Το burnout έχει εξελιχθεί σε επιδημία στο σύγχρονο εργασιακό περιβάλλον. Πως μπορείτε να αναγνωρίσετε, να προλάβετε και να διαχειριστείτε την επαγγελματική εξουθένωση που αισθάνεστε εσείς η η ομάδα σας;

Οι απαιτήσεις του σύγχρονου εργασιακού περιβάλλοντος, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι λόγω των έξυπνων κινητών «το γραφείο» βρίσκεται μόνιμα στην τσέπη μας, έχουν οδηγήσει σε σημαντική αύξηση των επιπέδων επαγγελματικής εξουθένωσης του ανθρώπινου δυναμικού και ιδίως των υψηλόβαθμων στελεχών. Όπως αναφέρει ο Ron Friedman, συγγραφέας του βιβλίου “The Best Place to Work: The Art and Science of Creating an Extraordinary Workplace”, είναι αδιαμφισβήτητο ότι διατρέχουμε πολύ μεγαλύτερο κίνδυνο να υποφέρουμε από burnout σήμερα σε σχέση με πριν 10 χρόνια.

Η 24/7 διαθεσιμότητα και η αίσθηση του επείγοντος που δημιουργεί κάθε ειδοποίηση στο κινητό μας, ο αυξημένος ανταγωνισμός και ο καταιγισμός της πληροφόρησης οδηγούν σε μία μόνιμη κατάσταση «υπεραπασχόλησης» και σε έναν τρόπο ζωής που, αν και δυσάρεστος, φαντάζει αναπόφευκτος. Η κατάσταση επιδεινώνεται από το γεγονός ότι σήμερα τα περισσότερα στελέχη συμμετέχουν παράλληλα σε διαφορετικές ομάδες εργασίας και αναλαμβάνουν ευθύνες σε πολλαπλά έργα ταυτόχρονα.

Ο Edward Hallowell το αποτυπώνει χαρακτηριστικά στο βιβλίο του “Crazy Busy”: είμαστε τόσο απασχολημένοι που δεν προλαβαίνουμε να αφιερώσουμε λίγο χρόνο για να αναρωτηθούμε τι έχει πραγματικά σημασία για εμάς, πόσο μάλλον να βρούμε το χρόνο να το υλοποιήσουμε. «Χαμένοι» στη δουλειά υποβιβάζουμε την υγεία, τις σχέσεις και τα ενδιαφέροντά μας. Υπάρχει, όμως, τρόπος διαφυγής από την επιδημία του burnout; Πώς μπορεί κανείς να διαπιστώσει αν του συμβαίνει και κυρίως, πώς μπορεί να το ξεπεράσει;

ΤΙ ΕΙΝΑΙ ΤΟ BURNOUT
Ο όρος «επαγγελματική εξουθένωση» (burnout) είναι ένα σύνδρομο ψυχικής, σωματικής και πνευματικής κόπωσης που αποτελεί την αντίδραση του εργαζομένου στο χρόνιο και διαπροσωπικό στρες της εργασίας του και χαρακτηρίζεται από τρεις διαστάσεις:

α. συναισθηματική εξάντληση, η οποία περιλαμβάνει αισθήματα ψυχικής και σωματικής κόπωσης, απώλεια ενέργειας και διάθεσης,

β. αποπροσωποποίηση, δηλαδή απομάκρυνση, απάθεια, αποξένωση του εργαζομένου από τους πελάτες και τους συνεργάτες του και εγκαθίδρυση απρόσωπων, επιθετικών και κυνικών σχέσεων με αυτούς και

γ. αίσθημα έλλειψης προσωπικής επίτευξης και ματαίωσης, που προκύπτει από τα δύο προηγούμενα και οδηγεί το άτομο να αισθάνεται ανίκανο να προσφέρει στον χώρο εργασίας του με αποτέλεσμα να μειώνεται η αποδοτικότητά του.

