Η επιστροφή των εργαζομένων στα θρανία όχι μόνο δεν προκαλεί πλέον εντύπωση αλλά θεωρείται και απαραίτητη. Οι αλλαγές στις απαιτήσεις της αγοράς και το ανταγωνιστικό περιβάλλον εργασίας, στρέφουν τους επαγγελματίες προς αναζήτηση των εκπαιδευτικών εκείνων προγραμμάτων που θα τους επιμορφώσουν και θα τους εξειδικεύσουν ώστε να αναβαθμιστεί η θέση και η αξία τους στην αγορά. Τα τελευταία χρόνια, η κατάσταση σχετικά με τα ζητούμενα για μία επιτυχημένη καριέρα θα μπορούσε να χαρακτηριστεί «δισυπόστατη».
Από τη μία, στο παγκοσμιοποιημένο οικονομικό περιβάλλον, όσοι διεκδικούν μία καλή και προσοδοφόρα θέση, πρέπει να διαθέτουν ευρύτητα πνεύματος και να μπορούν να αξιολογούν τις ραγδαίες αλλαγές στον τομέα τους. Ταυτόχρονα, η εξειδίκευση του εργαζομένου θεωρείται απαραίτητη προκειμένου να εξασφαλιστεί η αποτελεσματικότητά του σε ένα συγκεκριμένο κλάδο.
Οι νέες γνώσεις και ειδικότητες που απαιτούνται λόγω της τεχνολογικής προόδου, οι αλλαγές στις ανάγκες των καταναλωτών, οι οργανωτικές μεταβολές αλλά και το κενό ανάμεσα στις γνώσεις και τις δεξιότητες που παρέχονται από το επίσημο εκπαιδευτικό σύστημα και σε αυτές που απαιτούνται από τις επιχειρήσεις, έχουν καταστήσει την εκπαίδευση των εργαζομένων αναγκαία προκειμένου οι εργαζόμενοι να γίνουν ανταγωνιστικοί και να μπορούν να ανταποκρίνονται ενεργά στις απαιτήσεις της αγοράς.
Μεταπτυχιακές σπουδές
Τα τελευταία χρόνια ολοένα και μεγαλύτερος αριθμός προγραμμάτων μεταπτυχιακών σπουδών προσφέρονται από εκπαιδευτικά, δημόσια και ιδιωτικά, ιδρύματα και διοργανώνονται είτε ξεχωριστά είτε με τη συνεργασία τμημάτων κάποιου πανεπιστημίου της Ελλάδας ή του εξωτερικού.
Οι σπουδές πέραν του επιπέδου των προπτυχιακών, οδηγούν σε διεθνώς αναγνωρισμένα μεταπτυχιακά προσόντα σε επίπεδο πιστοποιητικού (certificate), διπλώματος (diploma), μεταπτυχιακού διπλώματος (masters) και διδακτορικού (doctorate).
Τα μεταπτυχιακά προγράμματα ειδίκευσης έχουν κατά κανόνα επαγγελματικό προσανατολισμό, ενώ η εκπόνηση διδακτορικής διατριβής αποτελεί το στάδιο της προετοιμασίας για την ενασχόληση με ερευνητική δραστηριότητα.
Βασικές διακρίσεις των μεταπτυχιακών (Master) είναι τα MBA (Master of Business Administration), MA (Master of Arts), MSc (Master of Science), LLM, (Master of Law), MPhil (Master of Philosophy), Med (Master in Education ), MRes (Master of Research) και Master of Engineering (MEng).
Το «Δυνατό χαρτί»
Το MBA-Master of Business Administration, εξακολουθεί να κατέχει τα πρωτεία στον κλάδο των μεταπτυχιακών σπουδών και να προτιμάται από όσους θέλουν να διακριθούν επαγγελματικά στον τομέα των επιχειρήσεων. Πρόκειται για ένα πτυχίο γενικών προσόντων που προσφέρει στον κάτοχό του γνώσεις και ικανότητες διοίκησης, ανεξάρτητα από την ειδικότητα του πρώτου πτυχίου, δίνοντάς του την ευκαιρία να κάνει καριέρα σε οποιοδήποτε τομέα της οικονομίας ή της βιομηχανίας.
