Σε ένα άκρως ανταγωνιστικό περιβάλλον, όπου το ανθρώπινο δυναμικό τείνει να αποτελεί την, καταλυτικής σημασίας, κινητήρια δύναμη των εταιρειών, η συνεχής εκπαίδευση του και απόκτηση εξειδικευμένης γνώσης και πρακτικών, λογίζεται πλέον ως επιτακτική για τη βελτίωση τόσο σε προσωπικό, όσο και σε εταιρικό επίπεδο. Βασικό ζητούμενο είναι οι εταιρείες να εισέρχονται ή ακόμη και να διατηρούνται σε τροχιά ανάπτυξης.
Ένα από τα ισχυρότερα εφόδια και αξιολογικά χαρακτηριστικά του ατόμου, είναι το επίπεδο μόρφωσης και οι γνώσεις-δεξιότητες που κατέχει. Με αυτά τα «όπλα» εισέρχεται στον επαγγελματικό στίβο και με ακριβώς τα ίδια, προσπαθεί να επιβιώσει και να συνεχίσει αλώβητος να αποτελεί κομμάτι του ενεργού ανθρώπινου δυναμικού. Πώς όμως τα «όπλα» που διαθέτει καθορίζουν την έκβαση της κάθε ξεχωριστής «μάχης» που δίνει;
Σε κάθε περίπτωση πρέπει να υπάρχει συνεχής εκπαίδευση και απόκτηση επιπρόσθετων δεξιοτήτων και πρακτικών-γνώσεων, τα οποία λαμβάνουν το ρόλο των επιπλέον ή εκσυγχρονισμένων εργαλείων που έχει στη διάθεσή του. Αυτός επίσης είναι και ο βασικός πυλώνας της Δια Βίου Μάθησης, ο ορισμός της οποίας μας δίνεται από την Επιτροπή της Ευρωπαϊκής Ένωσης ως «Κάθε μαθησιακή δραστηριότητα η οποία αναλαμβάνεται καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής με σκοπό τη βελτίωση των γνώσεων, των δεξιοτήτων και των εφοδίων, στο πλαίσιο μιας προσωπικής, κοινωνικής οπτικής και/ή μιας οπτικής που σχετίζεται με την απασχόληση». Μέσα από αυτόν τον ορισμό αντιλαμβάνεται κανείς τις επιμέρους συνιστώσες και κατευθυντήριες οδηγίες για την εξέλιξη εντός του κοινωνικού και οικονομικού συστήματος.
«Η απόκτηση ενός μεταπτυχιακού τίτλου σπουδών, είναι σήμερα απαραίτητη όχι μόνο για την περαιτέρω επαγγελματική ανάπτυξη ενός στελέχους, αλλά και προϋπόθεση για την πρόσληψή του, δεδομένων των αυξημένων απαιτήσεων από την πλευρά των επιχειρήσεων αλλά και του ανταγωνιστικού περιβάλλοντος στην αγορά εργασίας», αναφέρει ο Βασίλειος Γαλάνης, Marketing Director του Mediterranean College. Έτσι, το άτομο οφείλει να εκπαιδεύεται σε όλη τη διάρκεια της ζωής του. Να αποκτά γνώσεις και δεξιότητες ώστε να παραμένει ανταγωνιστικός και κυρίως, ενεργό μέλος μίας αγοράς εργασίας, που σύμφωνα με τα ελληνικά δεδομένα τείνει να συρρικνώνεται, φέροντας στο προσκήνιο και τονίζοντας τη σημαντικότητα αυτής της τακτικής. «Η οικονομική κρίση έχει καταστήσει την αγορά εργασίας πιο ανταγωνιστική από ποτέ.
Για το λόγο αυτό, όλο και περισσότεροι νέοι καθώς και μεσαία στελέχη επιδιώκουν να διαφοροποιηθούν με την επιλογή των μεταπτυχιακών σπουδών που τους ταιριάζουν» υποστηρίζει ο Δρ. Νικόλαος Α. Μυλωνόπουλος, Αντιπρύτανης, Αναπληρωτής Καθηγητής Πληροφοριακών Συστημάτων, ALBA Graduate Business School at The American College of Greece.
Σπουδαστής ετών…
Στην αγορά εργασίας την προσφορά δεν τη διαμορφώνουν αποκλειστικά οι νέοι πτυχιούχοι. Συμμέτοχοι σε αυτό το κομμάτι είναι και το ήδη ενεργό ανθρώπινο δυναμικό. Άνθρωποι με πορεία στις επιχειρήσεις, με εμπειρία, πολυετή ή μη, που οφείλουν να περιχαράξουν, να διαφυλάξουν και να εξελίξουν τη θέση τους μέσα στο εργασιακό περιβάλλον. Σύμφωνα με τον καθηγητή Γιώργο Ιωάννου, Διευθυντή του ΜΒΑ International και Προέδρου του Τμήματος Διοικητικής Επιστήμης και Τεχνολογίας του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών, «οι καινοτόμες πρακτικές στη διδασκαλία, η ευελιξία και η ποικιλία στις επιλογές των προγραμμάτων που επιτρέπουν στο σπουδαστή να εξατομικεύσει το πρόγραμμα ανάλογα το διαθέσιμο χρόνο του, τα ενδιαφέροντα, τους στόχους του, συμβάλουν αποτελεσματικά στην επαγγελματική ανέλιξη του εργαζόμενου ή την επανατοποθέτησή του στην αγορά εργασίας».
Έτσι, η Δια Βίου εκπαίδευση του ατόμου οδηγεί αδιαμφισβήτητα στην προσωπική του ανάπτυξη, όμως οδηγεί και στη δημιουργία νέων ιδεών σε επιχειρησιακό επίπεδο. Συμβάλλει στην ένταξη των πιο πρόσφατων πρακτικών και εφαρμογών στην παραγωγική διαδικασία της εταιρείας τους. Η επιστροφή τους στα έδρανα είναι αναγκαία και επιτακτική για πολλούς λόγους, με άμεσο προσωπικό τους στόχο την αυξητική εξέλιξη των αποδοχών τους και της θέσης τους εντός της εταιρείας. Τα μεταπτυχιακά προγράμματα και οι επιπρόσθετες γνωστικές πιστοποιήσεις συμβάλλουν προς αυτήν την κατεύθυνση. Όμως η εκπαίδευση οφείλει να είναι και ουσιαστική.
