Σημείωμα της γράφουσας: «Μα νομίζεις ότι μπορείς να αλλάξεις τον κόσμο;»
«Ααα, πρέπει να σκληρύνεις, για να πετύχεις στον κόσμο των επιχειρήσεων!»
«Καλά, Κ.Κ.Ε. ψηφίζεις;»

11 πλέον τα κεράκια που σβήνω στην αγορά εργασίας και το δονκιχωτικό σύνδρομο, η αλλεργία προς την απάθεια και η επιθυμία για μια καλύτερη εργασιακή πραγματικότητα, ανεξαρτήτως χρώματος, επιμένουν. Κάπως έτσι γεννήθηκαν και συνεχίζουν να γεννιούνται οι ιστορίες JobBlow (διαβάζεται και ερμηνεύεται κατά βούληση και συνείδηση). Πραγματικά θα ευχόμουν να ήταν ολότελα δημιούργημα της φαντασίας μου. Όμως όλες προέρχονται από υπαρκτά πρόσωπα, από αληθινά περιστατικά του εργασιακού βίου πειραγμένα με μια δόση σουρεαλισμού, χιούμορ, κυνισμού, ίσως και μελαγχολίας...

Αγαπητό και πολυβασανισμένο ημερολόγιο,
Τελικά στη σύγχρονη επιβίωση, αν και μας την πέφτουν από παντού ότι πλέον η μόνη σταθερά είναι η αλλαγή, εγώ ζω παραδόξως μία συνεπέστατη σταθερότητα, σε βαθμό που καταντά ρουτίνα δηλαδή. Σχεδόν παντού στην ελληνική αγορά, με μαθηματική βεβαιότητα, δεν θα με εξυπηρετήσουν σωστά και θα προσπαθήσουν να με κλέψουν.

Για να σου εξηγήσω τι εννοώ, κάνω την εξής υπόθεση εργασίας: η γειτονιά μου είναι ο μικρόκοσμος της ελληνικής αγοράς, ίσως και κοινωνίας.
Ξεκίνησα σήμερα ευδιάθετη την ημέρα μου με σύντομη στάση στο συνοικιακό φούρνο κοντά στο γραφείο, για να ενισχύσω τη μικρομεσαία επιχείρηση σνομπάροντας τις αλυσίδες. Έχοντας διαλέξει τα κουλουράκια και τα σφολιατοειδή που προτιμώ, φτάνω στο ταμείο.

– «€ 6,90», μου λέει ο φούρναρης, «άρα σας το κάνω € 7. Χα Χα, σας κλέβω 10 λεπτά!» και προχώρησε ακάθεκτος με τα δημιουργικά μαθηματικά του.
Δεν θα πω ότι σοκαρίστηκα σε βαθμό που βγήκα απ’ το σώμα μου και βαδίζοντας προς ένα λευκό φως με έβλεπα από ψηλά, αλλά κάτι με χτύπησε και βουβάθηκα. Βγαίνοντας, προσπάθησα να δικαιολογήσω το γέλωτα τον προπετή που συνόδευσε την καθαρή κλεψιά, αλλά τα γονίδια του μπαμπά-δικηγόρου φαίνεται δεν τα έχω κληρονομήσει. Σίγουρα πάντως έχω κληρονομήσει το passive-aggressive και των δυο γονιών μου, καθότι άρχισα από μέσα μου να βρίζω και να λέω όσα δεν του είπα live.

Δεύτερη στάση στο βιβλιοπωλείο της γειτονιάς για χαρτιά Α4, με την ίδια διάθεση ενίσχυσης της μικρομεσαίας επιχείρησης. Το καταναλωτικό το μάτι, αν και λόγω κρίσης μια θολούρα την έχει, έπεσε και σε κάτι μαγνητάκια με έξυπνα συνθήματα και σκέφτηκα να «τσιμπήσω» ένα για το ψυγείο στο γραφείο.
Κοιτάω για τιμή, δεν τη βρίσκω.

– Πόσο κάνει παρακαλώ;
– Γράφει επάνω! (με ξεφύσημα η πωλήτρια).

 Ξανακοιτάζω, έχοντας αρχίσει να νιώθω το πέρασμα στην αντίπερα, aggressive όχθη. Πίσω από ένα μαγνητάκι έγραφε € 2,90. Με τη χαρά ότι το βρήκα πάω να το πω και τότε παρατηρώ ένα δεύτερο ταμπελάκι καταχωνιασμένο που έγραφε € 3,45.
– Συγγνώμη, αλλά εδώ βλέπω δυο τιμές. Ποια από τις δυο ισχύει; (με ύφος αδέκαστου κριτή).
– Το € 2,90 είναι λάθος! Έχει ξεμείνει από την εισαγωγή από το εξωτερικό (πανικόβλητη πετάγεται η ιδιοκτήτρια, πριν προλάβει να απαντήσει η πωλήτρια).
– Δηλαδή στο εξωτερικό είναι τόσο πιο φτηνά; (πετάω με ειρωνική διάθεση).
– Μα όχι δεν είναι αυτό. Η μετατροπή νομισμάτων φταίει.
– Μα σε ευρώ είναι και η άλλη ετικέτα. Ευρώ έχουμε κι εμείς. Εκτός αν ξέρετε κάτι για το μέλλον της Ελλάδας που δεν το ξέρουμε εμείς…(χωρίς να μπορώ να κρατήσω τα γέλια μου για την κωμωδία ηλιθίων)
– … (κενό από την άλλη πλευρά).

