Παρά τις συνεχείς και σημαντικές αλλαγές στα εργασιακά ζητήματα το τελευταίο χρονικό διάστημα, στον ιδιωτικό τομέα το δικαίωμα στη χορήγηση άδειας και το επίδομα άδειας παραμένει προς το παρόν αμετάβλητο.

Σκοπός της ρύθμισης για την παροχή άδειας είναι να παρέχεται στον μισθωτό η δυνατότητα να «απέχει» για ένα διάστημα από την εργασία του και να ανανεώνει τις ψυχικές και πνευματικές του δυνάμεις, ώστε να μπορεί εν συνεχεία να αυξήσει την απόδοση και την παραγωγικότητά του. Ετήσια κανονική άδεια με πλήρεις αποδοχές και επίδομα άδειας δικαιούνται όλοι οι μισθωτοί στον ιδιωτικό τομέα, με σχέση εξαρτημένης εργασίας αορίστου ή ορισμένου χρόνου, ανεξαρτήτως της ειδικότητας και του τρόπου αμοιβής τους ή της νομικής μορφής του εργοδότη.

Σήμερα, τα σχετικά με τις άδειες θέματα ρυθμίζονται βασικά από τις διατάξεις του Α.Ν. 539/45 όπως τροποποιήθηκε και συμπληρώθηκε από μεταγενέστερους νόμους (Ν. 1346/1983, Ν. 3144/2003, 3227/2004, 3302/2004, 3846/2010).

Κάθε μισθωτός λοιπόν από την έναρξη της εργασίας του σε υπόχρεη επιχείρηση και μέχρι τη συμπλήρωση δώδεκα μηνών συνεχούς απασχόλησης, δικαιούται να λάβει ποσοστό της ετήσιας κανονικής άδειας με αποδοχές κατ’ αναλογία με το χρόνο εργασίας που έχει συμπληρώσει στην ίδια επιχείρηση. Το ποσοστό αυτό υπολογίζεται με βάση ετήσια άδεια 20 εργάσιμων ημερών, αν στην επιχείρηση ισχύει πενθήμερο σύστημα εργασίας, ή 24 εργάσιμων ημερών αν στην επιχείρηση ισχύει εξαήμερο σύστημα εργασίας.

Kατά το δεύτερο ημερολογιακό έτος, η άδεια φθάνει στο ύψος των 21 επί πενθημέρου και 25 επί εξαημέρου εργάσιμων ημερών, ενώ μετά τη συμπλήρωση δύο ετών απασχόλησης η άδεια αυξάνεται κατά μία ημέρα.

Όσον αφορά στους μερικώς απασχολούμενους μισθωτούς, σύμφωνα με το νέο νόμο 3846/2010, αυτοί έχουν δικαίωμα ετήσιας άδειας με αποδοχές και επίδομα άδειας με βάση τις αποδοχές που θα λάμβαναν κατά το χρόνο της άδειάς τους. Ο χρόνος κατά τον οποίο ο μισθωτός θα λάβει την άδειά του καθορίζεται με συμφωνία μεταξύ αυτού και του εργοδότη του, με την έναρξη κάθε νέου ημερολογιακού έτους και μπορεί να την λάβει μέχρι και το τέλος του ίδιου έτους.

Κατ’ αυτό τον τρόπο, ο εργοδότης υποχρεούται να χορηγήσει σε όλους τους μισθωτούς της επιχείρησής του την άδεια που δικαιούνται, πριν τη λήξη του ημερολογιακού έτους, έστω και αν αυτοί δεν την ζήτησαν, ενώ στο μισό τουλάχιστον προσωπικό οι άδειες πρέπει να δοθούν στο χρονικό διάστημα από 1ηςΜαΐου μέχρι 30ης Σεπτεμβρίου κάθε έτους.

Με ευθύνη του εργοδότη λοιπόν είναι υποχρεωτική η χορήγηση της άδειας, εντός του ημερολογιακού έτους κατά το οποίο την δικαιούται ο μισθωτός, ενώ σε περίπτωση μη χορήγησης αυτής λόγω υπαιτιότητας του εργοδότη, δηλαδή λόγω άρνησης, πταίσματος ή αμέλειας, ο εργοδότης υποχρεούται να καταβάλλει στον εργαζόμενο τις αντίστοιχες αποδοχές άδειας με προσαύξηση 100%.

Από το νόμο βέβαια δίνεται η δυνατότητα μη χορήγησης της άδειας σε μισθωτούς σε επιχειρήσεις ή εργασίες στις οποίες απασχολούνται μόνο μέλη της οικογένειας του εργοδότη, σε εργαζόμενους σε γεωργικές, κτηνοτροφικές, δασικές και ναυτιλιακές εργασίες, καθώς και στους διευθύνοντες υπαλλήλους των επιχειρήσεων, δηλαδή σε πρόσωπα διεύθυνσης, εποπτείας και εμπιστοσύνης.

Περαιτέρω, η άδεια πρέπει να χορηγείται ολόκληρη και μόνο κατ’ εξαίρεση επιτρέπεται η κατάτμηση του χρόνου άδειας εντός του αυτού ημερολογιακού έτους σε δύο περιόδους, εξαιτίας ιδιαίτερα σοβαρής ή επείγουσας ανάγκης της επιχείρησης, οπότε η πρώτη περίοδος της άδειας δεν μπορεί να περιλαμβάνει λιγότερες των έξι εργασίμων ημερών επί εξαήμερου εβδομαδιαίας εργασίας και των πέντε εργασίμων ημερών επί πενθήμερου.

Σύμφωνα με τον πρόσφατο νόμο 3846/2010, επιτρέπεται η κατάτμηση του χρόνου αδείας και σε περισσότερες των δύο περιόδων μετά από έγγραφη αίτηση του μισθωτού προς τον εργοδότη, εφόσον η μια περίοδος περιλαμβάνει τουλάχιστον δώδεκα εργάσιμες ημέρες επί εξαήμερου εβδομαδιαίας εργασίας και δέκα εργάσιμες ημέρες, επί πενθήμερου.

Τέλος κατά τη διάρκεια της άδειας ο μισθωτός δικαιούται να λάβει πέρα από τις συνήθεις αποδοχές που θα λάμβανε, εάν εργαζόταν και επίδομα αδείας, τα οποία προκαταβάλλονται στον μισθωτό πριν την έναρξη της άδειάς του.