Κατά τη διάρκεια περιόδων αστάθειας στις χρηματαγορές, οι επενδυτές χρησιμοποιούν συχνά τη φράση «το ρευστό είναι βασιλιάς» για να υποδηλώσουν τη σημασία της ρευστότητας σε ένα χαρτοφυλάκιο όταν οι τιμές των αξιόγραφων βρίσκονται σε πτωτική πορεία. Με τη φράση αυτή σίγουρα θα συμφωνούσαν και τα στελέχη των ελληνικών επιχειρήσεων εξαιτίας των σημαντικών προβλημάτων που αντιμετωπίζουν από τον συνδυασμό της πρωτοφανούς ύφεσης της Ελληνικής οικονομίας και της πιστωτικής συρρίκνωσης.

Η αύξηση του κύκλου εργασιών είναι αναμφίβολα ένα κριτήριο για την ικανότητα μιας επιχείρησης να αναπτύσσεται και να κερδίζει την εμπιστοσύνη των πελατών της. Ωστόσο, σε περιόδους οικονομικής ύφεσης, η άνοδος των επισφαλειών σε συνδυασμό με την αύξηση του κόστους χρηματοδότησης, επιδρούν αρνητικά στην τελική γραμμή των αποτελεσμάτων χρήσης και στις ταμειακές ροές. Δεδομένου ότι μόνο οι κερδοφόρες επιχειρήσεις είναι μακροπρόθεσμα βιώσιμες, γίνεται αντιληπτό ότι η αύξηση του μεριδίου αγοράς δεν αρκεί για να διασφαλισθεί το μέλλον μιας επιχείρησης.

Πώς μπορούν λοιπόν, τα στελέχη των ελληνικών επιχειρήσεων να πετύχουν την ανάπτυξη χωρίς να θέτουν σε κίνδυνο την κερδοφορία και τη ρευστότητα; Η απάντηση βρίσκεται στην εφαρμογή αποτελεσματικών διαδικασιών διαχείρισης κινδύνων. Η διαχείριση κινδύνων ξεκίνησε από τους χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς εξαιτίας της φύσης του αντικειμένου εργασιών αλλά και των εποπτικών απαιτήσεων. Τα τελευταία χρόνια η τάση αυτή επεκτάθηκε και στις μεγάλες επιχειρήσεις από άλλους κλάδους, οι οποίες συνειδητοποίησαν ότι η βιώσιμη ανάπτυξη περνά μέσα από τη συστηματική μέτρηση και παρακολούθηση των κινδύνων του ισολογισμού τους.

Για το λόγο αυτό, προχώρησαν στη δημιουργία ανεξάρτητων διευθύνσεων όπως π.χ. πιστωτικού ελέγχου (credit control) ή μονάδων μέσα σε υφιστάμενες διευθύνσεις όπως την οικονομική, με αρμοδιότητα την εξασφάλιση της ρευστότητας. Κάποιες εταιρείες χρησιμοποιούν πλέον και τη χρηματοοικονομική μηχανική, λαμβάνοντας θέσεις σε χρηματοοικονομικά παράγωγα, με σκοπό να μειώσουν την αβεβαιότητα των μελλοντικών ταμειακών ροών τους. Αποτέλεσμα της τάσης αυτής είναι η ανάδειξη στα οργανογράμματα των επιχειρήσεων ενός νέου ρόλου, του διαχειριστή κινδύνων.

Οι ανθρώπινοι πόροι αποτελούν έναν από τους τρείς πυλώνες αποτελεσματικής διαχείρισης , γεγονός το οποίο υπογραμμίζει τη σημασία ύπαρξης εξειδικευμένου προσωπικού στην υλοποίηση των στόχων της εταιρείας. Eξ’ ορισμού, τα στελέχη του τμήματος διαχείρισης κινδύνων είναι υπεύθυνα για τον σχεδιασμό των διαδικασιών μέτρησης και παρακολούθησης των κινδύνων (Process Architect) . Ωστόσο, η θέση περιλαμβάνει και άλλες αρμοδιότητες οι οποίες κρίνονται εξίσου ουσιαστικές.

Συγκεκριμένα, τα στελέχη οφείλουν να επικοινωνούν με όλες τις επιχειρησιακές μονάδες με σκοπό να πετύχουν την οριζόντια ενοποίηση (integrator). Επίσης, έχουν την ευθύνη για την εμπέδωση από το σύνολο του προσωπικού της αξίας της διαχείρισης κινδύνων κατά τη διαδικασία λήψης αποφάσεων. Τέλος, θα πρέπει να έχουν την ικανότητα να αντιστέκονται στις επικρατούσες τάσεις λειτουργώντας ως ένας ανεξάρτητος κριτής, ο οποίος θέτει τα πραγματικά διλλήματα στη διοίκηση. Οι παραπάνω αρμοδιότητες καθορίζουν σε μεγάλο βαθμό τα χαρακτηριστικά, τα οποία θα πρέπει να έχει ένα επιτυχημένο στέλεχος της διεύθυνσης διαχείρισης κινδύνων.

Η ειδίκευση στο αντικείμενο και η οικειότητα με ποσοτικές μεθόδους και μοντέλα αποτελούν αναμφίβολα προαπαιτούμενα για το σχεδιασμό ενός αποτελεσματικού πληροφοριακού συστήματος. Ο διαμεσολαβητικός ρόλος προϋποθέτει επιπλέον τη γνώση του συνόλου των επιχειρησιακών διαδικασιών της εταιρείας αλλά και την κατανόηση των επιμέρους χαρακτηριστικών της κάθε μονάδας. Ταυτόχρονα, χαρακτηριστικά όπως η επιρροή, η επικοινωνία, η διαφοροποίηση και η ισχυρή προσωπικότητα εγγυώνται ότι το στέλεχος θα επιτύχει τόσο στα επικοινωνιακά, όσο και στα ηγετικά του καθήκοντα.

Η ανάγκη κάλυψης των παραπάνω χαρακτηριστικών έχει αναδείξει τη διαχείριση κινδύνων ως ξεχωριστό αντικείμενο γνωστικής κατάρτισης. Μεταπτυχιακά προγράμματα με σκοπό την ειδίκευση σε έννοιες όπως, χρηματοοικονομικοί και επιχειρησιακοί κίνδυνοι και ποσοτικές τεχνικές μέτρησης και μείωσης αυτών, προσφέρονται από εγχώρια και ξένα πανεπιστημιακά ιδρύματα. Παράλληλα, διαμορφώνονται επαγγελματικές ενώσεις οι οποίες συνδράμουν στην κάλυψη των αναγκών της αγοράς μέσω της αμοιβαίας ανταλλαγής πληροφοριών και των εξατομικευμένων σεμιναρίων.

Η αξία των προγραμμάτων που στοχεύουν στη δημιουργία μιας νέας γενιάς στελεχών, ικανών να λαμβάνουν προϋπολογισμένους κινδύνους, είναι ανάλογη του κόστους που πληρώνουν οι επιχειρήσεις εξαιτίας της έλλειψης των ικανοτήτων αυτών ιδιαίτερα σε περιόδους κρίσεων. Οι ελληνικές επιχειρήσεις έχουν επομένως το καθήκον να μην αφήσουν μια όσο δαπανηρή κρίση να πάει χαμένη.