Η πρόβλεψη της ελληνικής νομοθεσίας για υποβολή σχετικού αιτήματος από τις ενδιαφερόμενες επιχειρήσεις και λήψη προηγούμενης διοικητικής έγκρισης για τη διενέργεια ομαδικών απολύσεων κρίθηκε αντίθετη με το Ευρωπαϊκό Δίκαιο από το Γενικό Εισαγγελέα του ΔΕΕ, σύμφωνα με την Εισήγησή του, σχετικά με την αίτηση για την έκδοση προδικαστικής απόφασης του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου (C-201/15 ΑΓΕΤ Ηρακλής).

Με κύριο σκοπό την προστασία των εργαζομένων, έχει θεσπιστεί προστατευτικό πλαίσιο βάσει τόσο ρυθμίσεων του Ευρωπαϊκού Δικαίου, όσο και του έλληνα νομοθέτη, σε περίπτωση που λαμβάνουν χώρα απολύσεις εργαζομένων, που δεν οφείλονται στο πρόσωπό τους, αλλά σε οικονομικά, κατά κύριο λόγο, προβλήματα του εργοδότη (ευρωπαϊκή νομοθεσία: Οδηγία 75/129, όπως εν συνεχεία τροποποιήθηκε από την Οδηγία 92/56 και εν συνεχεία από την Οδηγία 98/59 & ελληνική νομοθεσία: Ν. 1387/1983, όπως τροποποιήθηκε από το Ν. 2736/1999, εν συνεχεία από το Ν. 2874/2000 και το Ν. 2488/2006 και τέλος το Ν. 3863/2010).

Με δεδομένο το ανωτέρω πλαίσιο, βάσει του οποίου προβλέπεται ότι στην ελληνική έννομη τάξη η Διοίκηση παρεμβαίνει αποφασιστικά, όσον αφορά στην έγκριση ή μη των ομαδικών απολύσεων, ο Γενικός Εισαγγελέας του Δικαστηρίου της Ε.Ε. (ΔΕΕ) Nils Wahl, δια της Εισηγήσεως – Προτάσεών του σχετικά με την αίτηση για την έκδοση προδικαστικής απόφασης, την οποία υπέβαλε στο ΔΕΕ το Συμβούλιο της Επικρατείας, την 29η Απριλίου 2015 [Ανώνυμη Γενική Εταιρεία Τσιμέντων Ηρακλής (ΑΓΕΤ Ηρακλής) – Υπόθεση C-201/15], υποστήριξε ότι το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης απαγορεύει την απαίτηση οι εργοδότες να λαμβάνουν προηγούμενη διοικητική έγκριση για τις ομαδικές απολύσεις.

Ειδικότερα, η διαφορά ανέκυψε μετά την άρνηση των ελληνικών αρχών να επιτρέψουν στην προσφεύγουσα της κύριας δίκης – θυγατρική της Lafarge Holcim Ltd, επιχειρήσεως, που δραστηριοποιείται σε πολλά κράτη-μέλη, συμπεριλαμβανομένης της Ελλάδας – να προβεί σε ομαδικές απολύσεις. Το γεγονός αυτό ώθησε το Συμβούλιο της Επικρατείας να υποβάλει στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο δύο προδικαστικά ερωτήματα, σχετικά με τη συμβατότητα της ελληνικής νομοθεσίας, αφενός, με την Οδηγία 98/59/ΕΚ και, αφετέρου, με τις διατάξεις της Συνθήκης περί της ελευθερίας εγκατάστασης και της ελεύθερης κυκλοφορίας των κεφαλαίων [άρθρα 49 και 63 της Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ)].

Σε αυτό το πλαίσιο, επισημαίνει ο Γενικός Εισαγγελέας, ενώ η ελληνική νομοθεσία φαίνεται να είναι συμβατή με την Οδηγία 98/59, δεν μπορεί να υποστηριχθεί το ίδιο όσον αφορά στις θεμελιώδεις ελευθερίες, που κατοχυρώνονται στο πλαίσιο της Συνθήκης Λειτουργίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Φρονώ, αναφέρει ο Ν. Wahl, «…ότι στα προδικαστικά ερωτήματα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι, κατά την ορθή ερμηνεία, το άρθρο 49 ΣΛΕΕ, ερμηνευόμενο υπό το πρίσμα του άρθρου 16 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, απαγορεύει διάταξη όπως αυτή του άρθρου 5, παράγραφος 3, του νόμου 1387/1983 (όπως έχει τροποποιηθεί και ισχύει βάσει των ανωτέρω) η οποία, μεταξύ άλλων, απαιτεί από τους εργοδότες να λαμβάνουν διοικητική έγκριση, πριν προβούν σε ομαδικές απολύσεις και η οποία διάταξη εξαρτά την εν λόγω έγκριση από τις συνθήκες της αγοράς εργασίας, από την κατάσταση της επιχειρήσεως και από το συμφέρον της εθνικής οικονομίας…».

Στην ανωτέρω Εισήγηση, παρότι η πρώτη αντίδραση της Ελληνικής Κυβερνήσεως ήταν έντονη, δια στόματος του Υπουργού Εργασίας & Κοινωνικής Ασφάλισης, κυρίου Κατρούγκαλου, ο οποίος τόνισε ότι η εν λόγω Εισήγηση δεν είναι δεσμευτική για το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο και επίσης ότι η άποψη του Γενικού Εισαγγελέα έχει σχέση με τις διαδικαστικές προϋποθέσεις και όχι τα ουσιαστικά κριτήρια και τις στοιχειώδεις εγγυήσεις για την προστασία των εργαζομένων, βάσει των οποίων πρέπει να κρίνονται και εγκρίνονται οι ομαδικές απολύσεις, η εν λόγω υπόθεση φαίνεται ότι θα κριθεί αποφασιστικά τόσο από την Απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου, όσο και από το κατά πόσο η πρόθεση του ΔΝΤ να απελευθερωθούν πλήρως, δια νέας νομοθετικής πρωτοβουλίας, οι ομαδικές απολύσεις, έως τα τέλη του 2016, θα υιοθετηθεί τελικά από την Ελληνική Βουλή & Κυβέρνηση.

Για περισσότερες πληροφορίες επί ζητημάτων σχετικών με εργασιακές σχέσεις επικοινωνήστε:
E: [email protected]
T: 210-6431387
F: 210-6460313