Οι ευέλικτες μορφές εργασίας, παρά το γεγονός ότι έχουν αποτελέσει αρκετές φορές αιτία συγκρούσεων, φαίνεται να κερδίζουν ολοένα και περισσότερο έδαφος. Μία από τις σημαντικότερες εξελίξεις στην κατεύθυνση της προώθησης υέλικτων πολιτικών εργασίας είναι ο θεσμός της προσωρινής απασχόλησης, που - με τη μερική απασχόληση - συναποτελούν τις δύο πιο διαδεδομένες μορφές ευελιξίας στο χώρο εργασίας.

<‘Σελίδα 1: Το ελληνικό «μοντέλο» της προσωρινής απασχόλησης’>
Η πλήρης και σταθερή απασχόληση αποτελεί κατά κύριο λόγο τη βασική προτεραιότητα κάθε συμβαλλόμενου σε μία σχέση εργασίας, από τον εργαζόμενο και τον εργοδότη μέχρι τον νομοθέτη και το υπουργείο. Ωστόσο, οι παραδοσιακές μορφές εργασίας όλο και περισσότερο τίθενται υπό αμφισβήτηση. Έτσι, οι σύγχρονοι εργαζόμενοι που βρίσκονται αντιμέτωποι με τις προκλήσεις που συνιστούν, μεταξύ άλλων, η ταχεία τεχνολογική πρόοδος και ο ανταγωνισμός που προκύπτει από τη διεθνοποίηση, αναγκάζονται να υιοθετούν χαρακτηριστικά όπως η ευελιξία, η ετοιμότητα και η προσαρμοστικότητα, προκειμένου να εναρμονιστούν με τις νέες μορφές απασχόλησης.

Το καθεστώς της προσωρινής απασχόλησης άρχισε να εφαρμόζεται στη χώρα μας την τελευταία εικοσαετία, παρά το γεγονός ότι δεν υπήρχε νομοθετική ρύθμιση που να την προβλέπει

Ειδικά η προσωρινή απασχόληση, η οποία δε διαθέτει -σε σχέση με άλλες ευρωπαϊκές χώρες- ιδιαίτερα μεγάλη ιστορία στην Ελλάδα, έχει αναπτυχθεί σημαντικά. Ως ειδικότερες μορφές προσωρινής απασχόλησης αναγνωρίζονται:

  • H απασχόληση με σύμβαση έργου ή ορισμένου χρόνου, οι οποίες αποτελούν τη συνηθέστερη πρακτική ανάπτυξης της προσωρινής απασχόλησης στην Ελλάδα. Σε αυτή την περίπτωση, το σημείο λήξης προσδιορίζεται με συγκεκριμένη ημερομηνία είτε συμφωνείται ως διάρκειά της ένα συγκεκριμένο χρονικό διάστημα.
  • Η εποχιακή απασχόληση, όπου η ιδιομορφία της έγκειται στο ότι συνδέεται με την περιοδικότητα της δραστηριότητας επιχειρήσεων σε συγκεκριμένες χρονικές περιόδους κατά τη διάρκεια του έτους. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελούν επιχειρήσεις που σχετίζονται άμεσα με τον τουρισμό (π.χ. ξενοδοχεία, τουριστικές επιχειρήσεις, εστιατόρια κτλ.) και ορισμένοι βιομηχανικοί κλάδοι με κύριο αντικείμενο την επεξεργασία αγροτικών προϊόντων.

