Οι επιχειρησιακές ανάγκες επιβάλλουν, πολλές φορές, τη μετατροπή των συμβάσεων πλήρους απασχόλησης σε μειωμένης. Ζητήματα ανακύπτουν αναφορικά με τις προϋποθέσεις και τους όρους νομιμότητας της ως άνω μετατροπής.

Κατά τη σύσταση της σύμβασης εργασίας ή κατά τη διάρκειά της, ο εργοδότης και ο μισθωτός μπορούν με έγγραφη ατομική σύμβαση να συμφωνήσουν για ορισμένο ή αόριστο χρόνο, εργασία, η οποία είναι μικρότερης διάρκειας της κανονικής (μερική ή διαλείπουσα απασχόληση). Μερική απασχόληση του μισθωτού νοείται εκείνη, κατά την οποία ο τελευταίος εργάζεται καθημερινώς επί χρόνο μικρότερου του κανονικού και λαμβάνει αναλόγως μειωμένο μισθό. Διαλείπουσα απασχόληση νοείται εκείνη, η οποία από τη φύση της και τις συνθήκες εργασίας ή βάσει όρου ατομικής σύμβασης, δεν παρέχεται όλες τις εργάσιμες μέρες του μήνα ασχέτως ωρών απασχόλησης.

Στην έννοια της διαλείπουσας απασχόλησης υπάγεται και η εκ περιτροπής απασχόληση, κατά την οποία προσφέρεται εργασία επί λιγότερες ημέρες την εβδομάδα αλλά με πλήρες ωράριο. Αντίθετα, αν η συμφωνία αφορά μόνο σε απασχόληση για μειωμένα χρονικά όρια εργασίας και δε συνοδεύεται από αντίστοιχα μειωμένες αποδοχές, τότε πρόκειται για συμφωνία πλήρους απασχόλησης με μειωμένα χρονικά όρια εργασίας, για την οποία οφείλεται το σύνολο των αποδοχών. Η συμφωνία για μειωμένο χρόνο εργασίας δεν εμπεριέχει αυτόματα και συμφωνία για καταβολή ανάλογα μειωμένων αποδοχών.

Απαραίτητη η συμφωνία των μερών
Η παροχή εργασίας με καθεστώς μερικής απασχόλησης προϋποθέτει συμφωνία των μερών. Δεδομένου, μάλιστα, ότι η συμφωνία για τη μερική απασχόληση περιλαμβάνει και την κατανομή των ωρών εργασίας στις ημέρες εργασίας, η απαγόρευση μονομερούς τροποποίησης του χρόνου εργασίας από τον εργοδότη, περιλαμβάνει και την απαγόρευση μεταβολής της κατανομής του χρόνου εργασίας στην περίοδο αναφοράς, ακόμα και αν συνολικά οι ώρες εργασίας παραμένουν οι ίδιες.

Εξαίρεση από την απαγόρευση μονομερούς επιβολής της μερικής απασχόλησης αποτελεί η μονομερής επιβολή από τον εργοδότη εκ περιτροπής εργασίας, όταν έχει επέλθει περιορισμός της δραστηριότητάς του και έχουν προηγηθεί διαβουλεύσεις με τους εκπροσώπους των εργαζομένων, χωρίς να απαιτείται αυτές να καταλήξουν σε συμφωνία. Για την κατάρτιση της σύμβασης αυτής, απαιτείται η έγγραφη συμφωνία για τη μερική απασχόληση, είτε είναι για ορισμένο ή για αόριστο χρόνο, είτε γίνεται με τη μορφή της μερικής απασχόλησης είτε της διαλείπουσας. Επομένως, η μεταβολή από τον εργοδότη των όρων της εργασιακής σύμβασης που συνίσταται στη μείωση των ωρών της ημερήσιας απασχόλησης του εργαζομένου και στην καταβολή μειωμένου μισθού, χωρίς να έχει τηρηθεί ο έγγραφος τύπος, δε συνιστά έγκυρη σύμβαση μερικής απασχόλησης.

Κατά συνέπεια, ο εργοδότης οφείλει το μισθό για την πλήρη απασχόληση, ακόμα και αν ο εργαζόμενος αποδέχθηκε την άτυπη μεταβολή και συνέχισε την παροχή εργασίας υπό τους όρους αυτής. Σε περίπτωση, βέβαια, που έχει συμφωνηθεί μεταξύ των μερών η μείωση των ωρών εργασίας αλλά όχι και του μισθού, δεν πρόκειται για μερική απασχόληση και, συνεπώς, η συμφωνία αυτή δεν απαιτείται να συναφθεί εγγράφως.

Αν συμφωνήθηκε να μεταβληθεί η πλήρης απασχόληση σε μερική με ταυτόχρονη λύση της συμβάσεως πλήρους απασχόλησης ή αν η μερική απασχόληση συμφωνήθηκε χωρίς να υπάρχει σύμβαση πλήρους απασχόλησης, τότε, εφόσον η συμφωνία αυτή, λόγω μη τήρησης του έγγραφου τύπου, είναι άκυρη, δε δύναται να θεωρηθεί ότι από αυτή γεννάται αυτομάτως έγκυρη σύμβαση πλήρους απασχόλησης, αλλά λόγω της ακυρότητας της σύμβασης θωρείται ότι υπάρχει απλή σχέση εργασίας με μερική απασχόληση.

Τι περιλαμβάνει η ατομική σύμβαση μερικής απασχόλησης;
Ελάχιστο περιεχόμενο της σχετικής ατομικής σύμβασης μερικής απασχόλησης αποτελούν τα στοιχεία της ταυτότητας των μερών, ο τόπος παροχής της εργασίας, ο χρόνος της απασχόλησης, ο τρόπος κατανομής και οι περίοδοι εργασίας, ο τρόπος αμοιβής, οι τυχόν όροι τροποποίησης της σύμβασης. Η σύμβαση πρέπει να γνωστοποιηθεί στην οικεία Επιθεώρηση Εργασίας, εντός 15 ημερών από την κατάρτιση της σύμβασης μερικής απασχόλησης και εντός 8 ημερών, αν πρόκειται για σύμβαση εκ περιτροπής εργασίας, διαφορετικά τεκμαίρεται ότι καλύπτει σχέση εργασίας πλήρους απασχόλησης.

Πάντως, σε περίπτωση που συμφωνηθεί ο χρόνος εργασίας να είναι μικρότερος του νομίμου αλλά με καταβολή πλήρους μισθού, τυχόν μεταγενέστερη αξίωση του εργοδότη να εργάζεται κατά το νόμιμο χρόνο με αυτό το μισθό, θεωρείται μονομερής βλαπτική μεταβολή των όρων της σύμβασης εργασίας του μισθωτού.