Σημείωμα της γράφουσας:
«Μα νομίζεις ότι μπορείς να αλλάξεις τον κόσμο;»
«Ααα, πρέπει να σκληρύνεις, για να πετύχεις στον κόσμο των επιχειρήσεων!»
«Καλά, Κ.Κ.Ε. ψηφίζεις;»
11 πλέον τα κεράκια που σβήνω στην αγορά εργασίας και το δονκιχωτικό σύνδρομο, η αλλεργία προς την απάθεια και η επιθυμία για μια καλύτερη εργασιακή πραγματικότητα, ανεξαρτήτως χρώματος, επιμένουν. Κάπως έτσι γεννήθηκαν και συνεχίζουν να γεννιούνται οι ιστορίες JobBlow (διαβάζεται και ερμηνεύεται κατά βούληση και συνείδηση). Πραγματικά θα ευχόμουν να ήταν ολότελα δημιούργημα της φαντασίας μου. Όμως όλες προέρχονται από υπαρκτά πρόσωπα, από αληθινά περιστατικά του εργασιακού βίου πειραγμένα με μια δόση σουρεαλισμού, χιούμορ, κυνισμού, ίσως και μελαγχολίας...
Εκνευρισμένος, με πρωινές κάψες που για άλλη μια φορά δεν θα προλάβαιναν να εκτονωθούν, ο Αλέξης άρχισε να ντύνεται για το γραφείο. «Και Σαββατιάτικα και με κοστούμι!» αναφώνησε ξυπνώντας, εκτός από τη γυναίκα του, και μερικούς γείτονες. Το τηλεφώνημα του Διευθυντή του το προηγούμενο βράδυ τον είχε αναμφίβολα ταράξει. «Δε θα προσπαθήσω να μας χρυσώσω το χάπι με θεωρίες ενίσχυσης ομαδικού πνεύματος και ανάλογες αηδίες. Για να μας θέλει ο Μικρός του Μεγάλου, τα νέα είναι άσχημα».
Τρία χρόνια δούλευε ο Αλέξης στην εταιρεία, ζήτημα να τον είχε δει τρεις φορές τον Μεγάλο. Τη μία φορά πάντως που Διευθυντής επιάσθη σε οικονομικές ατασθαλίες και ξηλώθηκε συνοδεία μπάτσων, αφού είχε ήδη δαρθεί από τους μπράβους του Μεγάλου, σίγουρα δεν θα την ξεχνούσε και ο ίδιος και σύσσωμο το προσωπικό. Ο Μικρός του Μεγάλου, το Νο 2 της εταιρείας, ήταν πιο διακριτικός. Περιφερόταν καθημερινά στα γραφεία και εναλλασσόταν με δεινότητα αιλουροειδούς σε ρόλους bad cop – good cop.
Εν τω μέσω βρισιδίων και για το καθυστερημένο μετρό, ο Αλέξης έφτασε τρέχοντας στην εταιρεία. Όλη η ομάδα ήταν ήδη εκεί, κουστουμαρισμένη και κάθιδρη. Ο Διευθυντής του έδειχνε πιο χλωμός από ποτέ. «Η γυναίκα μου μού έδωσε πριν έρθω ένα χαπάκι για την πίεση καλού-κακού. Είμαι καλά πάντως, είμαι καλά!». Ο Μικρός του Μεγάλου εμφανίστηκε στις και πέντε με ύφος bad cop, πούρο και αθλητική εμφάνιση, έτοιμος για το σαββατιάτικο γκολφ του.
«Ευχαριστώ που ήρθατε, κύριοι. Θα μπω κατευθείαν στο ψητό, γιατί Σάββατο είναι, όλους μας περιμένουν οι οικογένειές μας. Ο Πρόεδρος, κύριοι, δεν χάρηκε καθόλου με τα νούμερα του προϋπολογισμού για το νέο έτος. Και μην ακούσω από κανέναν σας για διεθνή οικονομική κρίση και προβλήματα. Αυτά είναι για τους άλλους, όχι για μια εταιρεία-κολοσσό σαν και εμάς (υψώνοντας τη φωνή και χτυπώντας τη γροθιά στο τραπέζι). Θα πρέπει λοιπόν (με πιο ήρεμη φωνή και στυλ εργατοπατέρα) να τα ξαναφτιάξετε…παιδιά μου. Αααα, δεν θέλω σχόλια και διακοπές (και ο Διευθυντής έμεινε με ένα άηχο «μα…» στο στόμα). Μορφωμένοι είστε.
