Με τον Ν. 3898/2010 θεσπίστηκε και στην Ελλάδα ο θεσμός της διαμεσολάβησης στις αστικές και τις εμπορικές υποθέσεις. Ο θεσμός αυτός είναι πολύ διαδεδομένος στην Αμερική και γενικότερα στις Αγγλοσαξονικές χώρες όπου τυγχάνει ευρείας εφαρμογής εδώ και πολλά χρόνια.

Και σε άλλες χώρες όμως με νομικό σύστημα  που μοιάζει πιο πολύ με το δικό μας όπως η Γαλλία και η Γερμανία η λύση της συμβιβαστικής επίλυσης των διαφορών εφαρμόζεται αρκετά. Υποθέσεις ιδιωτικού δικαίου ιδίως οικογενειακού (υποθέσεις επιμέλειας ανήλικων παιδιών και διατροφής) δεν καταλήγουν στις δικαστικές αίθουσες, αλλά επιλύονται με τη βοήθεια των διαμεσολαβητών και των δικηγόρων των μερών που αναλαμβάνουν να φέρουν εις πέρας τον συμβιβασμό, προασπίζοντας ταυτόχρονα και τα συμφέροντα των εντολέων τους.

Στην Ελλάδα έχουν γίνει απόπειρες εφαρμογής του θεσμού μέχρι σήμερα με περιορισμένη όμως εφαρμογή. Πρόκειται για την προβλεπόμενη από το αρ. 293 ΚΠολΔ εξωδικαστική επίλυση διαφοράς η οποία εφαρμόζεται μόνο στις υποθέσεις που εισάγονται ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου καθώς και για το θεσμό της διαιτησίας (αρ. 867 επ. ΚΠολΔ).

Η πιο ευρεία εφαρμογή του θεσμού αυτού στην Ελλάδα θα φέρει μεγάλη βελτίωση στο σύστημα απονομής δικαιοσύνης αφού με συμφωνία των μερών θα μπορούν να υπάγονται σε αυτόν και οι υποθέσεις αρμοδιότητας του Ειρηνοδικείου και του Μονομελούς Πρωτοδικείου οι οποίες είναι εξαιρετικά πολυάριθμες και είναι συνήθως αυτές που αφορούν το μέσο άνθρωπο. Να επισημανθεί δε ότι δυνάμει και του αρ. 2 του Ν. 3994/2011 η αρμοδιότητα του Μονομελούς Πρωτοδικείου επεκτείνεται σημαντικά (από 80.000 € στα 120.000 €).

Με αυτό τον τρόπο, η αστικής και εμπορικής φύσεως απαίτηση, μέχρι του ποσού των 120.000 € θα μπορεί πλέον να εξοπλίζεται, κατόπιν συμβιβασμού και συμφωνίας των αντιδίκων, με εκτελεστό τίτλο, σε εξαιρετικά σύντομο χρονικό διάστημα και όχι σε χρόνια από την ημερομηνία κατάθεσης της αγωγής, όπως συμβαίνει σήμερα. Σύμφωνα με το νόμο οι διαμεσολαβητές θα είναι δικηγόροι οι οποίοι θα έχουν πάρει πιστοποίηση από εγκεκριμένους φορείς και θα εποπτεύονται σε θέματα δεοντολογίας από το Υπουργείο Δικαιοσύνης.

Η διαδικασία θα έχει ως εξής: τα μέρη ή τρίτο πρόσωπο θα επιλέγουν το διαμεσολαβητή για την υπόθεσή τους. Επίσης, θα εκπροσωπούνται από πληρεξούσιο δικηγόρο, όπως ακριβώς και αν η υπόθεση εκδικαζόταν από το δικαστήριο. Ο διαμεσολαβητής θα επικοινωνεί με τα μέρη και θα συλλέγει πληροφορίες για την υπόθεση. Η διαδικασία της διαμεσολάβησης έχει εμπιστευτικό χαρακτήρα και δεν τηρούνται πρακτικά.

Αφού ολοκληρωθεί η διαδικασία, ο διαμεσολαβητής συντάσσει πρακτικό το οποίο υπογράφεται από τον ίδιο και τα μέρη και στο οποίο αποτυπώνεται η συμφωνία, αν αυτή επιτευχθεί, ή η αποτυχία εύρεσης συμβιβαστικής λύσης. Το πρακτικό μπορεί, αν ένα από τα μέρη το ζητήσει, να κατατεθεί στη Γραμματεία του Μονομελούς Πρωτοδικείου και, αν περιέχει συμφωνία των μερών για ύπαρξη αξίωσης που μπορεί να εκτελεστεί αναγκαστικά, θα αποτελεί εκτελεστό τίτλο.

Ο νόμος ρητά επίσης προβλέπει το απόρρητο της διαμεσολάβησης τόσο κατά τη διεξαγωγή της όσο και σχετικά με το πρακτικό που θα συνταχθεί. Η δέσμευση των συμμετεχόντων στη διαδικασία για την τήρηση του απορρήτου είναι έγγραφη και διατυπώνεται πριν την έναρξη της διαδικασίας.

Ήδη, οι Δικηγορικοί Σύλλογοι πανελλαδικά έχουν ξεκινήσει σεμινάρια κατάρτισης διαμεσολαβητών, προκειμένου να εφαρμοστεί ο θεσμός στη χώρα μας. Εκτός βέβαια από τις νομοθετικές παρεμβάσεις που χρειάζεται ακόμα να γίνουν, απαραίτητη προϋπόθεση για να εφαρμοστεί ο θεσμός είναι να αλλάξει και η νοοτροπία των πολιτών προκειμένου η συμβιβαστική επίλυση διαφορών να αποτελεί την πρωταρχική επιδίωξη των μερών και η προσφυγή στα δικαστήρια το τελευταίο καταφύγιο.

Έτσι με το νέο καθεστώς τα αστικής και εμπορικής φύσεως προβλήματα θα μπορούν να λύνονται γρήγορα, άμεσα και με όφελος για όλα τα εμπλεκόμενα μέρη.
Συμπερασματικά, ο νεοεισαχθείς θεσμός της Διαμεσολάβησης ενέχει τη δυναμική να συμβάλλει, μέσα και από την ελάφρυνση του φόρτου εργασίας των Δικαστηρίων, στη βελτίωση της ποιότητας και της ταχύτητας της απονομής της δικαιοσύνης, δύο δηλαδή χαρακτηριστικών που αποτελούν αναγκαία αίτια για την ασφάλεια του δικαίου και κατ’ επέκταση των συναλλαγών.