«O ενδιαφερόμενος σήμερα δεν προσελκύεται από έναν ωραίο τίτλο σεμιναρίου ή εκπαιδευτικού προγράμματος, αλλά προσδοκά ότι το πρόγραμμα που θα παρακολουθήσει θα προσφερθεί με τη σωστή αναλογία θεωρίας και πράξης, έτσι ώστε αμέσως, από την επόμενη κιόλας ημέρα, να μπορεί να τον βοηθήσει άμεσα και αποτελεσματικά στη δουλειά του» αναφέρει χαρακτηριστικά ο Λεωνίδας Φοίβος Κόσκος, Πρόεδρος του Hellenic American Εducation Center. Ένας ακόμη λόγος που σωρευτικά οδηγεί σε αυτόν το δρόμο απόκτησης γνώσεων και δεξιοτήτων είναι και η γήρανση των πληθυσμών στην πλειονότητα των ανεπτυγμένων χωρών που ασκεί πίεση στην καθυστέρηση συνταξιοδότησης κάτι που γίνεται αντιληπτό και από τον πιο πρόσφατο νόμο για σταδιακή αύξηση, έως το 2015, του ορίου ηλικίας συνταξιοδότησης στην Ελλάδα συμπληρώνοντας το 65ο έτος και συνολικά 40 έτη ασφάλισης.
Επίσης, σύμφωνα με έρευνα που έκαναν οι καθηγητές του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας, με βάση την ανάλυση των διαθέσιμων από την ΕΛΣΤΑΤ δημογραφικών δεδομένων για την περίοδο 1999-2010, ενισχύεται η άποψη ότι η Ελλάδα μετατρέπεται και αυτή σε μία χώρα «ηλικιωμένων» καθώς οι γεννήσεις συρρικνώνονται με αυξητικό τρόπο σε όλη αυτήν την περίοδο. Όλα αυτά συνθέτουν ένα νέο πλαίσιο στο οποίο τόσο οι νέοι, όσο και τα ήδη υφιστάμενα στελέχη των εταιρειών να οδηγούνται σε μία ανάγκη για συνεχή αναβάθμιση και εξέλιξη των δεξιοτήτων και γνώσεών τους, ώστε να παραμείνουν ανταγωνιστικοί αλλά και ενήμεροι για τις καινούργιες πρακτικές που εφαρμόζονται παγκοσμίως.
Αναφορικά τώρα με τα προγράμματα που επιλέγονται συνήθως από τους εργαζόμενους ο Β. Γαλάνης αναφέρει «Το MBA καθώς και τα Μεταπτυχιακά Προγράμματα (Master) με εξειδίκευση στο Marketing Management και το Management, είναι μερικά από τα πλέον δημοφιλή προγράμματα, καταγράφοντας υψηλή ζήτηση και ιδιαίτερα μεγάλη απήχηση στους εργαζόμενους. Επίσης, μεγάλη απήχηση σε στελέχη και εργαζόμενους απολαμβάνουν τα Μεταπτυχιακά Προγράμματα καθώς και τα Σεμινάρια (Short Courses) που προσφέρουν Επαγγελματική Εξειδίκευση σε τομείς όπως, Social Media, CRM, Banking & Finance, Shipping, Logistics, Human Resources Management και Hotel & Tourism Management».
«Μάθε παιδί μου γράμματα»
Σε μία ρευστή και ευμετάβλητη αγορά εργασίας, η ανάγκη για επιβίωση στο χώρο έχει επιβάλει σιωπηρά τα δικά της δεδομένα και πρακτικές. Αναφορικά με τους νέους πτυχιούχους έχει παρατηρηθεί κάποια ασυνέχεια μεταξύ της απόκτησης του πρώτου τους πτυχίου και της ένταξής τους ως ενεργά μέλη στην αγορά εργασίας. Σύμφωνα με στοιχεία του Υπουργείου Παιδείας Διά Βίου Μάθησης και Θρησκευμάτων για το ακαδημαϊκό έτος 2011-2012 οι εισακτέοι στην τριτοβάθμια εκπαίδευση ανήλθαν στις 74.440 (41.920 ΑΕΙ και 32.520 ΤΕΙ), ενώ αντίστοιχα για το 2012-2013 ανήλθαν σε 77.175 (44.462 ΑΕΙ και 32.713 ΤΕΙ).
Η αύξηση αυτή καθώς και το αρκετά ικανοποιητικό ποσοστό του ΑΕΠ που προορίζεται για την παιδεία (2.6%) αναδεικνύει την ανάγκη της κοινωνίας για την ανάπτυξη ανθρώπινου δυναμικού με ανώτερο επίπεδο μόρφωσης και εξειδίκευσης. Αυτό ενισχύεται και από την έρευνα «Education at a glance 2011» του οργανισμού OECD, σύμφωνα με την οποία η τριτοβάθμια εκπαίδευση λειτουργεί και ως ένδειξη της ικανότητας των χωρών να παράγουν προηγμένη γνώση. Επίσης αναφέρει ότι οι χώρες με αυξημένη αποφοίτηση στην τριτοβάθμια εκπαίδευση είναι πιθανόν να διατηρήσουν ή και να αναπτύξουν ένα ανθρώπινο δυναμικό με υψηλή ειδίκευση.