Το ελληνικό «μοντέλο»
Το καθεστώς της προσωρινής απασχόλησης άρχισε να εφαρμόζεται στη χώρα μας την τελευταία εικοσαετία, παρά το γεγονός ότι δεν υπήρχε νομοθετική ρύθμιση που να την προβλέπει. Στο πλαίσιο, ωστόσο, μίας προσπάθειας προσαρμογής της εργατικής νομοθεσίας στα νέα κοινωνικά και οικονομικά δεδομένα, από το 2001 αυτός ο τύπος απασχόλησης ρυθμίστηκε και νομικά και άρχισε να αναπτύσσεται ακόμα περισσότερο στην Ελλάδα. Συγκεκριμένα, τον Οκτώβριο του 2001, ψηφίστηκε από τη Βουλή ο νόμος με το γενικό τίτλο «Ανασυγκρότηση του Οργανισμού Απασχόλησης του Εργατικού Δυναμικού και άλλες διατάξεις».

Στο πλαίσιο του συγκεκριμένου νόμου, ορίζεται για πρώτη φορά το νομοθετικό πλαίσιο για τη σύσταση και λειτουργία των Εταιρειών Προσωρινής Απασχόλησης, καθώς και για τα εργασιακά δικαιώματα των απασχολούμενων σε αυτές. Πράγματι, Εταιρείες Προσωρινής Απασχόλησης (ΕΠΑ) είναι εκείνες οι οποίες έχουν ως αντικείμενο δραστηριότητας την παροχή εργασίας από μισθωτούς τους σε άλλον εργοδότη (έμμεσο εργοδότη) για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα. Οι εταιρείες αυτές δεν επιτρέπεται να ασκούν οποιαδήποτε άλλη δραστηριότητα, ενώ κατ’ εξαίρεση, επιτρέπεται μετά από χορήγηση ειδικής άδειας να μεσολαβούν για την εξεύρεση θέσεων εργασίας. Επιπλέον, στο άρθρο 22 του εν λόγω νόμου, κατοχυρώνονται τα εργασιακά δικαιώματα των προσωρινά απασχολούμενων.

Συγκεκριμένα, αναφέρεται ότι για την παροχή εργασίας με αυτή τη μορφή απασχόλησης απαιτείται προηγούμενη έγγραφη σύμβαση εργασίας ορισμένου ή αορίστου χρόνου, η οποία συνάπτεται μεταξύ του άμεσου εργοδότη (ΕΠΑ) και του μισθωτού, και στην οποία πρέπει να αναφέρονται απαραιτήτως οι όροι εργασίας και η διάρκειά της, οι όροι παροχής εργασίας στον έμμεσο εργοδότη, οι όροι αμοιβής και ασφάλισης του μισθωτού καθώς και κάθε άλλο στοιχείο που πρέπει να γνωρίζει ο μισθωτός αναφορικά με την παροχή της εργασίας του.

Η διάρκεια της απασχόλησης του μισθωτού από τον έμμεσο εργοδότη δεν επιτρέπεται να είναι μεγαλύτερη από οκτώ μήνες ενώ η έγγραφη ανανέωση είναι δυνατή με την προϋπόθεση ότι η συνολική διάρκεια της ανανέωσης δεν θα υπερβαίνει τους οκτώ μήνες. Σε περίπτωση συνέχισης της απασχόλησης του μισθωτού από τον έμμεσο εργοδότη μετά τη λήξη της διάρκειάς της και της τυχόν ανανέωσής της για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο από δύο μήνες, η σύμβαση θεωρείται ότι μετατρέπεται αυτοδίκαια σε σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου μεταξύ μισθωτού και έμμεσου εργοδότη.
<‘here’>


<‘Σελίδα 2: Γιατί εφαρμόζεται και τι προσφέρει η προσωρινή απασχόληση σε εργαζόμενο και εργοδότη’>
Γιατί εφαρμόζεται και τι προσφέρει;
Η επιδίωξη όσον αφορά στις ευέλικτες μορφές απασχόλησης, τόσο σε ευρωπαϊκό-κοινοτικό όσο και σε εθνικό επίπεδο, είναι να λειτουργούν συμπληρωματικά διευκολύνοντας την είσοδο στην αγορά εργασίας, ιδιαίτερα κάποιων ευάλωτων ομάδων, ενώ απαραίτητες προϋποθέσεις για την προώθηση αυτών των μορφών είναι η επιλογή τους να πραγματοποιείται εκούσια και να υπάρχουν αποτελεσματικοί μηχανισμοί μετάβασης στην σταθερή απασχόληση.

