταται στην ισορροπία μεταξύ στρεσογόνων παραγόντων και παραγόντων προστασίας, οι οποίοι μειώνουν το προκαλούμενο στρες.
Εκτός από την ατομική ανθεκτικότητα, το Chartered Institute of Personnel Development ανέδειξε την έννοια της οργανωσιακής ανθεκτικότητας, η οποία ορίζεται ως η ικανότητα του οργανισμού αφενός να αντεπεξέρχεται σε δυσκολίες και προκλήσεις που καλείται αντιμετωπίσει και αφετέρου να αναπτύσσει νέες ικανότητες και προδραστικές στρατηγικές. Η ανθεκτικότητα σε οργανωσιακό επίπεδο δεν είναι απλά το άθροισμα της ανθεκτικότητας των εργαζομένων, αλλά εξαρτάται κατά κύριο λόγο από τη δομή του οργανισμού και τον τρόπο που αλληλεπιδρούν τα επιμέρους συστήματα του.
Πιο συγκεκριμένα, βασικοί πυλώνες της οργανωσιακής ανθεκτικότητας είναι η ευελιξία στο εσωτερικό του οργανισμού, το αποτελεσματικό δίκτυο σχέσεων με το ευρύτερο κοινωνικό και θεσμικό περιβάλλον και φυσικά το στυλ ηγεσίας που θα στηρίξει έμπρακτα την ευελιξία και τις σχέσεις του οργανισμού με το περιβάλλον του. Παραμένοντας στο οργανωσιακό επίπεδο, η Coutu (2007) ανέδειξε τρία βασικά στοιχεία της οργανωσιακής ανθεκτικότητας, τα οποία περιλαμβάνουν τη ρεαλιστική αντιμετώπιση της πραγματικότητας, την αναζήτηση ενός βαθύτερου νοήματος όσον αφορά τη λειτουργία του οργανισμού, το οποίο προφανώς κρύβεται σε ένα σταθερό και κοινώς αποδεκτό σύστημα αξιών και την ικανότητα αυτοσχεδιασμού, δηλαδή της εξεύρεσης λύσεων ακόμα και όταν δεν υπάρχουν διαθέσιμοι όλοι ή και κανένας από τους απαραίτητους πόρους.
Η σημασία της ανθεκτικότητας για τους σύγχρονους οργανισμούς
Η σχέση της ανθεκτικότητας με το στρες που προκαλείται από περιβαλλοντικούς παράγοντες αναδεικνύει τη σημασία της στον οργανωσιακό χώρο. Ίσως η ανθεκτικότητα να είναι ένα από τα πιο απαραίτητα όπλα στη φαρέτρα του σύγχρονου εργαζομένου, προκειμένου αυτός να αντεπεξέλθει στους ποικίλους παράγοντες που μπορούν να του δημιουργήσουν στρες και τελικά να έχει την επιθυμητή απόδοση. Άλλωστε, οι αρνητικές επιδράσεις του στρες στην απόδοση του εργαζομένου και του οργανισμού (π.χ. λόγω χαμηλής απόδοσης, υψηλού turnover και absenteeism) έχουν αποδειχθεί πολλές φορές ερευνητικά.
Με δεδομένο, μάλιστα, ότι σήμερα, κυρίως λόγω της οικονομικής ύφεσης, το άγχος για τη διατήρηση της θέσης εργασίας, η ανασφάλεια και οι πιέσεις για ολοένα και καλύτερη απόδοση αποτελούν το σύνηθες μοτίβο της εργασιακής ζωής, η ανθεκτικότητα θα μπορούσε να θωρακίσει τους εργαζομένους έναντι αυτών των περιβαλλοντικών παραγόντων. Αν και δεν έχει επαρκώς τεκμηριωθεί ερευνητικά, υπάρχουν ενδείξεις για θετική συσχέτιση μεταξύ ατομικής ανθεκτικότητας, απόδοσης και φιλότιμης εργασιακής συμπεριφοράς (Organizational Citizenship Behavior).
Παράλληλα, η ικανότητα του οργανισμού να επιβιώνει αλλά και να βγαίνει δυνατότερος από τις δυσκολίες και τις προκλήσεις που ανακύπτουν (υψηλός ανταγωνισμός, ιλιγγιώδεις τεχνολογικές εξελίξεις, μείωση κερδών κ.λπ.) αναδεικνύεται ως όλο και πιο απαραίτητη δεδομένων των κλυδωνισμών στην εγχώρια αλλά και παγκόσμια οικονομία. Καθίσταται, επομένως, σαφές ότι η ανάπτυξη της ανθεκτικότητας τόσο σε ατομικό όσο και οργανωσιακό επίπεδο θα πρέπει να ενταχθεί στην ατζέντα των μάνατζερ, ενώ ο ρόλος της Διοίκησης Ανθρώπινου Δυναμικού ως στρατηγικού εταίρου προς την κατεύθυνση αυτή είναι βασικότατος.