Η αποφοίτησή τους δε, εξαρτάται από την πρόσβαση που έχουν στα πανεπιστήμια και από τη ζήτηση για εξειδίκευση όπως αυτή εκφράζεται και αποτυπώνεται από την αγορά εργασίας. Καθώς λοιπόν ο ανταγωνισμός αυξάνεται σχεδόν με γεωμετρική πρόοδο, οι νέοι καλούνται να έχουν στη διάθεσή τους όλο και περισσότερες γνώσεις και δεξιότητες προκειμένου να έρθουν πιο κοντά στην πολυπόθητη πρόσληψη. Ουσιαστική λύση σε αυτό το αδιέξοδο είναι η απόκτηση μεταπτυχιακών τίτλων σπουδών, όπου ένα αρκετά μεγάλο ποσοστό των πτυχιούχων υιοθετεί ως απαραίτητη και δεδομένη πρακτική σήμερα. Σύμφωνα με στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ η κατανομή της ανεργίας, λαμβάνοντας υπόψη το επίπεδο εκπαίδευσης, έχει ως εξής: το υψηλότερο ποσοστό παρατηρείται σε όσους δεν έχουν πάει καθόλου σχολείο (34,3%).
Ακολουθούν τα άτομα που έχουν τελειώσει μερικές τάξεις δημοτικού (33,1%) και οι απόφοιτοι τριτάξιας Μέσης Εκπαίδευσης (25,2%). Τα χαμηλότερα ποσοστά παρατηρούνται σε όσους έχουν διδακτορικό ή μεταπτυχιακό (12%) και στους πτυχιούχους της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης (15,7%). «Ένας πολύ μεγάλος αριθμός υποψηφίων και φοιτητών είναι νέα στελέχη και επαγγελματίες που αναλαμβάνουν ή έχουν αναλάβει σημαντικό μερίδιο διοικητικής ευθύνης στην οικογενειακή επιχείρηση» αναφέρει ο Δρ. Ν. Μυλωνόπουλος και συνεχίζει «Ολοένα αυξανόμενος είναι και ο αριθμός των νέων που επιδιώκουν μεταπτυχιακή εξειδίκευση και υποστήριξη στην εκκίνηση της σταδιοδρομίας τους αμέσως μετά το πρώτο τους πτυχίο».
Με αυτά τα δεδομένα είναι πλέον ορατό λοιπόν, διά γυμνού οφθαλμού, ότι ένα νέο τοπίο έχει αρχίσει και δημιουργείται στους κόλπους της Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης. Μία νέα μορφή και τάση η οποία δημιουργεί σταθερά ένα δεύτερο κύκλο σπουδών. Οι προπτυχιακές σπουδές αποτελούν πλέον τον πρώτο κύκλο, με την εισαγωγή των φοιτητών στις βασικές έννοιες ενός εύρους μαθημάτων. Πάνω από τον πρώτο αυτό κύκλο, έχει ήδη συγκροτηθεί και συνεχώς ενισχύεται ένας δεύτερος κύκλος σπουδών που δεν είναι άλλος από τα μεταπτυχιακά προγράμματα.
Μεταπτυχιακές Σπουδές Ειδίκευσης
Στα πλαίσια μίας παγκοσμιοποιημένης αγοράς που καθορίζεται από συνεχείς αλλαγές στην τεχνολογία, στις θεωρίες ανάλυσης που χρησιμοποιούνται και στον τρόπο που προσεγγίζονται οι διάφορες αλληλεπιδράσεις μεταξύ των οικονομιών, η συνεχής εκπαίδευση αποτελεί βασικό κομμάτι στη συμπλήρωση του παζλ. Στην έρευνα «Education at a glance» αναφέρεται πως ένας αρκετά μορφωμένος πληθυσμός είναι απαραίτητος για οικονομική και κοινωνική ανάπτυξη.
Όπως επίσης και ότι η συνεχής εκπαίδευση και επιμόρφωση για τους ενήλικους είναι σημαντικές για να αναβαθμιστούν οι ικανότητες των απασχολούμενων σε πρώτο χρόνο, αλλά και ολόκληρης της οικονομίας. Τα τελευταία χρόνια παρατηρείται μία συνεχής αύξηση της ζήτησης των μεταπτυχιακών σπουδών, ίσως ο κλάδος της εκπαίδευσης να είναι και ο μόνος που εμφανίζει θετική σχέση με την οικονομική κρίση αφού δεν πλήττεται ουσιαστικά. Όλο και περισσότερες εταιρείες επιθυμούν την κατοχή ενός Μεταπτυχιακού τίτλου σπουδών ως τυπική απόδειξη εξειδικευμένων γνώσεων και ικανοτήτων.
Σύμφωνα με τον Δρ. Ν. Μυλωνόπουλο «Οι σπουδές ΜΒΑ, παρά το συγκριτικά μεγαλύτερο κόστος, εξακολουθούν να είναι η πρώτη επιλογή για τα στελέχη με την κατάλληλη εμπειρία. Για τους πιο νέους, τα προγράμματα εξειδίκευσης Masters σε χρηματοοικονομικά, μάρκετινγκ ή διοίκηση ανθρώπινου δυναμικού αποτελούν ουσιαστικό θεμέλιο μιας επιτυχούς επαγγελματικής σταδιοδρομίας». Με τον όρο Μεταπτυχιακές Σπουδές εννοούνται προγράμματα εξειδίκευσης ή μετεκπαίδευσης των πτυχιούχων της Τριτοβάθμιας εκπαίδευσης στο επιστημονικό πεδίο που τους ενδιαφέρει.
Τα μεταπτυχιακά προγράμματα οδηγούν στην απόκτηση Μεταπτυχιακού Διπλώματος Ειδίκευσης (ΜΔΕ-Master). Βασικές διακρίσεις τους είναι:
* MA: Master of Arts
* MSc: Master of Science
* MBA: Master of Business Administration
* LLM: Master of Laws
* MPhil: Master of Philosophy
* Med: Master in Education
* MRes: Master of Research
* PG Dip.: Postgraduate Diplomas
* PG Cert.: Postgraduate Certificates.
