Αισιόδοξα εμφανίζονται τα αποτελέσματα της έρευνας που διεξήγαγε το τμήμα Οργανωτικής και Οικονομικής Ψυχολογίας του Παντείου Πανεπιστημίου Κοινωνικών και Πολιτικών Επιστημών, στο πλαίσιο πτυχιακής εργασίας, σε συνεργασία με την Grant Thornton.

Στόχος της εν λόγω έρευνας, η οποία πραγματοποιήθηκε σε πραγματικό περιβάλλον εργασίας, ήταν να διερευνηθεί αν και σε ποιο βαθμό παρατηρούνται μεροληψίες και διακρίσεις κατά τη διεξαγωγή της συνέντευξης αξιολόγησης και επιλογής προσωπικού.

Κατά τη διάρκεια της μελέτης, δεν παρατηρήθηκε διάκριση ως προς το φύλο και την ηλικία των υποψηφίων. Επίσης, δεν υπήρξε καμία αναφορά στις θρησκευτικές αντιλήψεις, τα πολιτικά πιστεύω, το δικαστικό ή ιατρικό ιστορικό των υποψηφίων.

Αναφορικά με την εμφάνιση, μόλις για το 10% των περιπτώσεων παρατηρήθηκαν θετικά σχόλια του συνεντευκτή και για το 5% αρνητικά.

Πάντως, το κάπνισμα αποτέλεσε κριτήριο επιλογής για τη θέση της γραμματείας, καθώς η πολιτική της εταιρείας δεν το επέτρεπε.

Στο 30% των συνεντεύξεων έγινε αναφορά στην οικογενειακή κατάσταση των υποψηφίων. Δεν υπήρξε, σύμφωνα με τα αποτελέσματα της έρευνας, μεροληψία που να σχετίζεται με το φαινόμενο «όμοιος με εμένα» κατά το οποίο ο συνεντευκτής πριμοδοτεί υποψηφίους το βιογραφικό, των οποίων παρουσιάζει κοινά στοιχεία με το δικό του. Μόλις σε ποσοστό 5% παρατηρήθηκε ένταση στη συζήτηση με υποψηφίους. Εντυπωσιακά ήταν τα αποτελέσματα της διερεύνησης της επίδρασης που είχε η πρώτη εντύπωση που σχημάτισε ο συνεντευκτής από τα βιογραφικά σημειώματα των υποψηφίων στην αξιολόγησή τους κατά τη συνέντευξη.

Δεν παρατηρήθηκε καμία μεροληψία σε βάρος των υποψηφίων με βάση τη σειρά διενέργειας των συνεντεύξεων. Η μη λεκτική επικοινωνία στο 95% των περιπτώσεων φάνηκε να συμβαδίζει με τα λεγόμενα των υποψηφίων και να ενισχύει την εικόνα που σχημάτιζε για εκείνους ο συνεντευκτής. Μόλις ένα 5% προσπαθούσε να προβάλει με το λόγο στοιχεία διαφορετικά από εκείνα που πρόδιδε η γενικότερη συμπεριφορά του.