Σημείωμα της γράφουσας: «Μα νομίζεις ότι μπορείς να αλλάξεις τον κόσμο;»
«Ααα, πρέπει να σκληρύνεις, για να πετύχεις στον κόσμο των επιχειρήσεων!»
«Καλά, Κ.Κ.Ε. ψηφίζεις;»

11 πλέον τα κεράκια που σβήνω στην αγορά εργασίας και το δονκιχωτικό σύνδρομο, η αλλεργία προς την απάθεια και η επιθυμία για μια καλύτερη εργασιακή πραγματικότητα, ανεξαρτήτως χρώματος, επιμένουν. Κάπως έτσι γεννήθηκαν και συνεχίζουν να γεννιούνται οι ιστορίες JobBlow (διαβάζεται και ερμηνεύεται κατά βούληση και συνείδηση). Πραγματικά θα ευχόμουν να ήταν ολότελα δημιούργημα της φαντασίας μου. Όμως όλες προέρχονται από υπαρκτά πρόσωπα, από αληθινά περιστατικά του εργασιακού βίου πειραγμένα με μια δόση σουρεαλισμού, χιούμορ, κυνισμού, ίσως και μελαγχολίας...

Γύρισε το κλειδί και άνοιξε την πόρτα. «Honey, I’m home!», φώναξε, απάντηση καμιά. Άναψε το φως και έβγαλε τα παπούτσια πριν προχωρήσει στα ενδότερα του διαμερίσματος. «Με είχε στρώσει για τα καλά», σκέφτηκε χαμογελώντας και για μία, μόνο για μία, στιγμή επέτρεψε στον εαυτό του να νιώσει νοσταλγία.

«Εμ, αυτά σου κάνουν οι αποτυχημένες συνεντεύξεις, αγόρι μου», φώναξε, για να ξυπνήσει από την αναπόληση, και κοιτώντας στον καθρέφτη το κουρασμένο πρόσωπό του έλυσε βιαστικά τη γραβάτα του. Πέταξε το ακριβό σακάκι στον καναπέ, αλλά σκεπτόμενος κατευθείαν ότι θα έπρεπε ο ίδιος να πασχίσει να το ανακτήσει ατσαλάκωτο την επόμενη ημέρα το σήκωσε μεμιάς και έτρεξε να το κρεμάσει. Το ίδιο και το παντελόνι.

Με ιδρωμένο, τσαλακωμένο πουκάμισο, μποξεράκι και κάλτσες επέτρεψε στο σαλόνι. «Μεγαλο-στέλεχος να σου πετύχει», μουρμούρισε, καθώς έπιασε μια φευγαλέα αντανάκλαση του παραμελημένου θεάματος στον καθρέφτη. Χύθηκε στον καναπέ. Δεν ήθελε να κάνει τίποτα για λίγο. Απλώς να κοιτάζει το ταβάνι…

Όταν ξανακοίταξε το rolex του, είχε περάσει μία ώρα. «Honey, πιάνεις ένα ουισκάκι; Ναι, με πάγο!», απάντηση καμιά. Σηκώθηκε και πήγε να βάλει ο ίδιος ένα ποτήρι ουίσκι. «Όχι, δεν σου λείπει, αγόρι μου. Απλώς ήταν βολική… όλα ήταν βολικά: να γυρνάς από το γραφείο στις 10 το βράδυ και να έχεις το φαγάκι σου, το ουισκάκι σου και το γρήγορο σεξάκι σου για εκτόνωση. Και θα τα ξαναβρείς. ΟΛΑ θα τα ξαναβρείς! ΌΛΑ! Όλα θα…» Επέτρεψε στη φωνή του να σπάσει για μία, μόνο για μία, στιγμή και ρούφηξε τη μύτη του νιώθοντας ντροπιασμένος.

