Οι Συνολικές Προοπτικές Απασχόλησης διαμορφώνονται στο +16% για το δ’ τρίμηνο 2018

Σε συνέχεια της εποχικής προσαρμογής των δεδομένων, οι Συνολικές Προοπτικές Απασχόλησης ανέρχονται σε +16%, φτάνοντας στο υψηλότερο επίπεδο που έχει καταγραφεί εδώ και 10 και πλέον χρόνια. Τα σχέδια προσλήψεων διατηρούνται σχετικά σταθερά σε σύγκριση με το προηγούμενο τρίμηνο και βελτιώνονται κατά 2 ποσοστιαίες μονάδες σε σχέση με το αντίστοιχο τρίμηνο του προηγούμενου έτους. Ταυτόχρονα, οι εργοδότες προβλέπουν αύξηση του αριθμού απασχολουμένων και στους εννέα τομείς οικονομικής δραστηριότητας κατά το προσεχές τρίμηνο.

Η ισχυρότερη αγορά εργασίας αναμένεται να καταγραφεί στον τομέα του Εμπορίου, όπου οι Συνολικές Προοπτικές Απασχόλησης ανέρχονται σε +21%. Παράλληλα, οι εργοδότες του τομέα Ηλεκτρισμού, Φυσικού Αερίου & Ύδρευσης καταγράφουν αισιόδοξα σχέδια προσλήψεων, με Προοπτικές της τάξης του +20%, ενώ οι προοπτικές για τον τομέα των Χρηματοοικονομικών, Ασφαλειών, Ακίνητης Περιουσίας και Παροχής Υπηρεσιών προς Επιχειρήσεις ανέρχονται σε +19%. Ευνοϊκές προοπτικές προσλήψεων καταγράφονται για τον τομέα των Μεταφορών & Επικοινωνιών, όπου οι προοπτικές ανέρχονται σε +18%, καθώς και για τον τομέα των Κατασκευών, με Προοπτικές της τάξης του +17.

Παράλληλα, οι εργοδότες του τομέα της Γεωργίας καταγράφουν τις πιο επιφυλακτικές προθέσεις προσλήψεων, με Προοπτικές της τάξης του +5%. Οι εργοδότες επίσης αναμένουν αύξηση του αριθμού των απασχολουμένων και στις τέσσερις κατηγορίες μεγέθους οργανισμού κατά το προσεχές τρίμηνο. Οι εργοδότες των μεγάλων επιχειρήσεων αναμένουν δραστήριο ρυθμό προσλήψεων, καταγράφοντας Συνολικές Προοπτικές Απασχόλησης της τάξης του +36%, ενώ οι εργοδότες των μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων αναμένουν σταθερή αύξηση του αριθμού απασχολουμένων, με Προοπτικές της τάξης του +18% αμφότεροι.

Σε σύγκριση με το προηγούμενο τρίμηνο, οι προοπτικές προσλήψεων εμφανίζονται ενισχυμένες κατά 8 ποσοστιαίες μονάδες για τους εργοδότες των Μεγάλων επιχειρήσεων, και κατά 6 και 2 ποσοστιαίες μονάδες αντίστοιχα για τις Μικρές και Μεσαίες επιχειρήσεις. Ωστόσο, οι προοπτικές για τους εργοδότες των Πολύ Μικρών επιχειρήσεων εμφανίζονται μειωμένες κατά 4 ποσοστιαίες μονάδες. Σε διεθνές επίπεδο, η έρευνα της ManpowerGroup για το τέταρτο τρίμηνο αποκαλύπτει ότι αναμένεται κάποια αύξηση του αριθμού απασχολουμένων σε 43 από τις 44 χώρες και επικράτειες κατά το διάστημα από τον Οκτώβριο έως και τον Δεκέμβριο.

Η συνολική αυτοπεποίθηση των εργοδοτών δεν έχει αλλάξει σημαντικά σε σχέση με τα προηγούμενα τρίμηνα και παραμένει ανθεκτική. Οι περισσότεροι εργοδότες φαίνονται ικανοποιημένοι με τη μέτρια δραστηριότητα προσλήψεων καθώς έρχονται αντιμέτωποι με τις προκλήσεις που προκαλεί η μεταβολή των παγκόσμιων εμπορικών συνεργασιών και οι συνεχιζόμενες διαπραγματεύσεις αναφορικά με τους δασμούς.

Η παραγωγικότητα μιας οικονομίας δεν αντανακλά τις ώρες εργασίας του ανθρώπινου δυναμικού

Αυτό διαπιστώνεται αν διερευνηθεί πόσο παραγωγική είναι μία ώρα δουλειάς σε επιλεγμένες χώρες. Σύμφωνα με στοιχεία του ΟΟΣΑ, μία ώρα εργασίας με όρους ΑΕΠ αντιστοιχεί σε μόλις 34,8 δολ. στην Ελλάδα, όταν στην Ιρλανδία αντιστοιχεί σε 95,5 δολ., στη Νορβηγία σε 77,9 δολ., στις ΗΠΑ σε 69,6 δολ. και στη Γερμανία σε 68 δολάρια. Επίσης, οι Έλληνες φαίνεται να είναι πρωταθλητές σε ώρες εργασίας στην Ευρώπη, με τον μέσο Έλληνα να αφιερώνει στη δουλειά 2.035 ώρες τον χρόνο, όταν οι Γερμανοί εργάζονται μόλις 1.363 ώρες και οι Αμερικανοί 1.783 ώρες τον χρόνο.