Η εργασία διαμέσου Εταιρείας Προσωρινής Απασχόλησης, σύμφωνα με την Κατερίνα Τσάκωνα, Γενική Διευθύντρια της ISS Human Resources A.E., αποτελεί μία μορφή εναλλακτικής απασχόλησης, η οποία ορίζεται ως «απασχόληση προκαθορισμένης χρονικής διάρκειας» με πολλαπλά οφέλη που εντοπίζονται στη κάλυψη έκτακτων ή τακτικών αναγκών των επιχειρήσεων καθώς και στην ελάφρυνση των διοικητικών βαρών και του κόστους που συνεπάγεται η εύρεση και διαχείριση του προσωπικού.

Προκειμένου να αποφύγουν να βρεθούν αντιμέτωπα με την ανεργία, πολλά άτομα επιλέγουν να εργαστούν υπό το καθεστώς της προσωρινής απασχόλησης, αντιμετωπίζοντας το ως μία μορφή διεξόδου

Έτσι, μία επιχείρηση που χρησιμοποιεί τις υπηρεσίες της ΕΠΑ αναφέρει η Κ. Τσάκωνα, αντλεί οφέλη, μεταξύ άλλων, μέσω της άμεσης κάλυψης έκτακτων θέσεων εργασίας που ενίοτε προκύπτουν (π.χ. εποχικών, αιχμής, αδειών εγκυμοσύνης, ασθένειας κλπ), της ευελιξίας που προσφέρουν οι συμβάσεις ορισμένου χρόνου, της επιμήκυνσης της δοκιμαστικής περιόδου ενός εργαζόμενου, της μείωσης του χρόνου και του κόστους που επιφέρει η διαδικασία αξιολόγησης και επιλογής του κατάλληλου προσωπικού και της συλλογής συστάσεων από προηγούμενους εργοδότες, της μείωσης του κόστους που επιφέρει η πρόσληψη, η γραφειοκρατική διεκπεραίωση και η διαχείριση της μισθοδοσίας των εργαζόμενων.

Μάλιστα η Κ. Τσάκωνα προσθέτει ότι σε περιόδους οικονομικών κρίσεων οι επιχειρήσεις, ιδιαίτερα σε χώρες με ανελαστικό και άκαμπτο ρυθμιστικό πλαίσιο στην αγορά εργασίας, στοχεύουν στην ευελιξία. Η Χριστίνα Δακτυλίδου, HR Manager της Adecco Ελλάδος, υποστηρίζει ότι χάρη στην προσωρινή απασχόληση, οι εταιρείες έχουν τη δυνατότητα, με ελεγχόμενο κόστος να καλύψουν άμεσα συγκεκριμένες ανάγκες σε ανθρώπινο δυναμικό καθώς επίσης απαλλάσσονται από χρονοβόρες διεκπεραιωτικές διαδικασίες έχοντας έτσι τη δυνατότητα να επιδοθούν στη διαχείριση άλλων σημαντικών για τον τομέα του ανθρώπινου δυναμικού ζητημάτων. Αντίστοιχα, η Leigh Ostergard-Alexandropoulou, Managing Director, Greece & Cyprus της Randstad υποστηρίζει ότι οι επιχειρήσεις παγκοσμίως, προτιμούν την προσωρινή απασχόληση, καθώς τους δίνει τη δυνατότητα της ευέλικτης εργασίας και συγχρόνως, όταν προκύψουν έκτακτες ανάγκες σε προσωπικό, δεν τους αποσπά από βασικές υποχρεώσεις τους.

