Ενδιαφέρον παρουσιάζει πρόσφατη απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, η οποία έκρινε άκυρη την καταγγελία της σύμβασης εργασίας εργαζόμενου ως καταχρηστική, ο οποίος δεν αποδέχθηκε την προτεινόμενη μείωση των αποδοχών του κατά ποσοστό 15%, ως παραβιάζουσα τα αξιολογικά όρια της διάταξης του άρθρου 281 του Αστικού Κώδικα.

Ειδικότερα, ο εργαζόμενος είχε προσληφθεί στην εταιρεία τον Ιούνιο του έτους 2009 με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας και οι μηνιαίες αποδοχές του ανέρχονταν στο ποσό των 1.000€ και οι νόμιμες σε 820,50€. Η εταιρεία ζήτησε από τον εν λόγω εργαζόμενο τη μείωση των καταβαλλόμενων μηνιαίων αποδοχών του κατά το ποσοστό του 15%, πρόταση η οποία απερρίφθη από τον τελευταίο διότι η μείωση αυτή όχι μόνο θα του προκαλούσε άμεση (υλική) ζημία αλλά και θα ανατρεπόταν ο οικονομικός και οικογενειακός του προγραμματισμός. Μετά την άρνηση του εργαζομένου η εταιρεία τον απέλυσε και εν συνεχεία ο εργαζόμενος ζήτησε με αγωγή του την ακυρότητα της απόλυσης του και την καταβολή εκ μέρους της εναγόμενης εταιρείας μισθών υπερημερίας.

Η εναγόμενη εταιρεία προέβαλε ότι η προταθείσα τροποποίηση της συμβάσεως εργασίας ήταν επιβεβλημένη, διότι αφενός οι αποδοχές του ενάγοντος, ήταν υπέρτερες των νομίμων και αφετέρου υπήρχαν «τεράστια» οικονομικά προβλήματα που μπορούσαν να οδηγήσουν ακόμα και στο οριστικό κλείσιμο του σταθμού της και ότι η άρνηση αποδοχής της μετατροπής των όρων εργασίας εκ μέρους του εργαζομένου ήταν καταχρηστική. Το δικαστήριο απέρριψε τους ισχυρισμούς της εναγόμενης δικαιώνοντας τον εργαζόμενο, υπογραμμίζοντας ότι εκτός από τις επουσιώδεις μεταβολές των όρων εργασίας, οι οποίες καλύπτονται συνήθως και από την άσκηση του διευθυντικού δικαιώματος, κάθε άλλη τροποποίηση του περιεχόμενου της συμβάσεως εργασίας προϋποθέτει κατά κανόνα την αποδοχή του εργαζομένου.

Η απόφαση αυτή ουσιαστικά έρχεται να επικυρώσει τις σχετικές εγκυκλίους του Υπουργείου Εργασίας αναφορικά με τη μη δυνατότητα μονομερούς μείωσης του συμβατικού ανωτέρου του νομίμου μισθού του εργαζομένου. Το ενδιαφέρον εν προκειμένω έγκειται στο γεγονός ότι το Δικαστήριο με την απόφασή του αυτή δέχεται πως η εν τοις πράγμασι τροποποιητική καταγγελία του εργοδότη δύναται να ελεγχτεί από τα αρμόδια δικαστήρια και συνακόλουθα να κριθεί ως άκυρη η καταγγελία εφόσον από τα πραγματικά περιστατικά προκύπτει ότι αυτή δεν ερείδεται σε πραγματική αδυναμία της εταιρείας για την καταβολή του συμφωνημένου μισθού.

Κατά πάγια θέση της νομολογίας, καταχρηστική δεν είναι μόνο η κακόβουλη αλλά και η αντικειμενικά αδικαιολόγητη καταγγελία. Η καταγγελία χωρίς «δικαιολογημένη αιτία», χωρίς δηλαδή να συντρέχει ένας αντικειμενικός λόγος που να αφορά την οικονομοτεχνική κατάσταση, το πρόσωπο ή την συμπεριφορά του εργαζομένου και να αντιτίθεται στη συνέχιση της απασχόλησης του τελευταίου υπερβαίνει προφανώς τα επιβαλλόμενα από την καλή πίστη όρια και είναι επομένως άκυρη ως καταχρηστική. Ωστόσο, σύμφωνα με νομολογία του Αρείου Πάγου, η καταγγελία που ακολουθεί την άρνηση του εργαζομένου να δεχθεί τη μεταβολή των όρων εργασίας του δεν είναι καταχρηστική από μόνο το γεγονός ότι η άρνηση του τελευταίου αποτέλεσε την αίτια για την απόλυσή του, δεδομένου ότι από καμία διάταξη δικαίου δεν απορρέει ότι ο εργοδότης δεν έχει δικαίωμα να απαιτήσει νέους όρους εργασίας και να προβεί στην απόλυση εργαζομένου σε περίπτωσης μη αποδοχής αυτών από τον εργαζόμενο. Ο εργαζόμενος όμως, έχει κάθε δικαίωμα να εναντιωθεί σε μια δυσμενή μεταβολή του εργασιακού καθεστώτος του.

Στη σύγκρουση αυτή των συμφερόντων, ο δικαστικός έλεγχος στρέφεται στην αναζήτηση λόγων που να δικαιολογούν αντικειμενικά την προτεινόμενη τροποποίηση των όρων εργασίας και οι οποίοι μπορεί να σχετίζονται με την οικονομοτεχνική κατάσταση της επιχείρησης. Εν προκειμένω, το δικαστήριο απέρριψε τους ισχυρισμούς της εταιρείας περί οικονομικών προβλημάτων της, ενόψει της απόλυσης του ενάγοντος κατά τη διάρκεια της καλοκαιρινής περιόδου όπου η εναγομένη προσλαμβάνει διπλάσιο του μονίμου εποχικού προσωπικού και της συνέχισης της λειτουργίας του σταθμού μέχρι σήμερα, κρίνοντας ότι δεν είχαν επαρκές αποδεικτικό έρεισμα και έτσι τα εν λόγω γεγονότα δεν αποτελούν ανωτέρα βία. Ωστόσο, το δικαστήριο απέρριψε το αίτημα του εργαζόμενου για επαναπρόσληψη, καθώς η υποχρέωση του εργοδότη για αποδοχή των υπηρεσιών των εναγόντων δεν ανακύπτει ως αυτόματη συνέπεια της αναγνώρισης της ακυρότητας της καταγγελίας της συμβάσεως εργασίας.

Για περισσότερες πληροφορίες επί ζητημάτων σχετικών με εργασιακές σχέσεις επικοινωνήστε:
E: [email protected]
T: 210-6431387
F: 210-6460313