Η ψηφιακή κάρτα εργασίας, που επίσημα εκκίνησε το 2022 για μεμονωμένους κλάδους επιχειρήσεων, αποτελούσε ήδη εκπεφρασμένη βούληση του νομοθέτη από το 2011, οπότε και θεσμοθετήθηκε η κάρτα εργασίας με το άρθρο 26 του Ν. 3996/2011.

Ήδη δε το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης από το 2019 σε Τμήμα Μείζονος Σύνθεσης επιβεβαίωσε την ανάγκη συμμόρφωσης των εργοδοτών με την υποχρέωση εφαρμογής ενός αντικειμενικού, αξιόπιστου και ευχερώς προσβάσιμου συστήματος μετρήσεως του χρόνου εργασίας κάθε εργαζομένου στηριζόμενου στις διατάξεις της Οδηγίας 2003/88/ΕΚ του «Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 4ης Νοεμβρίου 2003, σχετικά με ορισμένα στοιχεία της οργάνωσης του χρόνου εργασίας» και το άρθρο 31 § 2 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Η ψηφιακή κάρτα εργασίας είναι ένα σύγχρονο εργαλείο καταγραφής σε πραγματικό χρόνο του διαστήματος εργασίας των μισθωτών στις επιχειρήσεις όπου προβλέπεται υποχρέωση εφαρμογής της. Ωστόσο, ερωτηματικό αποτελεί αφενός η δυνατότητα προσαρμογής του εργαλείου αυτού στις ειδικότερες πτυχές και συνθήκες ευελιξίας που διέπουν τις σύγχρονες εργασιακές σχέσεις, αφετέρου η αποτελεσματικότητα του εργαλείου αυτού σε ιδιάζουσες περιπτώσεις εργαζομένων όπως π.χ. τηλεργαζόμενοι, οδηγοί, περιοδεύοντες πωλητές, shop in shop κ.ά.
Η πιλοτική εφαρμογή της ψηφιακής κάρτας και τα διδάγματα που αντλήθηκαν κατά τη διετή «περίοδο προσαρμογής», πρέπει να αξιοποιηθούν επίσης και επί περιπτώσεων εργοδοτών είτε εργαζομένων που δεν προβαίνουν σε ορθή χρήση αυτής.

Επιπρόσθετα, εξακολουθούν να υφίστανται εργαζόμενοι που καλώς ή κακώς αποκλείονται πλήρως ή μερικώς από την εφαρμογή της ψηφιακής κάρτας εργασίας, όταν βασικός σκοπός της θεσμοθέτησης αυτής, βάσει και των παραδοχών του ΔΕΕ, ήταν η πλήρης εφαρμογή της μέτρησης των χρονικών ορίων εργασίας. Σημειωτέον ότι η θέσπιση ερμηνευτικών εγκυκλίων, επεξηγηματικού και μη δεσμευτικού χαρακτήρα, δεν μπορεί να λειτουργήσει για την κάλυψη ενδεχόμενων κενών, ούτε μπορεί να αποτελέσει ικανό θεμέλιο για την αιτιολόγηση τυχών αποκλίσεων από τη χρήση της ψηφιακής κάρτας.

Σημαντική παράμετρος της εφαρμογής της ψηφιακής κάρτας αποτελεί τέλος, το εργοδοτικό κόστος και οι παρεπόμενες ευθύνες, ιδίως όταν η ψηφιακή κάρτα -αλλά και το ψηφιακό εγχείρημα δήλωσης και απεικόνισης του χρόνου εργασίας- δεν φαίνεται να ευθυγραμμίζεται απόλυτα με βασικές διατάξεις του εργατικού δικαίου, όπως για παράδειγμα με τη δυνατότητα διαμόρφωσης και τροποποίησης της σύμβασης ή σχέσης εργασίας και προφορικά, με την εν τοις πράγμασι αδυναμία εκ των προτέρων δήλωσης επιπλέον ωρών εργασίας σε συγκεκριμένες περιπτώσεις κ.ά. Οι διορθωτικές παρεμβάσεις κρίνονται απαραίτητες προκειμένου η ψηφιακή κάρτα να ενισχύσει τη λειτουργία της ως εργαλείο διευκόλυνσης των συνθηκών απασχόλησης και να αποφευχθεί η διαμόρφωση ενός πλαισίου δυσκίνητου για επιχειρήσεις και εργαζομένους.

Γίνεται κοινά αποδεκτό, και ορθώς, ότι ναι μεν η ψηφιακή κάρτα κατοχυρώνει τα εργασιακά δικαιώματα και παρέχει πολλαπλά οφέλη για εργαζομένους και εργοδότες (για το λόγο δε αυτό αποτελούσε και πάγιο αίτημα των συνδικαλιστικών οργανώσεων των εργαζομένων αλλά και των οργανώσεων των εργοδοτών). Ωστόσο, δεν μπορεί να παραβλέψει κανείς ότι η εισαγωγή της συνοδεύεται από αυξημένο γραφειοκρατικό βάρος για τις επιχειρήσεις (χωρίς μάλιστα επιβράβευση για τους συνεπείς εργοδότες, όπως προβλεπόταν από τη διάταξη του Ν. 3996/2011) και ευθύνη των εργοδοτών ακόμη και για αμελή χρήση ή παράλειψη χρήσης της κάρτας από τον εργαζόμενο.

Με το βλέμμα στραμμένο στην επόμενη μέρα, η διαφάνεια των συνθηκών εργασίας, στην οποία αποβλέπει και η ψηφιακή κάρτα, μπορεί να ενισχυθεί μόνο με την οικοδόμηση ενός συστήματος ενσωματωμένου στις λειτουργίες του εργατικού δίκαιου. Θα ήταν, άλλωστε, παράδοξο να αναμένει κανείς την προσαρμογή του εργατικού δικαίου στους περιορισμούς ενός συστήματος που έχει τεθεί προς εξυπηρέτησή του.