Παράλληλα, υφίσταται η παγιωμένη αντίληψη ότι δεν υπάρχει άλλος δρόμος για σταδιοδρομία από τη σκληρή δουλειά και μάλιστα για πολλές ώρες. Σύμφωνα, ωστόσο, με έκθεση που δημοσιεύθηκε πρόσφατα από το City University του Λονδίνου, αναδείχθηκε ότι η πολλή δουλειά αποτελεί τροχοπέδη για την παραγωγικότητα και τη σταδιοδρομία σημειώνοντας ότι το μοντέλο εργασίας «ζω για να δουλεύω» παρεμποδίζει τις προοπτικές των στελεχών και βλάπτει την υγεία τους.

Η έκθεση παρουσίασε δεδομένα από περίπου 52.000 υπαλλήλους σε 38 διαφορετικές ευρωπαϊκές χώρες και κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η σκληρή δουλειά δεν φέρνει πάντα ανταμοιβές. Οι άνθρωποι χρειάζονται τόσο σωματική όσο και ψυχική ξεκούραση μεταξύ των καθηκόντων τους, αλλιώς μπορεί να τους καταβάλει το άγχος και η κόπωση, με σοβαρές επιπτώσεις στην παραγωγικότητα.

Μάλιστα, ένας από τους σημαντικότερους παράγοντες που εντοπίστηκε ότι επηρεάζει σε μεγάλο βαθμό την παραγωγικότητα ήταν η διακριτική ευχέρεια των εργαζομένων, δηλαδή η ευελιξία και η αυτονομία να επιλέξουν πότε θα ολοκληρωθεί μια εργασία.
Πιο συγκεκριμένα, οι εργαζόμενοι με μεγαλύτερη διακριτική ευχέρεια αναφέρουν χαμηλότερα επίπεδα άγχους και αυξημένη ικανοποίηση από την εργασία, ενώ τείνουν να συμμετέχουν και να δεσμεύονται περισσότερο, σύμφωνα με την έκθεση.

Στο +0,4% η απασχόληση στην Ευρωζώνη και την Ε.Ε.

Συγκεκριμένα, ο αριθμός των απασχολούμενων, σε τριμηνιαίο επίπεδο, ενισχύθηκε κατά 0,4% τόσο στην Ευρωζώνη όσο και στην Ε.Ε., έναντι αύξησης 0,4% και 0,5%, αντίστοιχα, στο α’ τρίμηνο του 2018. Παράλληλα, σε ετήσιο επίπεδο, οι απασχολούμενοι αυξήθηκαν κατά 1,5% στην Ευρωζώνη και κατά 1,4% στην Ε.Ε., ποσοστά σχεδόν αμετάβλητα σε σύγκριση με το προηγούμενο τρίμηνο.

Συνολικά, ο αριθμός των εργαζομένων εκτιμάται ότι ανήλθε σε 238,9 εκατ. στις χώρες της Ε.Ε., εκ των οποίων οι 158 εκατ. βρίσκονται στις χώρες της Ευρωζώνης. Η υψηλότερη τριμηνιαία βελτίωση της απασχόλησης καταγράφηκε στην Εσθονία (1,3%) και την Πολωνία (1,2%), αλλά και στην Κύπρο (1%). Αντίστοιχα, στην Ελλάδα, ο αριθμός των εργαζόμενων ενισχύθηκε κατά 0,8% έναντι του α’ τριμήνου του 2018 και κατά 1,5% έναντι του β’ τριμήνου του 2017.

Στο 19% η ανεργία το β’ τρίμηνο του 2018

Ταυτόχρονα, το ποσοστό ανεργίας διαμορφώθηκε στο 19%, με τον αριθμό των ανέργων να μειώνεται στα 905.983 άτομα, έναντι 21,2% του προηγούμενου τριμήνου (α’ τρίμηνο του 2018) και 21,1% του αντίστοιχου τριμήνου του προηγούμενου έτους (β’ τρίμηνο 2017). Ειδικότερα, στις γυναίκες το ποσοστό ανεργίας ήταν 23,7% και στους άνδρες 15,2%. Ηλικιακά, το μεγαλύτερο ποσοστό καταγράφεται στις ομάδες 15-19 ετών (48,9%) και 20-24 ετών (37,5%). Ακολουθούν οι ηλικίες 25-29 ετών (27%), 30-44 ετών (18,2%), 45-64 ετών (15,7%) και 65 ετών και άνω (10,1%).

Επιπρόσθετα, σε επίπεδο περιφερειών της χώρας, στις τρεις πρώτες θέσεις βρίσκονται η Δυτική Μακεδονία (27,1%), η Δυτική Ελλάδα (23%) και το Βόρειο Αιγαίο (21,7%). Ακολουθούν η Ήπειρος (21,2%), η Κεντρική Μακεδονία (20,9%), η Αττική (19,9%), η Θεσσαλία (18,9%), η Στερεά Ελλάδα (18,7%), η Ανατολική Μακεδονία-Θράκη (15,1%), το Νότιο Αιγαίο (14,5%), η Πελοπόννησος (14,2%), οι Ιόνιοι Νήσοι (13,2%) και η Κρήτη (11,5%). Όπως σημειώνεται, οι βασικοί λόγοι που σταμάτησαν οι άνεργοι να εργάζονται είναι είτε γιατί η εργασία τους ήταν περιορισμένης διάρκειας και τελείωσε (26,3%) είτε γιατί απολύθηκαν (24,7%). Το μεγαλύτερο ποσοστό των ανέργων (18,2%) εργαζόταν στον κλάδο του εμπορίου. Τέλος, το ποσοστό των ανέργων που δεν έχουν εργαστεί στο παρελθόν είναι 20,3%.