Η συνεχής και αύξουσα ζήτηση για μεταπτυχιακές σπουδές στην Ελλάδα τα τελευταία χρόνια αποτελεί μία πάγια πρακτική. Ενώ άλλοτε η κατοχή ενός μεταπτυχιακού τίτλου θεωρούνταν ως εξαιρετικό προσόν, τείνει να θεωρείται πλέον ως δεδομένο συστατικό επαγγελματικής επιτυχίας. Σύμφωνα με τον Β. Γαλάνη «Η μεταπτυχιακή εκπαίδευση και γενικότερα η μετεκπαίδευση ενός στελέχους σε σύγχρονους και κρίσιμους τομείς, δεν αποτελεί μόνο ένα από τα σημαντικότερα κριτήρια αξιολόγησης των τυπικών προσόντων ενός εργαζόμενου, αλλά αντιπροσωπεύει, εφόσον εξειδικεύει ένα στέλεχος, ουσιαστικά προσόντα και επαγγελματικές δεξιότητες, που συμβάλλουν στην αύξηση της αποτελεσματικότητας και της ανταγωνιστικότητάς του προσφέροντάς του τη δυνατότητα να διεκδικήσει με αξιώσεις διοικητικές θέσεις σε επιχειρήσεις και οργανισμούς».
Ανταποκρινόμενοι λοιπόν σε αυτή την τάση τα Ελληνικά Πανεπιστήμια προσφέρουν όλο και περισσότερες, καθώς και πιο εξειδικευμένες επιλογές. Επίσης, στο πλαίσιο της παγκοσμιοποίησης πολλά πανεπιστήμια από διάφορες χώρες συμβάλλουν και αυτά με τη σειρά τους στη δημιουργία ενός μεγαλύτερου εύρους επιλογών για τους υποψήφιους, με την προσφορά των προγραμμάτων τους σε όλον τον κόσμο. Έτσι τα κάποτε λίγες δεκάδες μεταπτυχιακά στην Ελλάδα σήμερα πλέον υπερβαίνουν τα 500 γεγονός που προεξοφλεί την εύρεση ενός τουλάχιστον μεταπτυχιακού που θα εξυπηρετεί τις ανάγκες του ατόμου για επιπρόσθετη εξειδίκευση.
Απόκτηση Μεταπτυχιακού τίτλου
Δεδομένου ότι τα μεταπτυχιακά προγράμματα δεν παρακολουθούνται αποκλειστικά και μόνο από άτομα που δεν είναι ενεργά εργασιακά, αναπόφευκτα η απόκτηση των τίτλων αυτών γίνεται με διάφορους τρόπους, εφόσον έχει ολοκληρωθεί ένα συγκεκριμένο πρόγραμμα σπουδών.
«Τα προγράμματα σπουδών ΜΒΑ εμφανίζουν όλο και μεγαλύτερη ευελιξία. Διαφοροποιούνται ως προς τη διάρκεια και συνδυάζουν παρακολούθηση μαθημάτων με φυσική παρουσία, ασύγχρονη διδασκαλία, projects και hands-on εμπειρία» εξηγεί ο Γ. Ιωάννου. Οι βασικές διακρίσεις τους είναι οι εξής:
* Πλήρους Φοίτησης
Ο φοιτητής σπουδάζει ουσιαστικά εντατικά στα full time προγράμματα, όχι απαραίτητα καθημερινά. Το πρόγραμμα αυτής της φοίτησης δεν επιτρέπει εύκολα την πρωινή εργασία και απευθύνεται κυρίως σε άτομα που δεν εργάζονται.
* Μερικής Φοίτησης
Στα προγράμματα part time ο φοιτητής σπουδάζει λιγότερο εντατικά και προτιμάται κυρίως από άτομα τα οποία συνδυάζουν εργασία και φοίτηση.
* Εξ’ Αποστάσεως
Τα τελευταία χρόνια όλο και περισσότεροι άνθρωποι επιλέγουν τα προγράμματα distance learning, λόγω της δυνατότητας που παρέχεται στους φοιτητές να ακολουθούν το πρόγραμμα σπουδών που έχουν επιλέξει χωρίς να παρευρίσκονται στο πανεπιστήμιο. Αυτό γίνεται μέσω του συνδυασμού αυτομελέτης (έντυπο υλικό) και τεχνικών διδασκαλίας (Διαδίκτυο, CD-Rom κ.ά.).
* Μέσω Έρευνας
Ο τρόπος αυτός είναι πιο διαδεδομένος στη Μεγάλη Βρετανία. Στην περίπτωση αυτή δεν πραγματοποιούνται μαθήματα σε αίθουσα αλλά μέσω της έρευνας η οποία επιβλέπετε από έναν ή δύο supervisors.
* Work Based
Τα προγράμματα αυτά συνδυάζουν εργασιακή εμπειρία, έρευνα και μαθήματα. Απευθύνονται συνήθως σε άτομα τα οποία ήδη εργάζονται. Η εργασιακή εμπειρία συνήθως δίνει και εκπαιδευτικά μόρια και έτσι δεν επιβάλλεται η κάλυψη όλου του προγράμματος σπουδών μέσω μαθημάτων.
* On-line Learning
Σε αυτή την κατηγορία όλο το πρόγραμμα πραγματοποιείται μέσω internet. Ο συγκεκριμένος τρόπος απαιτεί αρκετή καλή οργάνωση από τον υποψήφιο καθώς έρχεται αντιμέτωπος με υψηλές απαιτήσεις και αρκετά deadlines.
Master of Business Administration
Τον Απρίλιο του 1908 στο Χάρβαρντ της Βοστόνης, 33 managers δημιούργησαν για πρώτη φορά το σκελετό ενός νέου κύκλου σπουδών που θα οδηγούσε στην απόκτηση του πτυχίου Master of Business Administration (MBA). Το MBA εξελικτικά θεωρείται το πιο περιζήτητο μεταπτυχιακό πρόγραμμα τόσο στο εξωτερικό, όσο και στην Ελλάδα σε όλες τις βαθμίδες στελεχών. Η απήχηση του οφείλεται σαφώς στο περιεχόμενό του. Η παρακολούθηση ενός προγράμματος MBA βοηθάει τον υποψήφιο να κατανοήσει τη λειτουργία μίας εταιρείας, την οργάνωσή της, τη δομή της αλλά και τη διοίκησή της.