Καλοπληρωμένοι για τα κριτήρια της αγοράς και είστε και θέλετε να παραμείνετε… έτσι δεν είναι; Θα βρείτε εσείς τον τρόπο σας έτσι; (τσιμπώντας το μάγουλο του Διευθυντή και ρίχνοντας ένα διπλό χαστουκάκι ενθάρρυνσης-καταστολής). Έχετε χρόνο όλο το Σαββατοκύριακο. Τη Δευτέρα το πρωί ο Πρόεδρος θα έρθει στο γραφείο του και θέλει να δει το νέο, θετικό προϋπολογισμό. Λοιπόν, σας εύχομαι ένα δημιουργικό Σαββατοκύριακο, παιδιά». Και το μπαλάκι του γκολφ μόλις είχε σκοράρει στον κώλο του Διευθυντή (και της ομάδας όλης).
Για λίγο επικράτησε σιωπή, μια σιωπή παγωμένη… Ο Αλέξης άναψε τσιγάρο, καναδυό άλλοι έλυσαν τις γραβάτες. Ο Διευθυντής παρέμενε ακούνητος και αγέλαστος στη θέση του. «Είστε καλά; Πείτε κάτι!». Ξεροκατάπιε έτοιμος να μιλήσει, αλλά και πάλι σιωπή. Στο δεύτερο ταρακούνημα ψέλλισε: «Με συγχωρείτε για δυο λεπτά, πρέπει να κάνω ένα τηλεφώνημα».
Στη συνέχεια η υπόλοιπη ομάδα παρακολούθησε μέσα στη τζαμαρία του 5ου ορόφου δραματικές σκηνές βωβού κινηματογράφου. Ο Διευθυντής να βγαίνει στο μπαλκόνι, να λύνει τη γραβάτα του και να καλεί από το κινητό του. Ο Διευθυντής να ωρύεται, να χτυπιέται και ξαφνικά να κλαίει γοερά. Σε αυτό το σημείο ένας από την ομάδα τόλμησε να ανοίξει μια χαραμάδα τη τζαμαρία και φράσεις απελπισίας πλημμύρισαν το γραφείο. «Να παραιτηθώ θέλω! Ποτέ δεν τα ‘θελα τα αξιώματα εγώ. Ναι, θα πάω να καλλιεργώ χασισοφυτείες στο κτήμα μας στην Εύβοια. Τι θα πει έχω υποχρεώσεις ως σύζυγος και πατέρας; Να το ξεχάσεις, μωρή ξιπασμένη, το διαμέρισμα στην Κηφισιά. Και ο στούρνος η κόρη μας να αφήσει τα ιδιωτικά κολέγια και να τσακιστεί να πάει στο Τ.Ε.Ι. στου διαόλου τη μάνα που πέρασε. Χέστηκα για όλους σας! Τι θα πει ήξερες μια ζωή ότι ήμουν αδύναμος; Αδύναμος εγώ; Εγώ;;; Μετά από τόσα; Τι θα πει ο Άλλος θα σε είχε βασίλισσα?
Τι δικηγόρο και διαζύγια, ρε Λίτσα? Λίτσα, Λίτσα, μην μου το κλείσεις! Λίτσα λέω!». Όμως η Λίτσα το είχε ήδη κλείσει και ο Διευθυντής αποδιοργανωμένος και αντιμέτωπος με το ξαφνικό σενάριο τρόμου παραίτησης-διαζυγίου επανήλθε τηλεφωνικώς σε safe mode αρνιού. «Έλα ρε Λίτσα. Κατάλαβέ με μια φορά. Τι να κάνω κι εγώ; Τι να κάνω ε;» (εκεί επανήλθαν και οι λυγμοί). «Με ξέσκισε πριν ο Μικρός του Μεγάλου. Μπροστά σε όλους…και χωρίς βαζελίνη. Ναι, πες μου εσύ, μωρό μου. Εσύ ξέρεις πάντα καλύτερα. Ναι, ναι. Α! (αναθαρρυμένος) Έξυπνο αυτό. Ναι, ναι, μωρό μου. Σε μια ωρίτσα το πολύ θα είμαι σπιτάκι μας. Ναι, ναι, ζουζούνα μου, ναι!».