Έχει δηλαδή πολλές εφαρμογές σε στελεχιακό επίπεδο στην αγορά εργασίας (management, finance, marketing κτλ) και αποτελεί την πιο δημοφιλή επιλογή για τους επαγγελματίες που επιδιώκουν να εξασφαλίσουν ανώτερες διοικητικές θέσεις. Ένα σημαντικό χαρακτηριστικό του συγκεκριμένου μεταπτυχιακού, είναι ότι βασίζεται στην προηγούμενη εμπειρία του φοιτητή και συνήθως απαιτούνται 2 με 5 χρόνια εργασιακής εμπειρίας για την εισαγωγή στο πρόγραμμα.
Τα προγράμματα MBA εστιάζουν σε μία πιο πρακτική προσέγγιση στα θέματα του πραγματικού κόσμου των επιχειρήσεων. Χρησιμοποιώντας πρακτικές όπως η διαδραστική συμμετοχή, ενθαρρύνεται ο διάλογος μεταξύ των συμμετεχόντων ενώ οι συζητήσεις με ακαδημαϊκούς και practical experts και η δυναμική παρουσία διδασκόντων από τον «πραγματικό κόσμο» όπως σύμβουλοι, μάνατζερ CEOs κτλ, αποτελούν χαρακτηριστικά του MBA. Αυτή η αμφίδρομη και συλλογική προσέγγιση, ενισχύει την πολύτιμη ανταλλαγή εμπειριών, απόψεων, δεξιοτήτων και προσεγγίσεων επίλυσης προβλημάτων. Επιπλέον, χάρη στην ποικιλομορφία φοιτητών και διδασκόντων στο MBA, προκύπτουν ευκαιρίες δικτύωσης, γεγονός που αποτελεί ισχυρό πλεονέκτημα έναντι των άλλων μεταπτυχιακών προγραμμάτων.
Οι φοιτητές προσελκύονται από τα MBA προγράμματα εξαιτίας των δυνατοτήτων που αυτά προσφέρουν στην εκπλήρωση των προσδοκιών τους. Αυτό είναι ένα από τα ευρήματα της ετήσιας έκθεσης Global MBA® Graduate Survey του 2008 που διεξάγεται από τον παγκόσμιο μη κερδοσκοπικό εκπαιδευτικό οργανισμό, Graduate Management Admission Council ® (GMAC®). Ιδιαίτερα υψηλά είναι τα επίπεδα ικανοποίησης που δήλωσαν οι φοιτητές στην έρευνα, αναφορικά με τη συσχέτιση των σπουδών με τις προσδοκίες τους. Έτσι, η προσωπική ευχαρίστηση, η επιδίωξη να παραμείνουν ανταγωνιστικοί και η ανάπτυξη δεξιοτήτων, ήταν οι κυρίαρχες προσδοκίες των φοιτητών των μεταπτυχιακών προγραμμάτων MBA.
Παρά την κρίση, την περίοδο του 2008 όπου διεξήχθη η έρευνα, το ποσοστό αυτών που έψαχναν δουλειά και δέχτηκαν ή αποδέχθηκαν πρόταση για απασχόληση, είναι το μεγαλύτερο των τελευταίων έξι ετών (βλ. γράφημα 1).
Οι τομείς απασχόλησης που προσέφεραν θέσεις εργασίας σε κατόχους MBA ήταν αυτός της ενέργειας (69%), των κατασκευών (65%) και της τεχνολογίας (64%) και ακολουθούν οι τομείς της συμβουλευτικής (61%), της υγείας (60%) και των οικονομικών (58%) ενώ σε ακόμα μικρότερα ποσοστά προσφέρθηκαν θέσεις εργασίας από μη κερδοσκοπικές εταιρείες-κυβερνητικές οργανώσεις (50%) και από τον τομέα των προϊόντων και υπηρεσιών (51%).
Αν και ο μισθός εξαρτάται από διάφορους παράγοντες -χρόνια εργασιακής εμπειρίας, κόστος ζωής κ.τ.λ.- οι ποσοστιαίες αυξήσεις που αναμένουν οι φοιτητές των μεταπτυχιακών προγραμμάτων ΜΒΑ στο μισθό τους μετά την αποφοίτησή τους, σύμφωνα με την έκθεση του GMAC®, είναι 67% για τους αποφοίτους full time προγραμμάτων MBA, 48% για τους αποφοίτους των part time και 35% αύξηση στον προ αποφοίτησης μισθό για αυτούς που παρακολούθησαν executive MBA προγράμματα.
