Η ελληνική αγορά εργασίας αλλάζει ραγδαία, με τις επιχειρήσεις να καλούνται να προσαρμοστούν σε ένα νέο τοπίο το οποίο χαρακτηρίζεται από τεχνολογικές εξελίξεις, δημογραφικές προκλήσεις και την ανάγκη για διαρκή αναβάθμιση δεξιοτήτων. Αυτά είναι τα βασικά συμπεράσματα της έρευνας «Το μέλλον της εργασίας και των δεξιοτήτων στην Ελλάδα 2024-2030», η οποία εκπονήθηκε από το Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών, με την υποστήριξη της Ειδικής Γραμματείας Μακροπρόθεσμου Σχεδιασμού της Προεδρίας της Κυβέρνησης.

Παρουσιάστηκε δε στα μέλη του Συνδέσμου Ανθρώπινου Δυναμικού Ελλάδος (ΣΔΑΔΕ), την περασμένη Δευτέρα, 17 Φεβρουαρίου, από τον Ιωάννη Θάνο, Επίκουρο Καθηγητή, Τμήμα Οργάνωσης και Διοίκησης Επιχειρήσεων, ΟΠΑ και επιστημονικό υπεύθυνο της έρευνας. Ενδεικτικά, βρέθηκε ότι οι ελληνικές επιχειρήσεις αναμένεται να επηρεαστούν πρωτίστως από την υιοθέτηση νέων τεχνολογιών (92%), τη διεύρυνση της ψηφιακής πρόσβασης (89%), την εφαρμογή ESG προτύπων (75%), τις επενδύσεις στην «πράσινη» μετάβαση (73%) και τις κυβερνητικές ρυθμίσεις για τη χρήση data και τεχνολογίας (73%). Την ίδια στιγμή, οι τεχνολογικές εξελίξεις συνεχίζουν να μεταμορφώνουν το εργασιακό τοπίο με πρωτοφανή ταχύτητα, όμως η Ελλάδα εξακολουθεί να αντιμετωπίζει την ΤΝ και τις αυτοματοποιημένες διαδικασίες περισσότερο ως απειλή, παρά ως ευκαιρία.

Εργαζόμενος του μέλλοντος: Συνδυασμός soft skills και τεχνολογίας
Παράλληλα, η έρευνα αποκάλυψε ότι οι οκτώ στις 10 πιο σημαντικές δεξιότητες αφορούν στον ανθρώπινο παράγοντα και στην ανάπτυξη soft skills, με την προσαρμοστικότητα (agility) να βρίσκεται στην κορυφή. Οι υπόλοιπες δύο σχετίζονται με τεχνολογικές δεξιότητες, επιβεβαιώνοντας πως ο εργαζόμενος του μέλλοντος δεν θα είναι είτε «τεχνολογικός», είτε «ανθρώπινος», αλλά ένας συνδυασμός και των δύο. Η πολυγλωσσία, η οποία παλαιότερα θεωρούνταν βασικό προσόν για την εύρεση εργασίας, φαίνεται πλέον να υποχωρεί στη λίστα των προτεραιοτήτων, ενώ το learning mindset και η διαρκής εκπαίδευση αναδεικνύονται ως οι πιο πολύτιμες δεξιότητες. Άλλωστε, όπως συμφωνούν οι περισσότεροι συμμετέχοντες, μετά το 2030, θα απαιτηθούν νέες δεξιότητες οι οποίες δεν είναι ακόμη γνωστές, γεγονός το οποίο καθιστά απαραίτητη τη συστηματική επένδυση στη διά βίου μάθηση.