Το αντίθετο του burnout είναι το engagement: αντί για εξάντληση, κυνισμό και αίσθημα ανικανότητας, ο εργαζόμενος είναι γεμάτος ενέργεια, συμμετέχει δυναμικά και αποδίδει. Το σύνδρομο αναγνωρίστηκε αρχικά σε επαγγέλματα υγείας (ιατρούς, νοσηλευτές, ψυχολόγους κ.ά.) και σε θέσεις ευθύνης (διευθυντικά στελέχη), ωστόσο έχει επεκταθεί σε όλους τους κλάδους και τις θέσεις ιεραρχίας.

ΠΩΣ ΘΑ ΤΟ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΕΤΕ
Σωστή διαχείριση της δουλειάς. Αυτό είναι ένα εξαιρετικά κρίσιμο όπλο και η μάχη πρέπει να κερδηθεί σε τέσσερα μέτωπα. Το πρώτο είναι ο όγκος της εργασίας. Πολλά στελέχη αναλαμβάνουν περισσότερες αρμοδιότητες από όσες μπορούν να φέρουν σε πέρας, είτε από αδυναμία να οριοθετηθούν και να πουν όχι, είτε επειδή δεν υπολογίζουν ρεαλιστικά τον χρόνο που απαιτείται για την ολοκλήρωση των έργων.

Το δεύτερο μέτωπο είναι η ανεπάρκεια διαθέσιμων ανθρώπινων πόρων για να συνδράμουν ή η μη αξιοποίησή τους. Συχνά, οι επιτυχημένοι επαγγελματίες λειτουργούν συγκεντρωτικά και φοβούνται να αναθέσουν ευθύνες στους υφισταμένους ή τους συνεργάτες τους. Οι μάνατζερ Τύπου Α, ιδίως, επιδίδονται ακούραστα σε micro-management, απομακρύνοντας και χάνοντας έτσι τα ικανά στελέχη τους, με αποτέλεσμα να επιφορτίζονται με ακόμη περισσότερη δουλειά. Το τρίτο μέτωπο είναι το μάταιο κυνήγι της τελειότητας και το τέταρτο η ανικανότητα προτεραιοποίησης και επικέντρωσης στα σωστά θέματα. Για παράδειγμα, η επικέντρωση σε θέματα που είναι επείγοντα μεν, όχι τόσο σημαντικά δε, η σταθερή μετάθεση δύσκολων ζητημάτων για αργότερα, η συνεχής διακοπή της ροής της δουλειάς για έλεγχο και ανταπόκριση στα εισερχόμενα e-mails είναι κλασικές αντιπαραγωγικές πρακτικές.

Χαλάρωση και ανανέωση. Δεν είναι μύθος ότι η επιτυχία απαιτεί κόπο και σκληρή δουλειά. Προκειμένου να καταφέρουμε να ανταπεξέλθουμε στις απαιτήσεις αυτές μακροπρόθεσμα χωρίς να πάθουμε burnout, είναι απαραίτητο να βρούμε τρόπους για προσωπική εκτόνωση και ανανέωση. Στο άρθρο τους στο Harvard Business Review, “Three Ways to Beat Burnout”, οι σύμβουλοι ανάπτυξης ηγεσίας C. Gergen και G. Vanourek προτείνουν στα στελέχη να απαντήσουν στις ακόλουθες ερωτήσεις:

  • Καθημερινή ανανέωση: Πώς ξεκινάτε τη μέρα σας; Κάνετε σταθερά μέσα στη μέρα ένα διάλειμμα για σκέψη και χαλάρωση ή έχετε συνέχεια πατημένο το γκάζι; Ασκήστε, κοιμάστε επαρκώς, τρέφεστε σωστά και γενικά φροντίζετε την υγεία σας;
  • Μακροπρόθεσμη ανανέωση: Αφιερώνετε χρόνο για ταξίδια και ξεκούραση; Απολαμβάνετε το χρόνο των διακοπών σας;
  • Προσωπικό καταφύγιο: Υπάρχει ένα μέρος ή μια ευχάριστη δραστηριότητα που σας επιτρέπει να ξεφύγετε, να ηρεμήσετε, να σκεφτείτε (π.χ. διαλογισμός, yoga, μουσική, τρέξιμο, περίπατος στη φύση ή οτιδήποτε άλλο σας αναζωογονεί);