Τέλος, ο Θεόδωρος Τόλλης, Διευθυντής του τομέα HR Outsourcing της ICAP Group, αναφέρει τη μείωση του λειτουργικού κόστους ως το πιο προφανές πλεονέκτημα και εύκολα μετρήσιμο στοιχείο που προσφέρει η προσωρινή απασχόληση σε μία επιχείρηση. Ο Θ. Τόλλης, σημειώνει επίσης ότι η τάση για εξωτερική ανάθεση εργασιών που σχετίζονται με τη διάθεση και διαχείριση προσωπικού, αυξάνεται σημαντικά χρόνο με το χρόνο στη χώρα μας προσθέτοντας ότι σε ετήσια βάση η αύξηση του θεσμού της προσωρινής απασχόλησης πλησιάζει το 20%.

Η μέχρι σήμερα εμπειρία της εφαρμογής του καθεστώτος της προσωρινής απασχόλησης, όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά και σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες και τις ΗΠΑ, έχουν αναδείξει αρκετά οφέλη τόσο για τον απασχολούμενο όσο και για την εταιρεία.

Σύμφωνα με διάφορες μελέτες, η προσωρινή απασχόληση διευκολύνει τις περισσότερες μεταβατικές καταστάσεις στην αγορά εργασίας: από την κινητικότητα μεταξύ των θέσεων εργασίας, τη μετάβαση από την ανεργία στην απασχόληση, την ένταξη των σπουδαστών στην αγορά εργασίας κ.λπ. Πολλές επιχειρήσεις προσλαμβάνουν προσωρινά απασχολούμενους υπό την πίεση του ανταγωνισμού, εκμεταλλευόμενοι την ευελιξία που προσφέρουν οι προσωρινές συμβάσεις.

Μία εταιρεία που επιλέγει να προσλάβει προσωπικό προσωρινής απασχόλησης, μειώνει σε μεγάλο βαθμό το κόστος εργασίας ανάλογα με τις πραγματικές της ανάγκες, αυξάνει την παραγωγικότητά της, μειώνει τις γραφειοκρατικές διαδικασίες με αποτέλεσμα να αποκτά ευελιξία. Άλλωστε η ευελιξία που παρέχει η υπηρεσία της προσωρινής απασχόλησης, σύμφωνα με την Χ. Δακτυλίδου, ωθεί ολοένα και περισσότερες εταιρείες στην εφαρμογή της, με σκοπό τη βελτίωση της λειτουργικότητας και παραγωγικότητάς τους. Από την άλλη, προκειμένου να αποφύγουν να βρεθούν αντιμέτωπα με την ανεργία, πολλά άτομα επιλέγουν να εργαστούν υπό το καθεστώς της προσωρινής απασχόλησης, αντιμετωπίζοντάς το ως μία μορφή διεξόδου.

Επίσης, δίνεται στον εργαζόμενο η ευκαιρία να απασχοληθεί σε μεγάλες εταιρείες αποκτώντας έτσι, σημαντική εμπειρία και προϋπηρεσία που θα του φανεί χρήσιμη στην μετέπειτα επαγγελματική του πορεία. Δεν είναι μάλιστα σπάνιο το φαινόμενο, μέσα από την προσωρινή απασχόληση, ο εργαζόμενος σε μία συγκεκριμένη εταιρεία να αποκτά τις κατάλληλες δεξιότητες με αποτέλεσμα ο εργοδότης να επιθυμεί να διατηρήσει τη συνεργασία τους και μετά τη λήξη της αρχικής σύμβασης, συμπεριλαμβάνοντάς τον στο μόνιμο προσωπικό.
<‘here’>