Πήρα τα Α4, αλλά την τόση κοροϊδία δεν την άντεξα. Εδώ παίζει ρόλο το timing που λένε. Αν είχα πάει πρώτα στο βιβλιοπωλείο και μετά στο φούρνο, ο αγώνας Μαγνητάκι – Σφολιάτα μπορεί να είχε άλλη έκβαση.


Το μεσημέρι αποφάσισα για delivery. Το κινέζικο φάνηκε να αργεί περισσότερο κι από την αγάπη και, αφού έκανα παράπονα και ακύρωσα την παραγγελία, για να δείξω στον εαυτό μου ότι δεν μασάω (κρέας τουλάχιστον), αποφάσισα για υγιεινή διατροφή και πετάχτηκα στο μανάβικο της γειτονιάς.

Μαραμένα τα μαρούλια, μαραμένες οι ρόκες… Ας όψονται οι Φιλιππινέζες της γειτονιάς που έχουν εξασκηθεί σε καλύτερο time management. Βλέπω ένα σαλατικό που είχα φάει στο εξωτερικό πολλές φορές.

– Α, εξαιρετικό! Να το προτιμήσετε.
Κοιτάζω, δεν έγραφε ημερομηνία.
– Δεν γράφει ημερομηνία παραγωγής και λήξης.
– Μα φυσικά όχι (ατάραχος). Κανένα δεν γράφει από όσα εισάγουμε από Ιταλία. Φρεσκότατο είναι, χτες το παραλάβαμε και έγινε ανάρπαστο.

Προσπαθώντας να επεξεργαστώ το «μα φυσικά όχι» και να πείσω τον εαυτό μου ότι πάνε για βρούβες οι ευρωπαϊκές οδηγίες, αποφάσισα να το πάρω, γιατί από την πείνα είχα αρχίσει να βλέπω τα μαρούλια λαχταριστά.

Και εκεί που είχα αρχίσει να με πείθω για το εξαιρετικό της επιλογής μου και είχα καταβάλλει τον οβολό μου, πιάνει η πολυλογία και η διάθεση για bonding τον μανάβη και ειρήσθω εν παρόδω μου λέει:
– Είναι καλύτερη αυτή η ιταλική εταιρεία. Η ελληνική που συνεργαζόμουν δεν είχε καλά προϊόντα. Σε μια μέρα χάλαγε η βαλεριάνα. Ενώ αυτή 4 μέρες την έχω και είναι μια χαρά.
Εκείνος, αν και μανάβης, δεν κατάλαβε την πατάτα. Εγώ πάλι έφαγα το αγγούρι μου και εν συνεχεία την βαλεριάνα μου με μισή καρδιά.

Ο συνάδελφός μου εισέπραξε το λογύδριο περί απατεωνιάς και έλλειψης επαγγελματισμού και προσπαθούσε να με ηρεμήσει.
– Όλοι τα ίδια είναι, τι να κάνουμε. Δεν μπορούμε να τους μποϋκοτάρουμε όλους. Ηρέμησε, θα πάω εγώ να φέρω γλυκό να ηρεμήσεις.
Και εκεί που προσπαθούσα να ηρεμήσω, να και επιστρέφει έξαλλος κι εκείνος. (Τελικά όσα περιοριζόμαστε μέσα στους τέσσερις τοίχους τόσο καλύτερα;).
– Ανέβηκε τραγικά η τιμή του προφιτερόλ από προχτές και, όταν το επισήμανα, μου είπαν ότι δεν ξέρω από ποιοτική σοκολάτα. Α να χαθούνε, θα κάνω παράπονα στα κεντρικά. Δεν αγόρασα τίποτα.

Ξετρυπώνοντας κάτι μπισκοτάκια από το ντουλάπι, αγαπητό ημερολόγιο, προσπαθήσαμε να προσπεράσουμε τον καταναλωτικό μας βιασμό και να αναζητήσουμε λύσεις.
Επειδή πάντα υπάρχει επιλογή, αποφασίσαμε τα εξής:
– να αγοράσουμε δυο μάτια κουζίνας στο γραφείο για διαλείμματα αποτοξίνωσης από το πολύ κομπιούτερ με εύκολες μαγειρικές συνταγές,
– να οργανώσουμε καλύτερα τον εβδομαδιαίο προγραμματισμό των αγορών και να αναζητήσουμε έντιμους επαγγελματίες έστω και πιο μακριά ώστε να μην εξαρτόμαστε από τους τοπικούς αγιογδύτες,
– να μιλάμε ως δυσαρεστημένοι πελάτες για τις εμπειρίες μας τόσο στους ίδιους τους κακούς επαγγελματίες όσο και σε άλλους ανήσυχους καταναλωτές,
– να διαχωρίσουμε το τι πραγματικά χρειαζόμαστε από το τι νομίζουμε ότι χρειαζόμαστε…

* Εν κατακλείδι, αποφασίσαμε το αναγκαίο νταβατζιλίκι που θα υποστούμε σε επίπεδο χώρας να το αποφύγουμε σε επίπεδο γειτονιάς τουλάχιστον…