Διαλείμματα μέσα στη μέρα. Προκειμένου να είμαστε παραγωγικοί μακροπρόθεσμα είναι απαραίτητο να κάνουμε διαλείμματα μέσα στη μέρα για να φορτίζουμε τις μπαταρίες μας, τονίζει ο R. Friedman. Μια σύντομη βόλτα ή ένα μεσημεριανό γεύμα εκτός γραφείου, λειτουργούν τονωτικά για το άτομο αλλά και δημιουργικά για την εργασία του: πολλές φορές χρειάζεται να αποστασιοποιηθούμε πνευματικά αλλά και σωματικά από το πλαίσιο / το πρόβλημα / το εργασιακό περιβάλλον, για να βρούμε τη λύση. Ωστόσο, έχει σημασία ο χρόνος που θα επιλέξουμε- τα διαλείμματα δεν ενδείκνυνται την ώρα που η ενέργειά μας είναι στο ζενίθ- συνήθως τις πρωινές ώρες.

Τέλος, πέρα από τα διαλείμματα κατά τη διάρκεια της ημέρας, απαραίτητα είναι και τα διαλείμματα από τον έλεγχο του smartphone για νέα e-mails, ιδίως το βράδυ ή κατά τη διάρκεια των διακοπών.

Επιλογή της «κατάλληλης δουλειάς». Αυτό το όπλο για την πρόληψη και την αντιμετώπιση του burnout είναι και το πιο παραμελημένο: το να απασχολούμαστε με ένα αντικείμενο που μας εκφράζει, που έχει για εμάς αξία και νόημα. Παγιδευμένοι στους γρήγορους ρυθμούς της καθημερινότητας, δεν προλαβαίνουμε να αναρωτηθούμε αν η εργασία μας έχει σπουδαιότητα για εμάς, αν συνεισφέρει στο πώς οραματιζόμαστε να εξελιχθεί η ζωή μας, αν στο χώρο εργασίας αξιοποιούμε τα ενδιαφέροντα, τις αξίες και τα δυνατά μας σημεία. Οι ειδικοί χρησιμοποιούν διάφορους όρους (“state of emptiness”-Parker Palmer, “rustout syndrome”-Richard Leider, “smoldering discontent”-Bob Buford) για να περιγράψουν αυτό το αίσθημα της ματαίωσης και του κενού, το burnout που προκύπτει από τη συνειδητοποίηση ότι αγωνιζόμαστε να επιτύχουμε (ή επιτύχαμε ήδη) σε έναν τομέα που τελικά δεν είναι σημαντικός για εμάς.

Τι σημαίνει αυτό πρακτικά για τα στελέχη; Πρώτον, όσο αυτό είναι δυνατόν, να επιλέξουν οργανισμούς με αποστολή και αξίες που τους ταιριάζουν. Δεύτερον, να επιδιώξουν να εμφυσήσουν δημιουργικά τις αξίες, τις δυνάμεις και τα ταλέντα τους στο υφιστάμενο αντικείμενο και τον τρόπο εργασίας τους. Στο πρόσφατο άρθρο του στο Harvard Business Review “Avoid Burnout by Asking this Question”, ο συγγραφέας Neil Pasricha υποστηρίζει ότι μπορούμε να αποφύγουμε το burnout απαντώντας με ειλικρίνεια στην ερώτηση «θα έκανα αυτή τη δουλειά χωρίς αμοιβή;». Αυτό δεν σημαίνει ότι θα πρέπει κανείς να δουλεύει αμισθί. Σύμφωνα με τον N. Pasricha, ωστόσο, αν η απάντηση είναι αρνητική, αν ο μόνος λόγος για τον οποίο παραμένουμε σε έναν οργανισμό είναι τα χρήματα, τότε οι πιθανότητες να υποφέρουμε από burnout στο μέλλον αυξάνονται δραστικά.