<‘Σελίδα 3: Τα αίτια αντιπαράθεσης σχετικά με το θεσμό και η εφαρμογή του διεθνώς’>
Αιτία αντιπαράθεσης
Η υιοθέτηση του θεσμού της προσωρινής απασχόλησης, έχει αποτελέσει ένα πολύ συχνό θέμα αντιπαράθεσης ανάμεσα στις οργανώσεις των εργαζομένων και των εργοδοτών. Τα συνδικάτα έχουν εκφράσει σοβαρές επιφυλάξεις σχετικά με την επισφάλεια των εργασιακών δικαιωμάτων των προσωρινά απασχολούμενων, χαρακτηρίζοντάς τους ως «εργαζόμενους δεύτερης ταχύτητας» από πλευράς δικαιωμάτων, καθώς αποτελούν μία κατ’ εξοχήν ευέλικτη κατηγορία εργατικού δυναμικού. Παράλληλα, τα στοιχεία που χαρακτηρίζουν την εργασία τους έχουν την τάση να ταυτίζονται με μία «δευτερεύουσα» αγορά εργασίας που συνοδεύεται από ανασφάλεια, χαμηλότερες αμοιβές, καθώς και λιγότερες προοπτικές ανέλιξης.

Αν και έχει υποτιμηθεί και συκοφαντηθεί αρκετά, η προσωρινή απασχόληση συχνά έχει αναδειχθεί ως η «σωτήρια λύση» τόσο για την τόνωση της απασχόλησης και τη μείωση του δείκτη ανεργίας, όσο και για τον εργοδότη και τον ίδιο τον εργαζόμενο

Η Leigh Ostergard-Alexandropoulou υποστηρίζει ότι η προσωρινή απασχόληση θεωρείται ακόμη κάτι «νέο», με τα ποσοστά διείσδυσης να είναι από τα μικρότερα στην Ευρώπη και συνεχίζει σημειώνοντας ότι ενώ οι τάσεις βελτιώνονται, χρειάζεται περισσότερη εξοικείωση και εμπειρία, ώστε να κατανοηθούν η αξία και τα οφέλη που υπάρχουν. Κατά τη L. Ostergard-Alexandropoulou, οι εργαζόμενοι και οι εργοδότες μόνο να κερδίσουν μπορούν μέσα από την ευελιξία και την εμπειρία που προσφέρει αυτή η μορφή απασχόλησης. Η αντιμετώπιση των ευέλικτων μορφών απασχόλησης ως το μέσο για την απόκτηση ανταγωνιστικών πλεονεκτημάτων των επιχειρήσεων με παράλληλο περιορισμό των δικαιωμάτων των εργαζομένων, δε χαίρει εκτίμησης και γενικής αποδοχής προκαλώντας συχνά την αιτία πρόκλησης κοινωνικών συγκρούσεων.

Ωστόσο, αν και έχει υποτιμηθεί και συκοφαντηθεί αρκετά, αυτή η μορφή απασχόλησης συχνά έχει αναδειχθεί ως η «σωτήρια λύση» τόσο για την τόνωση της απασχόλησης και τη μείωση του δείκτη ανεργίας, όσο και για τον εργοδότη και για τον ίδιο τον εργαζόμενο. Η εύλογη χρήση τέτοιων μορφών απασχόλησης σε υγιή βάση, που στόχο έχει την κάλυψη αντίστοιχων αναγκών των επιχειρήσεων και των εργαζομένων, χωρίς να υποκαθίστανται σταθερές θέσεις εργασίας, θωρείται και η πιο αποτελεσματική και προσοδοφόρα εφαρμογή και υιοθέτησή της.

Στην Ελλάδα, συχνά η προσωρινή απασχόληση αντιμετωπίζεται ως ένδειξη απορύθμισης των εργασιακών σχέσεων και εφαρμογής νεοφιλελεύθερης πολιτικής στην αγορά εργασίας. Εντούτοις, συγκριτικά στοιχεία για την διάχυση της προσωρινής απασχόλησης στην Ευρωπαϊκή Ένωση, δε φαίνεται να επιβεβαιώνουν την αντίληψη αυτή.