Ζήτηση μεταπτυχιακών
Η ζήτηση για μεταπτυχιακές σπουδές τα τελευταία χρόνια καταγράφει κατακόρυφη ανοδική πορεία. Δεδομένου του ανταγωνισμού της αγοράς εργασίας, ολοένα και μεγαλύτερος αριθμός εργοδοτών επιθυμεί ή ακόμα και απαιτεί την κατοχή ενός Μεταπτυχιακού Τίτλου σπουδών ως τυπική απόδειξη εξειδικευμένων γνώσεων και ικανοτήτων.
Όπως αναφέρει η Αλεξάνδρα Καώνη, Διευθύντρια Εταιρικών Υποθέσεων του New York College, o Γενικός Διευθυντής της UNESCO στη Σύνοδο του Όσλο υποστήριξε ότι η παγκόσμια οικονομική κρίση καθιστά τη συνεχή επένδυση στην εκπαίδευση σημαντικότερη από ποτέ, καθώς η επένδυση στο ανθρώπινο δυναμικό είναι ζωτικής σημασίας για τη μείωση της φτώχειας και την ενίσχυση του ρυθμού της οικονομικής ανάπτυξης. Συνεπώς, συμπληρώνει η Α. Καώνη, αναμένεται ότι η ζήτηση για μεταπτυχιακές σπουδές θα συνεχιστεί με έντονο ρυθμό.
Από τη Μελέτη με θέμα «Σύνδεση Εκπαίδευσης και Απασχόλησης: οι Πτυχιούχοι Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης στην αγορά εργασίας» που εκπονήθηκε για λογαριασμό της Μορφωτικής και Αναπτυξιακής Πρωτοβουλίας, προκύπτει ότι το ποσοστό ανεργίας είναι χαμηλότερο όσο υψηλότερο είναι το εκπαιδευτικό επίπεδο του ατόμου.
Όπως είναι λογικό, εκτός από την αρνητική συσχέτιση ανεργίας και εκπαίδευσης, παρατηρείται και ισχυρή θετική συσχέτιση μεταξύ ωριαίων αποδοχών και εκπαιδευτικού επιπέδου, τόσο για τους άνδρες όσο και για τις γυναίκες με εξαρτημένη σχέση εργασίας. Κατά συνέπεια, επιβεβαιώνεται η υψηλή ιδιωτική απόδοση της εκπαίδευσης, καταδεικνύοντας το αναμφισβήτητο όφελος κάθε νέου να επιδιώκει τη συνέχιση των σπουδών του. Ακόμη επιβεβαιώνεται το αυξημένο ατομικό όφελος από την περαιτέρω συνέχιση των σπουδών σε μεταπτυχιακό επίπεδο. Η διαπίστωση αυτή δικαιολογεί και ένα ακόμα εύρημα της μελέτης: κατά την περίοδο 1993-2007, ενώ ο συνολικός πληθυσμός εργάσιμης ηλικίας (15-64 ετών) αυξήθηκε μόλις κατά 7%, οι πτυχιούχοι τριτοβάθμιας εκπαίδευσης (Μεταπτυχιακά, ΑΕΙ και ΤΕΙ) αυξήθηκαν συνολικά κατά 87%. Ο αριθμός μάλιστα των κατόχων μεταπτυχιακών τίτλων σχεδόν εννεαπλασιάστηκε.
Όπως αναφέρεται σε άρθρο του Business Week, η περίοδος 2008-09 φαίνεται να είναι ιδανική για τις μικρότερες επιχειρήσεις που πάντα επιδίωκαν να προσελκύσουν αποφοίτους προγραμμάτων MBA. Λόγω των περικοπών – μείωση προσλήψεων στις μεγάλες επιχειρήσεις, τον κατεξοχήν εργοδότη επιλογής των κατόχων MBA, οι μικρότερες εταιρείες ενδέχεται να επωφεληθούν. Μάλιστα, λόγω της οικονομικής κρίσης, σε ορισμένα πανεπιστημιακά ιδρύματα, ιδιαίτερα αυξημένη φαίνεται να είναι η ζήτηση για μεταπτυχιακές σπουδές. Συγκεκριμένα, στο UCL η αύξηση έφτασε στο 21% σε σχέση με πέρυσι ενώ και η ζήτηση για online μεταπτυχιακά προγράμματα του Birkbeck, αυξήθηκε έως και 36%.