Πρακτικές ανάπτυξης της ανθεκτικότητας
Όπως αναφέρθηκε και προηγουμένως η ανθεκτικότητα σε επίπεδο οργανισμού προϋποθέτει την ατομική ανθεκτικότητα, αν και αποτελεί μία κατά πολύ ευρύτερη έννοια. Επομένως, η ηγεσία του οργανισμού και ειδικότερα η Διοίκηση Ανθρώπινου Δυναμικού θα πρέπει να εστιάσει στην ανάπτυξη εκείνων των ικανοτήτων-χαρακτηριστικών, τόσο των εργαζομένων όσο και του οργανισμού, που θα «οικοδομήσουν» την ανθεκτικότητα.
- Σε ατομικό επίπεδο, πρακτικές όπως η γρήγορη και αποτελεσματική διάχυση της γνώσης, η ενθάρρυνση των εργαζομένων να υποβάλλουν προτάσεις και να συμμετέχουν στη λήψη αποφάσεων, οι ευρείες περιγραφές θέσεων, η ενδυνάμωση, η εκπαίδευση στελεχών για την αντιμετώπιση τυχόν κρίσεων, η «αποποινικοποίηση» των λαθών, το έγκαιρο και στοχευμένο feedback και η αξιολόγηση βάσει κριτηρίων όπως η δημιουργικότητα, η πρωτοβουλία και η ανάληψη ρίσκου μπορούν να δώσουν στους εργαζομένους κίνητρα και ευκαιρίες να αναπτύξουν την επινοητικότητά τους, την καινοτόμο σκέψη, την επιμονή, την αυτεπάρκεια και την ευελιξία τους, στοιχεία που αποτελούν βασικά συστατικά της ανθεκτικότητας.
- Σε επίπεδο οργανισμού, χαρακτηριστικά που θα μπορούσαν να συμβάλουν στην ανάπτυξη της ανθεκτικότητας είναι ένα ευρύ δίκτυο πελατών και προμηθευτών, η συνεχής ενημέρωση για τις εξελίξεις στο εγχώριο και διεθνές περιβάλλον, η ευελιξία στην προσέλκυση και επιλογή προσωπικού, η ποικιλομορφία του εργατικού δυναμικού, οι επίπεδες διοικητικές δομές, η ανοιχτή επικοινωνία και τα προσβάσιμα συστήματα πληροφόρησης. Ένας οργανισμός με τέτοια στοιχεία είναι πολύ πιο πιθανό να αντιληφθεί έγκαιρα μια επικείμενη κρίση ή αλλαγή στο εσωτερικό ή εξωτερικό περιβάλλον του και να την αντιμετωπίσει έγκαιρα τόσο χάρη στο άρτιο προσωπικό του, όσο και χάρη στους πόρους που θα μπορεί να εξασφαλίσει από το ευρύ δίκτυο σχέσεών του.
Φαίνεται, λοιπόν, ότι η ανθεκτικότητα ενός οργανισμού, ως μια ικανότητα που απορρέει από το συγκερασμό πολλών υλικών (π.χ. πληροφορικά συστήματα, δομές) και άυλων (π.χ. καινοτομία, γνώση, υποστηρικτικό κλίμα) πόρων του, είναι και αρκετά δύσκολο να αποκτηθεί. Ακόμη και αν ένας οργανισμός διαθέτει τους περισσότερους από τους απαραίτητους πόρους, είναι πιθανό να μην αναπτύξει ανθεκτικότητα, αφού αυτή προϋποθέτει το σωστό και αποτελεσματικό συνδυασμό των επιμέρους πόρων. Το γεγονός αυτό μπορεί να αποτελέσει μια πρόκληση για τους μάνατζερ, αφού η ανθεκτικότητα ίσως αποτελεί μία θεμελιώδη ικανότητα που μπορεί να οδηγήσει σήμερα έναν οργανισμό σε ένα κατά το δυνατόν διατηρήσιμο ανταγωνιστικό πλεονέκτημα και να του εξασφαλίσει την επιτυχία μέσα στο συχνά ταραχώδες οικονομικό, κοινωνικό και τεχνολογικό περιβάλλον.