Σε κλάσματα δευτερολέπτου είχε δέσει τη γραβάτα του και είχε επιστρέψει στην αίθουσα με ακλόνητο ύψος μάνατζερ-ηγέτη. «Λοιπόν, κύριοι, ακούσαμε όλοι τι πρέπει να γίνει. Τι κάθεστε; Αρχίστε τους υπολογισμούς!(υψώνοντας τη φωνή και χτυπώντας τη γροθιά στο τραπέζι) Κανείς δεν θα φύγει αν δεν κλείσουμε το νέο προϋπολογισμό! Εμένα βέβαια, παιδιά μου, θα με συγχωρήσετε…(με πιο ήρεμη φωνή και στυλ εργατοπατέρα) Ανειλημμένες οικογενειακές υποχρεώσεις. Αλέξη, σε καθιστώ υπεύθυνο της ομάδας. Μην ξαφνιάζεσαι, πάντα σε θεωρούσα ικανό στέλεχος της επιχείρησης και ήρθε η στιγμή οι κόποι σου να ανταμειφθούν. Όχι, μην μιλάς. (και ο Αλέξης έμεινε με ένα άηχο «μα…» στο στόμα) Δεν χρειάζεται να με ευχαριστήσεις. Περιμένω αναφορά προόδου αύριο το πρωί. Για ό,τι χρειαστείτε, μπορείτε ανά πάσα στιγμή να με πάρετε στο κινητό. Ελπίζω να πιάνει βέβαια… (με ένα διακριτικό χαχανητό) Λοιπόν, στις επάλξεις, κύριοι (με αυστηρότητα). Τη Δευτέρα ο Πρόεδρος περιμένει αισιόδοξα αποτελέσματα!», κι έφυγε χτυπώντας τον Αλέξη συμπονετικά στην πλάτη.
Για λίγο επικράτησε σιωπή, μια σιωπή παγωμένη… Ο Αλέξης παρέμενε ακούνητος και αγέλαστος στη θέση του. «Είσαι καλά, ρε φίλε; Πες κάτι!».Ο Αλέξης ξεροκατάπιε έτοιμος να μιλήσει, αλλά και πάλι σιωπή. Στο δεύτερο ταρακούνημα ψέλλισε: «Με συγχωρείτε για δυο λεπτά, πρέπει να κάνω ένα τηλεφώνημα».
Στη συνέχεια η υπόλοιπη ομάδα παρακολούθησε ξανά μέσα από τη τζαμαρία του 5ου ορόφου νέες δραματικές σκηνές βωβού κινηματογράφου. Ο Αλέξης να βγαίνει στο μπαλκόνι, να πετάει τη γραβάτα του στο κενό και να καλεί από το κινητό του. Ο Αλέξης να ωρύεται, να χτυπιέται και ξαφνικά να κλαίει γοερά. Σε αυτό το σημείο η τζαμαρία είχε ξεμείνει ανοικτή από πριν και φράσεις απελπισίας πλημμύρισαν εκ νέου το γραφείο.
«Να παραιτηθώ θέλω! Ποτέ δεν τα ‘θελα τα αξιώματα εγώ. Ναι, θα πάω στην Καραϊβική να γίνω skipper. Τι θα πει τώρα χτίζω την καριέρα μου; Τι θα πει έχω υποχρεώσεις ως σύζυγος; Να το ξεχάσεις το διαμέρισμα στην Κηφισιά. Ποιο διαμέρισμα στην Κηφισιά; Ξέρεις εσύ! Και όταν θα κάνουμε παιδιά σε Τ.Ε.Ι. θα πάνε, όχι σε ιδιωτικά κολέγια! Να ηρεμήσω; Εγώ; Και μόνο για αυτή τη γκρίνια σου σήμερα θα κοιμηθώ στο γραφείο. Γιατί έτσι γουστάρω! Τ’ ακούς, μωρή; Τι; Τι θα πει έχεις πιάσει γκόμενο, Μαρία; Τι θα πει ο Άλλος έχει πάντα χρόνο για σένα και θα βγείτε μαζί σήμερα; Μην το κλείσεις είπα! Μαρία! Μαράκι μου!». Όμως το Μαράκι το είχε ήδη κλείσει και παρά την επίμονη παραμονή του Αλέξη στο μπαλκόνι και τις απανωτές κλήσεις δεν το ξανασήκωσε.
Οι τρεις εναπομείναντες της ομάδας, σιωπηλοί ακροατές, παρακολουθούσαν το δράμα που δεν έλεγε να λάβει αίσιο τέλος. Τελικά ο Ορέστης σήκωσε τα μανίκια ξεφυσώντας και κίνησε για το γραφείο του. Στο δρόμο σκόνταψε και παραλίγο να πέσει. Σκύβοντας να διαπιστώσει την αιτία της παρ’ ολίγον πτώσης του αντίκρισε ένα μπαλάκι του γκολφ…
* Αφιερωμένο στον Μ. που δούλεψε τρία απανωτά Σαββατοκύριακα, επιτυγχάνοντας το «θαύμα»: να βγάλει θετικό προϋπολογισμό προς τέρψιν του δικού του Μεγάλου. Ο Ιησούς πώς τα κατάφερε με τους άρτους και τα ψάρια δηλαδή;