Η ορθή απόφαση
Καθώς τα προγράμματα μεταπτυχιακών σπουδών που προσφέρουν ελληνικά και διεθνή εκπαιδευτικά ιδρύματα είναι πολυάριθμα και ποικίλα, η επιλογή του κατάλληλου δεν είναι εύκολη υπόθεση. Ο ενδιαφερόμενος πρέπει να εξετάζει διάφορα κριτήρια προκειμένου να διασφαλίσει ότι αυτό που θα επιλέξει ανταποκρίνεται στο επίπεδο γνώσεων, τα ενδιαφέροντα και τις επαγγελματικές του προσδοκίες.
Ο ενδιαφερόμενος, πρέπει προτού ακόμα αποφασίσει ότι θα παρακολουθήσει μεταπτυχιακές σπουδές, να λάβει υπόψη του και να αξιολογήσει:
- αν είναι διατεθειμένος να αφιερώσει τον απαιτούμενο χρόνο και κόπο για την επιτυχή ολοκλήρωση ενός μεταπτυχιακού προγράμματος.
- αν οι μεταπτυχιακές σπουδές συνδέονται άμεσα με τους στόχους που έχει θέσει σε επαγγελματικό επίπεδο και τη σταδιοδρομία που επιδιώκει.
- αν η επαγγελματική εμπειρία που μπορεί να αποκτήσει αν δεν κάνει μεταπτυχιακές σπουδές, είναι σημαντικότερη για την επίτευξη των επαγγελματικών του στόχων.
Όταν, πλέον, έχει δώσει απαντήσεις σε αυτά τα ερωτήματα και έχει αποφασίσει ποια κατεύθυνση θέλει να ακολουθήσει, υπάρχουν και κάποιες άλλες παράμετροι που θα πρέπει μεταξύ άλλων να λαμβάνονται υπόψη, όπως:
- οι προϋποθέσεις εισαγωγής σε ένα μεταπτυχιακό πρόγραμμα.
- η δομή και η ερευνητική εργασία του μεταπτυχιακού προγράμματος που επιθυμεί να παρακολουθήσει ο υποψήφιος.
- οι τομείς που εξειδικεύονται οι καθηγητές του τμήματος που ενδιαφέρει τον υποψήφιο.
- ο βαθμός ζήτησης του προγράμματος που επιθυμεί να παρακολουθήσει ο υποψήφιος.
- το κόστος των διδάκτρων.
- η αξιολόγηση των δυνατοτήτων αξιοποίησης που προσφέρει το πρόγραμμα σε επαγγελματικό επίπεδο.
Από την άλλη και τα μεταπτυχιακά προγράμματα θέτουν ορισμένα κριτήρια κατά τη διαδικασία επιλογής των υποψήφιων φοιτητών που περιλαμβάνουν, μεταξύ άλλων, την αξιολόγηση του βαθμού του πρώτου πτυχίου, τη συνάφειά του αλλά και την προηγούμενη εργασιακή εμπειρία σε σχετικές με το αντικείμενο δουλειές.
HR Managers και μεταπτυχιακά
Σύμφωνα με την έρευνα του 2007 του Καθηγητή του Πανεπιστημίου Πειραιώς, Χαράλαμπου Κων. Κανελλόπουλου για τη Διοίκηση του Ανθρώπινου Δυναμικού και τα στελέχη της, το 48,7% του δείγματος των Υπεύθυνων Διοίκησης Ανθρώπινου Δυναμικού κατέχει μεταπτυχιακό τίτλο σπουδών.
Συγκριτικά, μάλιστα, με τις δύο προηγούμενες έρευνες του 1990 και του 2002-3, για πρώτη φορά παρατηρείται τα στελέχη HR που διαθέτουν μεταπτυχιακό τίτλο σπουδών να αποτελούν την πολυπληθέστερη κατηγορία του κλάδου. Συγκεκριμένα, ενώ στην έρευνα του 1990, το ποσοστό των HR managers με ανώτερο μορφωτικό επίπεδο ήταν λιγότερο από το 1/7 του συνόλου και το 2002-03 δεν ξεπερνούσε τα 2/7, στην προ διετίας έρευνα, οι μισοί σχεδόν υπεύθυνοι HR κατείχαν και μεταπτυχιακό τίτλο.