Η εφαρμογή της προσωρινής απασχόλησης διεθνώς
Στο πλαίσιο της ευρωπαϊκής αγοράς εργασίας, η προσωρινή απασχόληση αποκτά όλο και μεγαλύτερη σημασία. Όσο νέες τάσεις αναδύονται στο συγκεκριμένο τομέα, ο συνολικός αριθμός των προσωρινά απασχολούμενων καθώς και το ποσοστό τους επί του συνόλου του ενεργού πληθυσμού, αυξάνεται στις περισσότερες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Τα υψηλά μάλιστα, ποσοστά ανεργίας φαίνεται να υπαγορεύουν την ανάγκη αυξημένης ευελιξίας. Σύμφωνα με μελέτη που διεξήγαγε το βελγικό παράρτημα της εταιρείας προσωρινής απασχόλησης Randstad, μόλις το 10% των προσωρινά απασχολούμενων επιστρέφουν στην ανεργία μετά από μία προσωρινή εργασία.

Στοιχεία του Παρατηρητηρίου Απασχόλησης Ερευνητική – Πληροφορική Α.Ε., που αποτελεί θυγατρική εταιρεία του ΟΑΕΔ., οδηγούν στο συμπέρασμα οτι χώρες με ρυθμιστική παράδοση ως προς τις εργασιακές σχέσεις όπως η Φινλανδία, η Σουηδία και η Γαλλία παρουσιάζουν ποσοστά προσωρινής απασχόλησης υψηλότερα του Κοινοτικού μέσου όρου ενώ η «απορυθμισμένη» Βρετανία έχει από τα χαμηλότερα ποσοστά προσωρινής απασχόλησης. Η Ισπανία ξεχωρίζει ως προς τη διάχυση της προσωρινής απασχόλησης ενώ το εντυπωσιακό είναι ότι στις ΗΠΑ, αυτή η μορφή απασχόλησης βρίσκεται σε επίπεδα χαμηλότερα όχι μόνο από τον κοινοτικό μέσο όρο αλλά και από κάθε άλλη χώρα της Ένωσης.
<‘here’>


<‘Σελίδα 4: Το προφίλ των προσωρινά απασχολούμενων’>
Το προφίλ των προσωρινά απασχολούμενων
Την προσωρινή απασχόληση επιλέγουν υποψήφιοι με απαιτητικό καθημερινό πρόγραμμα, οι οποίοι αναζητούν ευελιξία στην εργασία τους, όπως γονείς ανηλίκων, φοιτητές κτλ., υποστηρίζει η Χ. Δακτυλίδου, ενώ εκτός από τους υποψήφιους χωρίς προϋπηρεσία, που αξιοποιούν την προσωρινή απασχόληση ως δίοδο προς τη μόνιμη, αναφέρει και τα περιζήτητα στην αγορά στελέχη, με συγκεκριμένη εξειδίκευση τα οποία επιλέγουν συνειδητά να απασχολούνται σε projects ορισμένου χρόνου, λόγω των ιδιαίτερα ελκυστικών πακέτων παροχών.

Η προσωρινή απασχόληση συνήθως αποτελεί το μεταβατικό στάδιο κατά το οποίο οι εργαζόμενοι αποκτούν τα απαραίτητα προσόντα που τους ανοίγουν στην συνέχεια το δρόμο για εργασία σε θέσεις μόνιμης απασχόλησης

Σύμφωνα με πρόσφατη έρευνα της Adecco, που πραγματοποιήθηκε το πρώτο εξάμηνο του 2008, η πλειοψηφία των συμμετεχόντων (90%) δήλωσε πως τη στιγμή που απευθύνθηκαν στην Εταιρεία Προσωρινής Απασχόλησης, ήταν άνεργοι και μόλις το 10% ήταν εργαζόμενοι που επιθυμούσαν να αλλάξουν εργασία. Το δείγμα της έρευνας αποτελούσαν 2.115 άτομα, οι οποίοι κατέλαβαν θέσεις εργασίας ορισμένου χρόνου μέσω της εταιρείας.