Οι τομείς στους οποίους επικεντρώνεται ο συγκεκριμένος κύκλος σπουδών είναι το marketing, η λογιστική, η οργάνωση, τα χρηματοοικονομικά, η διοίκηση ανθρώπινου δυναμικού, η στρατηγική, η διοίκηση πληροφοριακών συστημάτων, η λειτουργία των διεθνών αγορών, τα δομικά χαρακτηριστικά μίας επιχείρησης και η διαμόρφωση της εταιρικής κουλτούρας. Γενικότερα καλύπτει το μεγαλύτερο εύρος, αν όχι όλο, των εργασιών και διαδικασιών που χαρακτηρίζουν μία επιχείρηση εντοπίζοντας και εξηγώντας όλες τις λειτουργίες που πραγματοποιούνται εντός και εκτός αυτής.
Όπως επισημαίνει ο Γ. Ιωάννου «Τα ΜΒΑ συγκεντρώνουν στελέχη με πολύ διαφορετικό υπόβαθρο σπουδών, τα οποία δραστηριοποιούνται σε ποικίλους τομείς, με επικρατέστερους αυτούς της συμβουλευτικής, της τεχνολογίας και των τηλεπικοινωνιών, της λιανικής, των χρηματοοικονομικών υπηρεσιών και της τραπεζικής. Επίδραση ασκούν και οι εκάστοτε τάσεις στην αγορά. Για παράδειγμα, τελευταία περιορίζονται οι υποψήφιοι του κατασκευαστικού τομέα, ενώ παρατηρείται ανοδική τάση στις συμμετοχές στελεχών από το χώρο της ενέργειας».
Προσωπικές Προϋποθέσεις
Οι λόγοι για τους οποίους κάποιο στέλεχος ξεκινάει να εισέλθει στο χώρο των μεταπτυχιακών σπουδών είναι η απόκτηση μεγαλύτερης εξειδίκευσης, η βελτίωση των επαγγελματικών του προοπτικών και η βελτίωση του γνωστικού του αντικειμένου ώστε να παραμείνει ανταγωνιστικός. Η αγάπη του για την επιστήμη ίσως είναι ένα ακόμη επιπρόσθετο κίνητρο με συναισθηματικό υπόβαθρο αφού η απόδοση της επένδυσης στη συνεχόμενη εκπαίδευση εμπεριέχει και ψυχική ανάταση του ίδιου.
Απαραίτητες προϋποθέσεις για την απόκτηση ενός μεταπτυχιακού τίτλου σε προσωπικό επίπεδο είναι:
* Να εξετάσει αν είναι διατεθειμένος να αφιερώσει τον απαιτούμενο χρόνο και κόπο για την περάτωση του προγράμματος.
* Να εξετάσει επιπλέον πόσο χρόνο είναι διατεθειμένος να αφιερώσει, ώστε να μειώσει τα μεταπτυχιακά προγράμματα τα οποία μπορεί να παρακολουθήσει (full time, part time).
* Να εξετάσει αν οι μεταπτυχιακές σπουδές που επιθυμεί να κάνει συνδέονται άμεσα με τους επαγγελματικούς του στόχους ή απλά συνδέονται με τη γενικότερη απόκτηση γνώσης σε αυστηρά προσωπικό επίπεδο.
* Να έχει πραγματοποιήσει κάποια έρευνα και να έχει συγκεντρώσει όλες τις απαραίτητες πληροφορίες για όλα τα μεταπτυχιακά προγράμματα που προσφέρονται ώστε να εντοπίσει αυτό που ταιριάζει περισσότερο στον ίδιο.
* Να εξετάσει τη χρησιμότητα των σπουδών εντός της εταιρείας στην οποία εργάζεται (αναφορικά με στελέχη της εταιρείας) ή της επαγγελματικής σταδιοδρομίας που επιθυμεί να επιδιώξει (αφορά κυρίως πτυχιούχους χωρίς εργασία).
Σε κάθε περίπτωση εκτός από την απλή επιλογή ενός μεταπτυχιακού τίτλου οι υποψήφιοι οφείλουν να εξετάσουν κι άλλους παράγοντες οι οποίοι δεν είναι καθόλου ελάσσονος σημασίας. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο Λ. Κόσκος «Το πλούσιο υλικό που συμπληρώνει την εκπαίδευση, τα case studies, οι ασκήσεις, η πρακτική κατά την διάρκεια του εκπαιδευτικού προγράμματος, τα “after course follow up meetings”, δηλαδή η μεθοδολογία διδασκαλίας που παραπέμπει στον Αμερικανικό τρόπο εκπαίδευσης, είναι αυτή που δημιουργεί τη μεγαλύτερη απήχηση στους εργαζομένους που θέλουν να εκπαιδευτούν, περισσότερο απ’ ότι απλοί τίτλοι όπως “εμπνευσμένη ηγεσία”, “oμαδικότητα”, “δημιουργικός σχεδιασμός”, “επικοινωνία”, “ανάληψη και διαχείριση του ρίσκου” κ.λπ. και που από μόνοι τους δεν λένε απολύτως τίποτα» ενώ συνεχίζει προσθέτοντας πως «Μεγάλο ρόλο παίζει και ο διδάσκων.
Εκπαιδευτικά προγράμματα με απήχηση είναι εκείνα στα οποία οι εκπαιδευτές είναι υψηλού επιπέδου practitioners ή άνθρωποι που έχουν στέρεες θεωρητικές βάσεις και αρκετή επαγγελματική εμπειρία». Έτσι η δομή του μεταπτυχιακού τίτλου και οι τομείς στους οποίους ειδικεύονται οι καθηγητές του τμήματος καθώς και η ύπαρξη επαρκούς εξοπλισμού και εγκαταστάσεων, όπως η βιβλιοθήκη, είναι στοιχεία που εξετάζονται πριν από την επιλογή του υποψηφίου.