Η άνοδος είναι θεαματική αν αναλογιστεί κανείς ότι το ποσοστό των στελεχών του HR με μεταπτυχιακό χρειάστηκε 12 χρόνια (από το 1990 στο 2002-3) για να αυξηθεί κατά 88,1% ενώ από το 2003 στο 2007, μέσα σε τέσσερα δηλαδή μόλις χρόνια, αυξήθηκε κατά 71,5%. Σε σχέση μάλιστα με το 1990 η αύξηση των στελεχών με μεταπτυχιακό εκτοξεύεται στο 222,5%!
Από την έρευνα επιπλέον, διαπιστώνεται ότι από τα επίπεδα εκπαίδευσης των υπευθύνων του τμήματος Ανθρώπινου Δυναμικού (Λύκειο, Προπτυχιακό, Πτυχίο, Μεταπτυχιακό) το μόνο που παρουσιάζει συνεχή αύξηση μεταξύ των τριών ερευνών (1990, 2002-3 και 2007) και μάλιστα με επιταχυνόμενο ρυθμό είναι εκείνο των υπευθύνων HR με μεταπτυχιακές σπουδές (15,1%, 28,4% και 48,7% αντίστοιχα).
Μάλιστα η έρευνα έδειξε ότι το ποσοστό των κατόχων μεταπτυχιακού είναι ανάλογο με το μέγεθος των επιχειρήσεων, δηλαδή όσο αυξάνεται το μέγεθος των επιχειρήσεων τόσο αυξάνεται και το ποσοστό των υπεύθυνων HR με μεταπτυχιακό τίτλο σπουδών: στις μικρές επιχειρήσεις το ποσοστό είναι 41,3%, στις μεσαίες 50,8% και στις μεγάλες 51,9%). Από τα στοιχεία αυτά καθίσταται κατανοητό ότι όσο πιο σύνθετο γίνεται το περιβάλλον εργασίας στις επιχειρήσεις, τόσο καλύτερη και πιο εξειδικευμένη γνώση απαιτείται από τον υπεύθυνο HR, ώστε η διοίκηση να ασκείται αποτελεσματικότερα.
Εξετάζοντας μόνο τα μεταπτυχιακά στη Διοίκηση Επιχειρήσεων, από το συνολικό 27,9%, το μεγαλύτερο ποσοστό (13,5%) ανήκει στα εξειδικευμένα Masters στη Διοίκηση Ανθρωπίνων Πόρων, το 10,2% σε γενικό Master στη Διοίκηση Επιχειρήσεων (MBA) και το 4,2% σε ειδικά MSc Διοίκησης (π.χ. MSc in Marketing).
Στη μελέτη, επισημαίνεται ότι είτε εξετάζοντας το συνολικό ποσοστό των υπευθύνων HR με μεταπτυχιακό είτε το σύνολο των κατηγοριών ειδίκευσης και επιπέδου εκπαίδευσης, το 2007 το μεγαλύτερο ποσοστό των υπευθύνων του HR, είναι κάτοχοι εξειδικευμένου μεταπτυχιακού στη Διοίκηση Ανθρώπινου Δυναμικού (13,5%), όταν στην έρευνα του 2002-3 το μεγαλύτερο ποσοστό ήταν κάτοχοι γενικού MBA (16,5%) και οικονομικών ΑΕΙ (13,6%) ενώ το ποσοστό όσων κατείχαν εξειδικευμένο μεταπτυχιακό στη Διοίκηση Ανθρώπινου Δυναμικού, δεν ξεπερνούσε το 4,1%. Διακρίνεται, δηλαδή, μία μεγαλύτερη τάση των Υπεύθυνων Διοίκησης Ανθρώπινου Δυναμικού να είναι εξοπλισμένοι με ειδικότερες γνώσεις του επαγγέλματός τους.
Οφέλη μεταπτυχιακών για εργαζόμενους και εταιρείες
Συνδυάζοντας τη θεωρία με την πρακτική εφαρμογή και την έρευνα, τα μεταπτυχιακά προγράμματα που απευθύνονται σε στελέχη έχουν ως στόχο τη γρήγορη ενσωμάτωση και την άμεση εφαρμογή της μεταπτυχιακής εκπαίδευσης στο χώρο εργασίας.