Τα αποτελέσματα της έρευνας ανέδειξαν τη «δυναμική» παρουσία των γυναικών (56%) στις θέσεις προσωρινής απασχόλησης, αν και το αντίστοιχο ποσοστό των ανδρών δεν αποκλίνει ιδιαίτερα (44%). Όσον αφορά στο επίπεδο εκπαίδευσης των συμμετεχόντων στην έρευνα, το 49% είναι απόφοιτοι δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, το άλλο 49% απόφοιτοι τριτοβάθμιας εκπαίδευσης ενώ 2% είναι κάτοχοι μεταπτυχιακού τίτλου.

Το 44% των ατόμων που εργάστηκαν σε θέσεις προσωρινής απασχόλησης σύμφωνα με την ίδια έρευνα, κατά το πρώτο εξάμηνο του 2008, ήταν μεταξύ 18 και 25 ετών, μία περίοδος της ζωής του ανθρώπου κατά την οποία παρατηρείται εντονότερη δυσκολία ένταξης στην αγορά εργασίας. Μπορούμε, λοιπόν, εύκολα να οδηγηθούμε στο συμπέρασμα ότι αυτή η μορφή απασχόλησης αποτελεί το μεταβατικό στάδιο κατά το οποίο οι εργαζόμενοι αποκτούν τα απαραίτητα προσόντα που τους ανοίγουν στη συνέχεια το δρόμο για εργασία σε θέσεις μόνιμης απασχόλησης.

Τα παραπάνω στοιχεία οδηγούν σε ένα ακόμα συμπέρασμα. Για ένα μεγάλο μέρος των νεοεισερχόμενων στην αγορά εργασίας, η προσωρινή απασχόληση αποτελεί το στάδιο που θα τους φέρει πιο κοντά στην εύρεση της θέσης που τους ενδιαφέρει με πλήρη απασχόληση.

Οι δύο πιο περιζήτητες ειδικότητες στην αγορά σχετικά με θέσεις προσωρινής απασχόλησης, είναι αυτές της γραμματέως και του υπαλλήλου οικονομικού τμήματος- λογιστηρίου (σε ποσοστό 13%) και ακολουθούν με ποσοστό 12% οι ειδικότητες του υπαλλήλου διοικητικών υπηρεσιών και του εργάτη. Τα προφίλ των υποψήφιων εργαζόμενων, υποστηρίζει η  L. Ostergard-Alexandropoulou, ποικίλουν και αλλάζουν  συνέχεια, όπως αλλάζει η σχέση της επιχείρησης με την αγορά, ωστόσο, συνεχίζει, οι  περισσότεροι υποψήφιοι κυρίως ψάχνουν για επαγγελματικές ευκαιρίες και είναι ευέλικτοι όσον αφορά στην προσωρινή ή μόνιμη απασχόληση, εκτός και  αν εργάζονται ήδη σε μόνιμη θέση.

Υπάρχουν πολλοί αξιόλογοι, με υψηλές δεξιότητες, εργαζόμενοι, που απασχολούνται προσωρινά, σύμφωνα με τη Leigh Ostergard-Alexandropoulou και υποστηρίζει ότι αυτή η μορφή απασχόλησης απευθύνεται επίσης σε άτομα με προσόντα όπως λογιστές, μηχανικοί, στελέχη Ανθρώπινου Δυναμικού και διαχείρισης.

