Η απεργία αποτελεί νόμιμο δικαίωμα των εργαζομένων και τελευταία ασκείται όλο και πιο έντονα. Ολοένα και περισσότεροι εργαζόμενοι, επηρεαζόμενοι από την οικονομική ύφεση στην οποία βρίσκεται η Ελλάδα, βρίσκουν σαν διέξοδο επίλυσης των διαφορών τους την απεργιακή κινητοποίηση, αγνοώντας μεθόδους συλλογικών και ατομικών διαπραγματεύσεων, αναδεικνύοντας την απεργία σε πανάκεια των καιρών.
Μέσα σε αυτή τη συγκυρία, ο εργοδότης βρίσκεται πολλές φορές αντιμέτωπος με τα σωματεία, προσπαθώντας να αποτρέψει μια απεργιακή κινητοποίηση και να προστατεύσει την επιχείρησή του.
Ζήτημα γεννάται όμως, σχετικά με το ποιες είναι οι συνέπειες της νόμιμης απεργίας στην εργασιακή σχέση, καθώς τόσο ο απεργός θα πρέπει και να γνωρίζει εκ των προτέρων τις επιπτώσεις που θα έχει η συμμετοχή του σε μια απεργιακή κινητοποίηση όσο και ο εργοδότης, ο οποίος θα πρέπει να διασφαλιστεί από αυτή την αντίδραση των εργαζομένων.
Καταρχάς η συμμετοχή σε νόμιμη απεργία αναστέλλει τη λειτουργία συμβάσεως εργασίας από την πλευρά των κύριων υποχρεώσεων, δηλαδή την υποχρέωση παροχής εργασίας και την υποχρέωση καταβολής μισθού. Αξίζει να σημειωθεί, πως επειδή η συμμετοχή σε απεργία είναι άσκηση νόμιμου δικαιώματος (αρ 23 παρ 2 Συντάγματος) δεν είναι δυνατόν να αποτελεί αδικαιολόγητη αποχή από την εργασία.
Με άλλα λόγια, η συνδικαλιστική δράση του μισθωτού για νόμιμη προστασία των επαγγελματικών συμφερόντων της τάξης δεν δύναται να αποτελέσει αιτία καταγγελίας της σύμβασης εργασίας, με το αιτιολογικό της ικανοποίησης του αισθήματος εκδίκησης του εργοδότη λόγω της αναπτυχθείσης συνδικαλιστικής δράσης του. Η καταγγελία στην προκειμένη περίπτωση είναι άκυρη ως καταχρηστική.
Επιπλέον, κατά τη διάρκεια συμμετοχής ο μισθωτός- απεργός δεν υπόκειται στο διευθυντικό δικαίωμα, με αποτέλεσμα να αναστέλλεται η υποχρέωσή του προς συμμόρφωση στις οδηγίες και εντολές του εργοδότη του. Εξάλλου, σύμφωνα και με την παραγρ. 2 του άρθρου 14 του Ν.1264/1982 απαγορεύεται ρητά στους εργοδότες, ή σε πρόσωπα που ενεργούν για λογαριασμό τους και σε οποιονδήποτε τρίτο, να προβαίνουν σε κάθε πράξη ή παράλειψη που αποβλέπει στην παρακώλυση της άσκησης των συνδικαλιστικών δικαιωμάτων των εργαζομένων.
Συνεπακόλουθο της συμμετοχής του μισθωτού στην απεργιακή κινητοποίηση είναι και η αναστολή της ασφαλιστικής σχέσης του μισθωτού με το ασφαλιστικό του φορέα. Αυτό είναι λογικό αν αναλογιστεί κανείς ότι κατά τη διάρκεια της απεργίας δεν παρέχεται εργασία ούτε καταβάλλονται αποδοχές στον απεργό και έτσι δεν καταβάλλονται και οι ασφαλιστικές εισφορές στον ασφαλιστικό φορέα.
Βέβαια, η ασφαλιστική σχέση προϋποθέτει ενεργή σχέση εργασίας. Αν όμως, ο εργοδότης καταβάλλει στους απεργούς τις αποδοχές του χρόνου απεργίας, ουσιαστικά ο χρόνος απεργίας συνυπολογίζεται ως χρόνος ασφαλίσεως. Από την άλλη, γίνεται δεκτό ότι ο απεργός δικαιούται να καταβάλλει στον ασφαλιστικό φορέα το σύνολο των ασφαλιστικών εισφορών του χρόνου απεργίας και να θεωρηθεί ο τελευταίος ως χρόνος προαιρετικής ασφαλίσεως μετά από σχετική αίτηση του ενδιαφερόμενου στον ασφαλιστικό φορέα.
Επίσης, δεν αναστέλλεται η χορήγηση ασφαλιστικών παροχών για τη λήψη των οποίων ο απεργός έχει ήδη συμπληρώσει όλες τις προϋποθέσεις (πχ: δεν αναστέλλεται η καταβολή του οικογενειακού επιδόματος από το Διανεμητικό Λογαριασμό Οικογενειακών Επιδομάτων Μισθωτών). Εντούτοις, η συμμετοχή σε νόμιμη απεργία δεν αναστέλλει άλλες παρεπόμενες υποχρεώσεις της σχέσης εργασίας όπως την υποχρέωση πίστεως του μισθωτού και την υποχρέωση πρόνοιας του εργοδότη.
Συνεπώς, ο μισθωτός κατά τη διάρκεια της απεργίας δεν πρέπει να δυσφημεί την επιχείρηση, να παραβιάζει το καθήκον εχεμύθειας, να προβαίνει σε πράξεις ανταγωνισμού του εργοδότη κλπ. και αυτό γιατί ακόμα και σε χρόνο απεργίας διατηρείται στο ακέραιο η σχέση εργασίας μεταξύ εργοδότη- απεργού.
Τέλος, η συμμετοχή στην απεργιακή κινητοποίηση δεν αναστέλλει τη σχέση εργασίας του προσωπικού ασφαλείας, το οποίο υποχρεούται να διαθέσει η συνδικαλιστική οργάνωση που κήρυξε την απεργία, και κατά τη διάρκεια της απεργίας εξακολουθεί να υπόκειται στο διευθυντικό δικαίωμα.