Όπως υποστηρίζει η Α. Καώνη, η σύνδεση των σπουδών με την αγορά εργασίας δεν είναι ούτε άμεση, ούτε αυτονόητη. Το εκπαιδευτικό σύστημα, το πρόγραμμα σπουδών που πρέπει να δίνει έμφαση και στην ανάπτυξη των δεξιοτήτων απασχολησιμότητας, το διδακτικό προσωπικό και η κουλτούρα του εκπαιδευτικού φορέα, σε συνάρτηση με τα προσωπικά χαρακτηριστικά των αποφοίτων και τις ιδιαιτερότητες της αγοράς, είναι μερικοί από τους σημαντικότερους παράγοντες που επιδρούν στην απασχολησιμότητα των νέων αποφοίτων.
Μέσω ενός μεταπτυχιακού προγράμματος, οι γνώσεις που έχουν αποκτηθεί από την εργασιακή εμπειρία τεκμηριώνονται με την εξειδικευμένη θεωρητική κατάρτιση και ερμηνεύονται καλύτερα καταστάσεις που θεωρούνταν δεδομένες. Οι εμπειρικές, δηλαδή, γνώσεις που κατέχει ο εργαζόμενος «παντρεύονται» με τις αναγκαίες θεωρητικές.
Ειδικά για τα άτομα που ήδη εργάζονται, η απόκτηση ενός μεταπτυχιακού αποτελεί ανταγωνιστικό πλεονέκτημα και ισχυρό εργαλείο στις περιπτώσεις ανέλιξης, προαγωγών ακόμα και για τις προοπτικές αλλαγής καριέρας. Ακόμα, η εκπαίδευση σε μεταπτυχιακό επίπεδο βοηθά στην καλλιέργεια δεξιοτήτων που σχετίζονται με την κατανόηση της δομής και της λειτουργίας μίας επιχείρησης. Ενισχύεται η κριτική και αναλυτική σκέψη και αναπτύσσεται μία δημιουργική προσέγγιση επίλυσης προβλημάτων και λήψης αποφάσεων.
Επιπλέον, ενθαρρύνονται οι αποτελεσματικές ικανότητες επικοινωνίας και διαχείρισης χρόνου αλλά και η αξιολόγηση-εκτίμηση των αιτιών και αποτελεσμάτων που επιφέρουν οικονομικές και άλλες αλλαγές και προκλήσεις, όπως και η ενίσχυση του θεωρητικού υπόβαθρου των μάνατζερ που αναλαμβάνουν ή πρόκειται να αναλάβουν επιχειρηματικές ευθύνες. Μάλιστα, η αξία και αξιοπιστία ενός μεταπτυχιακού προγράμματος ενισχύεται όταν η σύνδεση του περιεχομένου του με τις ανάγκες της αγοράς εργασίας είναι στενή.
Οι επιχειρήσεις από την άλλη που ενισχύουν και υποστηρίζουν την εκπαίδευση των εργαζομένων τους, απολαμβάνουν κι αυτές οφέλη, όπως η διακράτηση των εργαζομένων, η μείωση των αποχωρήσεων αλλά κυρίως το ότι διαθέτοντας υψηλού εκπαιδευτικού επιπέδου προσωπικό, οι υπηρεσίες που προσφέρουν διακρίνονται από ποιότητα.
Πότε να το κάνω;
Αν και όσοι επιλέγουν να παρακολουθήσουν ένα μεταπτυχιακό, γνωρίζουν τα πλεονεκτήματα που προσφέρει και γενικά αναμένουν ότι θα τους ανοίξει νέες ευκαιρίες σταδιοδρομίας, υπάρχουν διάφορες σκέψεις σχετικά με το πότε πρέπει να το κάνουν. Έχει περισσότερο νόημα να συνεχίσουν τις μεταπτυχιακές σπουδές αμέσως μετά την απόκτηση του πρώτου πτυχίου ή είναι καλύτερα να αποκτήσουν πρώτα εργασιακή εμπειρία και μετά να επιλέξουν μεταπτυχιακό;
Υπάρχουν αρκετά επιχειρήματα που συνηγορούν υπέρ της άποψης του μεταπτυχιακού αμέσως μετά από τη λήψη του πρώτου πτυχίου. Για ποιο λόγο να περιμένει κάποιος αφού έχει ήδη αποφασίσει ποιο μεταπτυχιακό θέλει να παρακολουθήσει; Ίσως έτσι να θέτει σε κίνδυνο τα σχέδιά του. Μπορεί μεν να κερδίσει ένα δυο χρόνια εργασιακής εμπειρίας αλλά εντωμεταξύ να έχουν προκύψει θέματα όπως οικογένεια, υγεία, αλλαγές στην οικονομική κατάσταση κτλ. Ένας ακόμα επιχείρημα υπέρ του να παρακολουθήσει κανείς ένα μεταπτυχιακό αμέσως μετά το πρώτο πτυχίο είναι ότι βρίσκεται ήδη σε μία διαδικασία «μάθησης» και είναι σε «φόρμα» οι ικανότητες εκπαίδευσης.