Έμφαση στο “monotasking” αντί για το “multitasking”. Η νευροεπιστήμη έχει καταδείξει ότι η διαδεδομένη αξία του “multitasking” είναι μύθος. Σε αντίθεση με τους υπολογιστές, τα ανθρώπινα όντα δεν είναι προγραμματισμένα να επεξεργάζονται παράλληλα πολλά δεδομένα με αποτελεσματικό τρόπο. Σύμφωνα με τη συγγραφέα και νευροεπιστήμονα JoAnn Deak, το multitasking διπλασιάζει τόσο τα λάθη που θα κάνουμε όσο και το χρόνο που θα χρειαστούμε για να εκτελέσουμε μία εργασία. Οι μάνατζερ μπορούν να εφαρμόσουν αυτό τον τρόπο εργασίας (serial monotasking) στην ομάδα τους αναθέτοντας ξεκάθαρους, μεμονωμένους στόχους, θέτοντας προτεραιότητες, ορίζοντας milestones που δεν συμπίπτουν μεταξύ τους και γενικότερα ξεχωρίζοντας το επείγον από το σημαντικό.

Ενθάρρυνση της «αποσύνδεσης» από το περιβάλλον εργασίας. Η καθιερωμένη πλέον “always-on” εργασιακή κουλτούρα δεν επιβαρύνει μόνο την παραγωγικότητα και τη δημιουργικότητα, αλλά δυσχεραίνει και τη δυνατότητα «αποσύνδεσης» του ανθρώπινου δυναμικού από την εργασία του (“Recovering from information overload”, McKinsey Quarterly, Ιανουάριος 2011). Ακόμα και οι καλύτεροι αθλητές στις πιο επιτυχημένες ομάδες, όμως, χρειάζονται αποθεραπεία, χρόνο για να χαλαρώσουν και να μαζέψουν δυνάμεις. Ρόλος των διευθυντικών στελεχών είναι να συστηματοποιήσουν αυτό το χρόνο «αποθεραπείας» για τους ανθρώπους τους, θέτοντας κανόνες που ισχύουν για όλους (και για τους ίδιους). Ενδεικτικά, μπορούν να ορίσουν πότε προβλέπεται τα μέλη της ομάδας να είναι διαθέσιμα, είτε στο χώρο εργασίας είτε ηλεκτρονικά, και πότε δεν προβλέπεται (π.χ. όχι e-mails μετά τις 8μ.μ. ή τα σαββατοκύριακα).

Επιδίωξη «κενών» μέσα στην εργάσιμη ημέρα και «χαλαρών περιόδων» μέσα στο χρόνο. Στο τέλος της ημέρας αυτό που μετρά για τις επιχειρήσεις δεν είναι ο χρόνος που αφιερώνουν οι εργαζόμενοι στο γραφείο αλλά το αποτέλεσμα της δουλειάς τους: όχι πόσο πολύ, αλλά πόσο παραγωγικά δουλεύουν. Δίνοντας και οι ίδιοι το παράδειγμα, οι μάνατζερ πρέπει να αποφεύγουν την επιβράβευση με κριτήριο τις πολλές ώρες εργασίας, να επιτρέπουν τα σύντομα διαλείμματα, καθώς και να επιδιώκουν να υπάρχουν περίοδοι με πιο χαλαρούς ρυθμούς κατά τη διάρκεια της χρονιάς, για ανασύνταξη δυνάμεων.