Επένδυση σε περίοδο κρίσης
«Οι μικρές χώρες σήμερα, χώρες που δεν έχουν πετρέλαιο ή διαμάντια, έχουν ως δύναμή τους το ανθρώπινο δυναμικό» ανέφερε χαρακτηριστικά η Άννα Διαμαντοπούλου, υπουργός Παιδείας το Μάιο του 2011, τονίζοντας τη σημασία της εξέλιξής του ανθρώπινου δυναμικού και της εκπαίδευσής του. Με αυτή τη δήλωση φανερώνεται η ανάγκη που διαμορφώνεται σε συνθήκες δημοσιονομικών περιοριστικών πολιτικών που εφαρμόζονται στη χώρα μας, όπου η ανώτατη εκπαίδευση αποτελεί αναγκαία προϋπόθεση για την ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας θεμελιώνοντας ένα νέο πρότυπο ανάπτυξης της χώρας μας. Με ποιον τρόπο;
Η επένδυση για παραγωγή νέας γνώσης και καινοτομίας μέσω της συνεχούς εκπαίδευσης συμβάλει στην έξοδο της οικονομίας από την ύφεση και στη μετατροπή της σε πιο ανταγωνιστική αγορά. Έχει αρχίσει και γίνεται πλέον αντιληπτό ότι τα άτομα με υψηλό επίπεδο μόρφωσης έχουν καλύτερες προοπτικές ως προς την εύρεση εργασίας. Αναφορικά τώρα με τις χώρες που απορροφούν τα μεγαλύτερο μέρος των ενδιαφερόμενων για μεταπτυχιακές σπουδές, η έρευνα Education at a glance καταλήγει ότι οι χώρες που μιλούν αγγλικά απορροφούν το 50% των φοιτητών που σπουδάζουν σε άλλη χώρα (Αγγλία, ΗΠΑ, Καναδάς, Αυστραλία).
Βέβαια αυτό γίνεται προσπάθεια να ξεπεραστεί από τις υπόλοιπες χώρες προσθέτοντας μαθήματα στα αγγλικά ώστε να παραμείνουν και αυτές ανταγωνιστικές ως προς την προσφορά ελκυστικών σπουδών. Τέλος, σε Ευρωπαϊκό επίπεδο, σταθμό στην ιστορία της εκπαίδευσης στην Ευρώπη θεωρείται η διακήρυξη της Μπολόνια (19 Ιουνίου 1999), όπου χρηματοδοτήθηκε η δημιουργία ενός κοινού Ευρωπαϊκού χώρου για την Ανώτερη εκπαίδευση και παράλληλα η ενίσχυση των κοινών αξιών, του «ανήκειν» και «μετέχειν» σε ένα πολυδιάστατο κοινωνικο-πολιτικό χώρο. Τα πανεπιστήμια λοιπόν καλούνται να διαδραματίσουν ένα ρόλο κλειδί στην ανάπτυξη μίας πολυπολιτισμικής Ευρώπης.
Case Study: Τα Μεταπτυχιακά Προγράμματα Σπουδών αποτελούν σημαντική επένδυση!
Οι περισσότερες επιχειρήσεις,ειδικά αυτή την περίοδο, με έντονη την επίδραση της κρίσης στη χώρα μας, έχουν εντοπίσει την ανάγκη για συνεχή εκπαίδευση και ανάπτυξη των στελεχών, ειδικά αυτών που θα διεκδικήσουν ανώτερες θέσεις στο εγγύς μέλλον. Οι μεταπτυχιακές σπουδές αποτελούν σημαντικό και απαραίτητο βήμα στην πορεία στελεχών που θέλουν να συμπεριληφθούν στη λίστα των επικρατέστερων για προαγωγή σε δυναμικές διοικητικές θέσεις εργασίας, για μετακίνηση στο εξωτερικό και γενικότερα για μια καριέρα με προοπτικές και διάρκεια.
Παράλληλα και τα ίδια τα στελέχη έχουν γίνει πολύ πιο επιλεκτικά και απαιτητικά όσον αφορά την επιλογή ενός προγράμματος, που θα τους προσφέρει, όχι μόνο τυπικά προσόντα, αλλά και ουσιαστική γνώση, δυνατότητα άμεσης εφαρμογής και αύξησης της απόδοσής τους στην εργασία τους ή τους τομείς δράσης που καλούνται ή στοχεύουν να αναλάβουν μετά την ολοκλήρωση του προγράμματος. Απαραίτητη προϋπόθεση είναι η δυνατότητα που προσφέρεται στους εργαζόμενους να συνδυάζουν αποτελεσματικά εργασία και σπουδές, επιλέγοντας part time ωράρια ή προγράμματα που στηρίζονται στην εξ αποστάσεως εκπαίδευση και το e-learning.
Στην APIVITA, τα περισσότερα στελέχη επιλέγουν προγράμματα MBA, που τους προσφέρουν, εκτός των σφαιρικών γνώσεων, δυνατότητες δικτύωσης, εμπλοκή σε διεθνοποιημένο περιβάλλον και κατά κύριο λόγο επαγγελματική ανέλιξη. Υπάρχουν όμως και εργαζόμενοι που επιθυμούν πρωτίστως να εξειδικευτούν στον τομέα στον οποίο απασχολούνται ή αποφασίζουν να κάνουν μια στροφή καριέρας σε ένα διαφορετικό αντικείμενο. Σε άμεση σύνδεση με τη δραστηριότητα της εταιρείας και την εξέλιξή της, τέτοια προγράμματα έχουν ως αντικείμενο τη Διαχείριση Ποιότητας, θέματα περιβάλλοντος και πράσινης ενέργειας, αλλά και το International Business & Marketing και τις νέες τεχνολογίες επικοινωνίας.
Η εταιρεία μας υποστηρίζει την απόφαση των στελεχών να συμμετέχουν σε ένα μεταπτυχιακό πρόγραμμα, ενισχύοντας την προσπάθεια οικονομικά, αλλά και προσφέροντας μεγαλύτερη ευελιξία ωραρίου ή χορήγηση αδειών σε περιόδους εξετάσεων ή συμμετοχής σε δραστηριότητες των προγραμμάτων σε εργάσιμες ημέρες και ώρες. Κι αυτό γιατί θεωρούμε ότι ένα μεταπτυχιακό πρόγραμμα σπουδών αποτελεί σημαντική επένδυση για τον εργαζόμενο, όχι τόσο από πλευράς κόστους, αλλά κυρίως για την προσπάθεια και τον προσωπικό χρόνο που απαιτείται, και για την επιχείρηση, λόγω της επίδρασης στην ενίσχυση της ανταγωνιστικότητάς της.