Από την άλλη, πολλοί είναι οι απόφοιτοι που αποφασίζουν πρώτα να εργαστούν για λίγα χρόνια ώστε να αποκτήσουν μία «γεύση» από την πραγματική εικόνα της αγορά εργασίας και έπειτα να αποφασίσουν για το μεταπτυχιακό που θα ακολουθήσουν. Η απόκτηση εργασιακής εμπειρίας μπορεί να βοηθήσει στον καλύτερο προσδιορισμό του τρόπου με τον οποίο θέλει κανείς να επικεντρώσει τις μεταπτυχιακές του σπουδές.
Για παράδειγμα, ενδέχεται για κάποιον η εργασιακή εμπειρία να του δημιουργήσει την επιθυμία να ξεκινήσει, τελικά, τη δική του επιχείρηση. Έτσι, μπορεί να προτιμήσει να εγγραφεί σε ένα πρόγραμμα επιχειρηματικότητας που θα του διδάξει τα πλεονεκτήματα και τις επιχειρηματικές δεξιότητες και θα είναι επικεντρωμένο στις προκλήσεις που προκύπτουν κατά την έναρξη μίας επιχείρησης. Άλλωστε, δεν είναι λίγες οι -μεγάλες κυρίως- επιχειρήσεις που ζητούν από τα υποψήφια προς πρόσληψη στελέχη να έχουν πραγματοποιήσει μεταπτυχιακό μετά από μία πρώτη εργασιακή εμπειρία.
Στα θετικά της επιλογής για παρακολούθηση μεταπτυχιακού μετά από κάποια εργασιακή εμπειρία συγκαταλέγεται και η μεγαλύτερη αξία που μπορεί να πάρει κανείς από αυτό σε σχέση με κάποιον που συνεχίζει κατευθείαν την επιμόρφωσή του μετά τις προπτυχιακές σπουδές. Όταν κάποιος διαθέτει ορισμένα χρόνια εργασιακής εμπειρίας, αντιλαμβάνεται την πρακτική εφαρμογή της γνώσης που λαμβάνει σε πραγματικό εργασιακό περιβάλλον.
Επιπλέον, ενδέχεται να τον βοηθήσει να βάλει μία σειρά και να λύσει απορίες γύρω από το αντικείμενο εργασίας, το χώρο αλλά και τη συνεργασία μεταξύ συναδέλφων. Η εργασιακή εμπειρία μπορεί να διαδραματίσει σημαντικό ρόλο, ώστε η επιλογή του μεταπτυχιακού προγράμματος να προκύπτει έπειτα από σωστή εκτίμηση των αναγκών και κατόπιν ώριμης σκέψης προκειμένου να είναι χρήσιμος ο μεταπτυχιακός τίτλος. Άλλωστε, αποκτώντας εμπειρία στο εργασιακό περιβάλλον και βλέποντας τις ανάγκες που υπάρχουν στην αγορά εργασίας, είναι καλύτερα προετοιμασμένοι, ώστε να παρακολουθήσουν το μεταπτυχιακό εκείνο πρόγραμμα που θα τους προσφέρει μελλοντικά περισσότερες ευκαιρίες.
Προγράμματα προσαρμοσμένα στις ανάγκες του εργαζόμενου
Αρκετά είναι τα μεταπτυχιακά προγράμματα που προσφέρονται σε συγκεκριμένες ώρες και με τέτοια δομή, ώστε να μπορεί να το παρακολουθήσει ο εργαζόμενος που έχει επιβαρυμένο πρόγραμμα. Μάλιστα, σε μία εποχή όπου η σημασία της συνεχούς επιμόρφωσης και κατάρτισης είναι δεδομένη, πολλοί είναι οι εργαζόμενοι που αναγνωρίζουν την ανάγκη για την απόκτηση ενός μεταπτυχιακού εξειδίκευσης στη διάρκεια της καριέρας τους.