Ξαναχύθηκε στον καναπέ και ήπιε δυο γερές γουλιές ουίσκι. Προσπαθούσε να ξαναπαίξει στο νου του τις ερωτο-απαντήσεις της συνέντευξης με κάθε λεπτομέρεια, γιατί αυτή ήταν η τρίτη επαγγελματική χυλόπιτα μέσα σε δυο βδομάδες και του ‘χε πέσει βαριά. «Γιατί σπουδάσατε το ‘να, πώς καταφέρατε τ’ άλλο, γιατί δεν μείνατε στο εξωτερικό, ποιο ήταν το σημαντικότερο project σας μέχρι σήμερα, πόσους διοικήσατε, πιάνατε τους στόχους…Και μέχρι εκεί ένιωθε βασιλιάς της εργασιακής ζούγκλας, έτοιμος να βρυχηθεί και να σαρώσει τα πάντα. Ώσπου έσκασε η επίφοβη ερώτηση: «Γιατί φύγατε από τη θέση του Οικονομικού Διευθυντή στην τελευταία εταιρεία όπου ήσασταν, χωρίς να έχετε βρει κάτι άλλο;». Κι εκεί, παρά τις πρόβες μπροστά στον καθρέφτη και τις συμβουλές των ειδικών, ξέχασε το αισιόδοξο ποιηματάκι «Είχε κλείσει ένας κύκλος και ένιωσα την ανάγκη να αναζητήσω νέες προκλήσεις!», τον πήρε το παράπονο και τα ξέρασε όλα, χωρίς να αναγκάσει τον ανακριτή του να του τσακίσει έστω ένα δαχτυλάκι.

Και δεν παρέλειψε τίποτα στη δραματικά γλαφυρή διήγησή του. Μίλησε για τα δυο αδέρφια-αφεντικά που συνεχώς διαφωνούσαν, για τη μέρα που πιάστηκαν στα χέρια μπροστά σε όλο το προσωπικό, για τα πολύωρα meetings όπου άκουγε βρισιές που είχε να ακούσει από το φανταριλίκι του, για τα απλήρωτα δάνεια της εταιρείας και τα φέσια σε προμηθευτές, για την αλκοολική κόρη του ενός αφεντικού, Διευθύντρια Προσωπικού μόλις στα 25 της, για τις μίζες στο διαγωνισμό του Δημοσίου, για τα ακατάβλητα μπόνους, για τα Σαββατοκύριακα δουλείας, για τα νεύρα που κουβαλούσε στο σπίτι, για τους ομηρικούς τσακωμούς με τη γυναίκα του και για τα χίλια μύρια βάσανα που υπέστη «Σε 8 ανυπόφορους μήνες που με κατέστρεψαν επαγγελματικά και προσωπικά! Πού κακόχρονο να ΄χουν!».

Κάνοντας την αποχαιρετιστήρια χειραψία με τη φανερά σοκαρισμένη συνεντεύκτρια, έχοντας ήδη ανοίξει διάπλατα την καρδιά του, θεώρησε πρέπον να της διηγηθεί και την αποφράδα μέρα που γύρισε σπίτι μεσάνυχτα και βρήκε, αντί για το συνηθισμένο χαρτάκι «Φαγητό στο φούρνο», το φιρμάνι «Θα σου τηλεφωνήσει ο δικηγόρος μου» από την «καργιόλα!!!».

Και κάπως έτσι, ταυτόχρονα με την αποχαιρετιστήρια χειραψία, αποχαιρέτησε δια παντός και έναν ακόμα πιθανό «κακόχρονο να ‘χει» εργοδότη. «Συστήνω διακοπές και ψυχοθεραπεία», του είπε η συνεντεύκτρια με βλέμμα συμπονετικό. Του μίλησε «από εμπειρία…μιας φίλης» για έναν μεγαλο-ψυχίατρο στο Κολωνάκι που ειδικεύεται στη midlife crisis άνεργων πρώην μεγαλο-στελεχών εταιρειών και «όλως τυχαίως» είχε και κάρτα του να του δώσει.

«Αυτό το «καργιόλα» μ’ έκαψε….τη δουλειά την είχα στο τσεπάκι…», τραύλισε κρατώντας στο ένα χέρι το μπουκάλι ουίσκι και στο άλλο την κάρτα του μεγαλο-ψυχιάτρου. Και κάπου εκεί αποκοιμήθηκε, χαμένος σε θολά όνειρα παλαιών μεγαλείων και οικογενειακής θαλπωρής. Οι δείκτες του rolex έδειχναν μόλις 17.30, έξω ήταν ακόμα μέρα.

* Σύμφωνα με πρόσφατη έρευνα μεγάλης συμβουλευτικής εταιρείας ένα από τα κύρια θέματα που απασχολούν τα ανώτατα στελέχη είναι το αίσθημα ανελευθερίας σε επιχειρησιακά περιβάλλοντα οικογενειοκρατίας. Αφιερωμένο στον Δ. και στον Τ. που διηγήθηκαν ανάλογες εμπειρίες, θέτοντας το ρητορικό midlife career ερώτημα: μετά την παραίτηση τι;