Βίκυ Φωτεινοπούλου, Training & Development Manager, APIVITA
Viewpoint: «Η γνώση είναι δύναμη»
Στο σημερινό «παγκόσμιο χωριό», η εργασία υπόκειται στους νόμους της προσφοράς και της ζήτησης, της ανταγωνιστικότητας, που αυτή τη φορά δέχεται δυνάμεις και πιέσεις πέρα των στενών γεωγραφικών ορίων. Η αποφοίτηση από το Λύκειο δεν θεωρείται πλέον εφόδιο απασχολησιμότητας. Ίσως δεν αρκεί πια ούτε η αποφοίτηση από το πανεπιστήμιο. Η κατοχή μεταπτυχιακού τίτλου, εκτός από «μόδα» έγινε και αναγκαιότητα καθώς όλο και περισσότεροι νέοι και νέες επιδιώκουν την απόκτηση του, στην προσπάθεια τους να βελτιώσουν τις πιθανότητες τους για εύρεση εργασίας.
Έτσι, η προσφορά αυξάνεται ενώ η ζήτηση παραμένει στάσιμη, αν δεν μειώνεται κιόλας στο περιβάλλον της σημερινής ύφεσης που μαστίζει την οικονομία μας. Σαφέστατα, η γνώση είναι δύναμη και όσο «περισσότερη» είναι, τόσο το καλύτερο. Το ερώτημα είναι αν αυτή την επιπλέον γνώση θα την αποκτήσει κανείς όλη «μονομιάς», μετά το Λύκειο ή θα ήταν καλύτερο αν την αποκτούσε σταδιακά στη διάρκεια του εργασιακού του βίου. Οι σπουδές είναι επένδυση και σαν επένδυση δεν μπορεί να αποσυνδεθεί από το ισοζύγιο «κόστους-οφέλους».
Ακούω συχνά από τη νέα γενιά το «παράπονο» ότι έκανα τόσες σπουδές, πλήρωσα τόσα λεφτά και πάλι «στα κατώτερα οικονομικά κλιμάκια εντάσσομαι»; Άξιζε τον κόπο; Ή, μετά από τόσες σπουδές όλοι μου ζητούν εργασιακή εμπειρία, που να τη βρω, πώς να την αποκτήσω αν δεν ξεκινήσω από κάπου; Ερωτήματα καθημερινά και βασανιστικά.Έχω τη γνώμη πως στη χώρα ας μπερδεύτηκε η ποσότητα με την ποιότητα. Η φράση του Σόλωνα (πολλοί την αποδίδουν και στο Σωκράτη) «γηράσκω δ’ αεί πολλά διδασκόμενος» αποκρυσταλλώνει, την ουσία του θέματος. Η μάθηση και η γνώση, είναι εξελικτικές διαδικασίες που μας ακολουθούν στη διάρκεια της ζωής μας. Όσο τις αποκτούμε, τόσο πιο δυνατοί αισθανόμαστε. Από πουθενά δεν προκύπτει ότι πρέπει να τις αποκτήσουμε μονομιάς (εκτός από μερικές εξαιρέσεις υψηλής εξειδίκευσης).
Στη γενικότερη αγορά εργασίας (εξαιρούνται οι τομείς υψηλής εξειδίκευσης) είναι καλύτερο να ξεκινήσει κανείς στον τομέα που τον ενδιαφέρει μετά την ολοκλήρωση του αντίστοιχου βασικού κύκλου σπουδών και στη συνέχεια «να μάθει από μέσα». Όλο και περισσότερες εταιρείες προσφέρουν εκπαιδευτικά σεμινάρια, πολλά υψηλού επιπέδου, και προγράμματα εκπαίδευσης εστιασμένα στις ανάγκες του κάθε στελέχους. Έτσι, μπορεί να απαντηθεί και το ερώτημα «ποια εκπαιδευτικά προγράμματα έχουν τη μεγαλύτερη απήχηση στους εργαζόμενους». Οι ίδιοι θα μπορέσουν να κρίνουν καλύτερα, αφού θα έχουν εν τω μεταξύ βιώσει το, αν αυτό που επέλεξαν αρχικά ως επάγγελμα, τους εκφράζει και θέλουν να το συνεχίσουν βελτιώνοντας τις γνώσεις τους σε αυτό το πεδίο.
Στο ερώτημα «ποια προγράμματα προσφέρουν την καλύτερη επαγγελματική αποκατάσταση», η απάντηση και πάλι θα δοθεί μέσα από την ίδια την παραγωγική διαδικασία. Όταν κάποιος «είναι εντός», έχει την ευκαιρία να διαπιστώσει με πολύ αξιόπιστο τρόπο τι θα του προσφέρουν τα παραπάνω εφόδια. Η γενική απάντηση είναι πως κανένα πρόγραμμα από μόνο του δεν είναι αρκετό. Η επαγγελματική αποκατάσταση είναι συνάρτηση γνώσεων, ικανοτήτων, δεξιοτήτων που αποκτώνται εξελικτικά.
Η εταιρεία μας προσφέρει ευρεία γκάμα σεμιναρίων και προγραμμάτων που στοχεύουν στην εξειδίκευση των γνώσεων ανάλογα με τις εξελισσόμενες ανάγκες της. Ιδιαίτερη θέση κατέχουν και τα προγράμματα της «εξ αποστάσεως» εκπαίδευσης (e-learning) που μπορεί κάποιος να παρακολουθήσει, δίχως να αποστασιοποιηθεί από την παραγωγική διαδικασία. Έτσι, όντας «μέσα στην επιχείρηση» βελτιώνει και εξειδικεύει τις γνώσεις του καθώς προετοιμάζεται για το επόμενο βήμα στην καριέρα του. Σε μερικά μάλιστα εξειδικευμένα προγράμματα, η εταιρεία μπορεί να βοηθήσει οικονομικά το άτομο υπό κάποιες προϋποθέσεις, αν αυτό επιβάλλει η πολιτική ανάπτυξής της.