Έτσι, υπάρχουν προγράμματα που σχεδιάζονται με τέτοιο τρόπο, ώστε να προσαρμόζονται στους ρυθμούς των εκπαιδευόμενων εργαζόμενων. Τα ευέλικτα ωράρια και οι ημέρες παρακολούθησης όπως και η δυνατότητα εξ αποστάσεως παρακολούθησης, αποτελούν επιλογές τόσο για τους πολυάσχολους επαγγελματίες όσο και για όσους δε μένουν στα μεγάλα αστικά κέντρα.
Κατά βάση, τα μεταπτυχιακά προγράμματα πλήρους φοίτησης (full time), όπου ο φοιτητής σπουδάζει ουσιαστικά εντατικά και η πρωινή εργασία δεν είναι εύκολη, απευθύνονται συνήθως σε άτομα που δεν εργάζονται. Για αυτούς ωστόσο που έχουν μία εργασία και επιθυμούν παράλληλα να επιμορφωθούν, συνδυάζοντας εργασία και σπουδές, προσφέρονται μεταπτυχιακά προγράμματα μερικής φοίτησης (Part time). Εκεί, τα μαθήματα προσφέρονται σε απογευματινές ώρες ώστε να μπορούν οι εργαζόμενοι να τα παρακολουθούν χωρίς να χάνουν χρόνο από τη δουλειά τους ή ακόμα και σαββατοκύριακο ενώ συνήθως τα μαθήματα ανά εξάμηνο είναι λιγότερα επεκτείνοντας τη διάρκεια του μεταπτυχιακού.
Η Σημασία της Μεταπτυχιακής Εκπαίδευσης Σήμερα
Αν κάποιος ρίξει μια γρήγορη ματιά στις αγγελίες για θέσεις εργασίας που αφορούν σε θέσεις ευθύνης, διαπιστώνει πως ένας μεταπτυχιακός τίτλος σπουδών θεωρείται τουλάχιστον επιθυμητό, αν όχι απαραίτητο, προσόν για έναν υποψήφιο.
Στην ΑΤΤΙΚΟ ΜΕΤΡΟ Α.Ε. το ποσοστό των εργαζομένων που είναι πτυχιούχοι τριτοβάθμιας εκπαίδευσης αγγίζει το 80%, ενώ σχεδόν το 40% του ανθρώπινου δυναμικού μας κατέχει Μεταπτυχιακό ή Διδακτορικό τίτλο σπουδών κυρίως στις κατευθύνσεις των Μελετών και Κατασκευών.
Πιθανόν η Εταιρεία μας να μην είναι το αντιπροσωπευτικότερο παράδειγμα της αγοράς εργασίας μιας και οι απαιτήσεις ενός τόσο πολύπλοκου έργου, όπως αυτό της κατασκευής του Μετρό στην Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη, απαιτεί ιδιαίτερα εξειδικευμένο στελεχιακό δυναμικό.
Όσο όμως οι ραγδαίες αλλαγές των συνθηκών στις παγκόσμιες αγορές θα επιβάλουν τη στελέχωση με ανθρώπινο δυναμικό που θα διαθέτει την ικανότητα να επεξεργάζεται πολυάριθμες πληροφορίες και να παίρνει σε γρήγορο χρόνο τις κατάλληλες αποφάσεις, τόσο η δομή της ακαδημαϊκής κατάρτισης των περισσότερων εταιρειών θα μοιάζει με αυτή της ΑΤΤΙΚΟ ΜΕΤΡΟ Α.Ε.
Είναι κοινή πεποίθηση των περισσοτέρων στελεχών που ασχολούνται με την ανάπτυξη του ανθρώπινου δυναμικού πως η επένδυση στη γνώση είναι μια από τις πιο αποδοτικές διαδικασίες ενός οργανισμού.
Συνεπώς, η παροχή κινήτρων (κάλυψη εξόδων, ειδικές άδειες κλπ) στους εργαζόμενους που συμμετέχουν σε προγράμματα μεταπτυχιακών σπουδών θα πρέπει να είναι ψηλά στη λίστα προτεραιοτήτων κάθε εταιρείας.
Βαγγέλης Ντόλογλου, Αναπληρωτής Διευθυντής Διοικητικών Υπηρεσιών & Προϊστάμενος Ανθρώπινου ΔυναμικούΑΤΤΙΚΟ ΜΕΤΡΟ Α.Ε.