Ανδρέας Μελετίου, Διευθυντής Ανθρώπινου Δυναμικού & Εκπαίδευσης, Athens Ledra Marriott
Οικονομία της γνώσης: «Η επένδυση στην εκπαίδευση αποδίδει τον καλύτερο τόκο»
Υποστήριξε ο Βενιαμίν Φραγκλίνος πολύ πριν αυτό τεκμηριωθεί από γνωστούς οικονομολόγους με έγκριτο και σαφή τρόπο.
Η πρώτη αναφορά στον όρο «ανθρώπινο κεφάλαιο» πραγματοποιήθηκε από τον Adam Smith, στο βιβλίο του «Ο Πλούτος των Εθνών» το 1776. Ο ίδιος, θεμελιωτής του οικονομικού φιλελευθερισμού, αναφέρει πως «η εκπαίδευση ή η κατάρτιση ενός εργαζομένου για να γίνει ειδικευμένος, στοιχίζει στον εργαζόμενο ή στην επιχείρηση ένα ποσό χρημάτων, όμως αυτά τα χρήματα ανακάμπτουν με το χρόνο γιατί ο ειδικευμένος εργάτης είναι πιο παραγωγικός από τον ανειδίκευτο».
Η ανάδειξη του «ανθρώπινου κεφαλαίου» ως οικονομική έννοια θα πραγματοποιηθεί πολύ αργότερα από τον Theodor Schultz, ο οποίος θεωρείται και πνευματικός της πατέρας. Το 1964 ο νομπελίστας Gary Becker μαζί με τον Th. Schultz εκδίδουν το βιβλίο με τίτλο «Η εκπαίδευση είναι επένδυση», όπου προσπάθησαν να χρησιμοποιήσουν το «κεφάλαιο» για να ερμηνεύσουν το ρόλο της εκπαίδευσης και της εξειδικευμένης γνώσης στην προαγωγή της ευημερίας και της οικονομικής ανάπτυξης. Έτσι ξεκίνησε μία νέα εποχή για την επονομαζόμενη «Οικονομία της γνώσης».
Σύμφωνα με τον Π. Δρακόπουλο (2006), «οικονομία της γνώσης σημαίνει ότι οι κλασικοί παραγωγικοί συντελεστές (γη, κεφάλαιο, εργασία) έχουν πια μικρότερη αξία στην παραγωγή και τη δημιουργία κερδών σε σχέση με τους άυλους συντελεστές (πληροφορία, γνώση, ειδικότητες, συνοπτικά δηλαδή το ανθρώπινο κεφάλαιο)». Όσο περισσότερες και καλύτερες πληροφορίες και γνώσεις παράγουν οι κοινωνίες, τόσο πιο πλούσιες, παραγωγικές και ανταγωνιστικές γίνονται μεσοπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα χαρακτηριζόμενες πάντα από ένα καινοτόμο πνεύμα.
Πιο συγκεκριμένα, η οικονομία της γνώσης αποτελείται από τρεις βασικούς πυλώνες: την τεχνολογία της πληροφορικής και των τηλεπικοινωνιών, την εκπαίδευση του ανθρώπινου δυναμικού και την καινοτομία-δημιουργικότητα που παράγονται. Δηλαδή βασικός της συντελεστής προς εξέταση, είναι ο τρόπος με τον οποίο η τεχνολογία και το ανθρώπινο κεφάλαιο μεταφράζονται σε δημιουργικότητα και καινοτομία. Σύμφωνα τώρα με τον Ι. Νικολάου (2008) ως ανθρώπινο κεφάλαιο περιγράφεται το προσωπικό μίας επιχείρησης και τα χαρακτηριστικά του, τα οποία δεν είναι άλλα από την εκπαίδευση, την εμπειρία, τη γνώση του αντικειμένου και την προθυμία, χαρακτηριστικά τα οποία μπορούν να έχουν θετική-αυξητική επίδραση στην οικονομική αξία της επιχείρησης και στην αποτελεσματικότητά της.
Με γνώμονα λοιπόν αυτό, τα στελέχη μίας επιχείρησης πρέπει να αντιμετωπίζονται ως πηγή δημιουργίας, διατήρησης ή ακόμη και επιβίωσης ενός οργανισμού και όχι ως «αναλώσιμα στοιχεία» ενός συστήματος. Ως ανθρώπινο κεφάλαιο λογίζεται το σύνολο της σοφίας, των γνώσεων, των δεξιοτήτων, των ταλέντων, των εμπνεύσεων που οδηγούν σε καινοτομίες και καθιστούν δυνατή την ανταπόκριση σε μεγάλους στόχους σύμφωνα με τον Γ. Ψαχαρόπουλο. Στην ίδια βάση κινούνται και οι νεότερες θεωρίες οικονομικής μεγέθυνσης, σύμφωνα με τις οποίες το ανθρώπινο κεφάλαιο δεν μπορεί να βρίσκεται συνεχώς σε αύξουσα πορεία, παρόλα αυτά δεν έχουμε εμφάνιση του νόμου της φθίνουσας απόδοσης, λόγω των ειδικεύσεων του ατόμου, ως μονάδα, στις νέες τεχνολογίες. Οι ειδικεύσεις λοιπόν είναι αυτές που αυξάνουν την αξία του ανθρώπινου κεφαλαίου.
Με σκοπό λοιπόν οι επιχειρήσεις να καταφέρουν να εξαλείψουν τις φθίνουσες αποδόσεις των συντελεστών παραγωγής που έχουν, οφείλουν να επενδύουν στη δημιουργία ανθρώπινου δυναμικού υψηλής τεχνογνωσίας, ώστε να αποκομίσουν το ζητούμενο τελικά, δηλαδή την αύξηση της παραγωγικότητας τους. Mε ξεκάθαρη τη σχέση του ανθρώπινου κεφαλαίου με τη μόρφωση και εξειδίκευση, όπως αυτή αποκτάται από την εκπαίδευση κάθε επιπέδου και βαθμίδας, είναι ολοφάνερο πως η ίδια η εκπαίδευση του ατόμου τελικά θα είναι περισσότερο αποτελεσματική όταν πραγματοποιηθεί στο πλαίσιο κάποιας δια βίου μάθησης.