Ο χρηματοοικονομικός κλάδος, οι τηλεπικοινωνίες, η  πληροφορική, οι υπηρεσίες υγείας και ο τουρισμός είναι κατά τον Θ. Τόλλη οι κλάδοι όπου η διάθεση προσωπικού αποτελεί σταθερή ανάγκη, ενώ προσδιορίζοντας το προφίλ των υποψηφίων, αναφέρεται σε απόφοιτους Πανεπιστημίων ή άλλων σχολών οι οποίοι προκειμένου να αποκτήσουν την προϋπηρεσία αλλά και τις δεξιότητες που θα τους οδηγήσουν στη μονιμότερη θέση εργασίας επιλέγουν αυτή την μορφή απασχόλησης. Ο Θ. Τόλλης αναφέρει, επιπλέον την προσωρινή απασχόληση ως μία εναλλακτική λύση και για μεσαία στελέχη αλλά και μεγάλες πολυεθνικές καθώς λόγω περιορισμών στο συνολικό αριθμό των ατόμων που μπορούν να προσλάβουν άμεσα, απασχολούν μέρος του προσωπικού τους μέσω εξωτερικού συνεργάτη.

Σύμφωνα με την Κ. Τσάκωνα, περίπου το 12-13% του εγχώριου εργατικού δυναμικού απαρτίζεται από προσωρινά απασχολούμενο προσωπικό ενώ όσον αφορά στο προφίλ των υποψηφίων, το διαχωρίζει με βάση το φύλο, την ηλικία και τη μόρφωση. Συγκεκριμένα, η Κ. Τσάκωνα αναφέρει ότι και τα δύο φύλα στρέφονται στην ευέλικτη απασχόληση με τις γυναίκες να υπερτερούν ελάχιστα, ενώ ηλικιακά αναφέρει ότι οι υποψήφιοι βρίσκονται μεταξύ 20 έως 35 ετών, την ώρα που τον τελευταίο καιρό παρατηρείται μία αύξηση του ορίου ηλικίας.

Σε παγκόσμιο επίπεδο, η τάση που επικρατούσε το πρώτο εξάμηνο του 2008, όσον αφορά στη ζήτηση για θέσεις προσωρινής απασχόλησης σημειώνει μείωση. Οι περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες -ειδικά κατά το δεύτερο τρίμηνο του 2008- κατέγραψαν μειωμένη ζήτηση ενώ αποδυναμωμένη παρέμεινε, επίσης, η ζήτηση για στελέχη προσωρινής απασχόλησης και στις Ηνωμένες Πολιτείες κατά το ίδιο διάστημα. Οι αναδυόμενες αγορές, από την άλλη δείχνουν να αναπτύσσονται δυναμικά στον τομέα της προσωρινής απασχόλησης.
<‘here’>


<‘Σελίδα 5: Προσωρινή απασχόληση στο δημόσιο τομέα και το δίλημμα μεταξύ ευελιξίας και ποιότητας’>
Προσωρινή απασχόληση στο δημόσιο τομέα
Σύμφωνα με τα στοιχεία που έδωσε στη δημοσιότητα το Ινστιτούτο Εργασίας των ΓΣΕΕ και ΑΔΕΔΥ, ο δημόσιος τομέας δείχνει να προτιμά τους προσωρινά απασχολούμενους μισθωτούς σημειώνοντας αύξηση κατά 11 ποσοστιαίες μονάδες το β’ τρίμηνο του 2006 έναντι του 1999. Χαρακτηριστικό, μάλιστα, είναι το γεγονός ότι τα τελευταία χρόνια, ένας στους τέσσερις προσωρινά απασχολούμενους εργάζεται στον ευρύτερο δημόσιο τομέα. Διαχρονικά η προσωρινή απασχόληση στο Δημόσιο αυξήθηκε και το 2007 διαμορφώθηκε στο 7.1% από το 4.3% που ήταν το 1999.

Η ιστορία έχει δείξει ότι οι χώρες που προωθούν πολιτικές ευέλικτων εργασιακών σχέσεων με σύνεση απολαμβάνουν και τα οφέλη από τις σχετικές μεταρρυθμίσεις, όπως είναι η χαμηλότερη ανεργία και η διάδοση της απασχόλησης σε ευπαθείς κοινωνικές ομάδες

Ωστόσο, στον ιδιωτικό τομέα παρατηρείται αντίστροφη πορεία με το ποσοστό αυτών που διατήρησαν το καθεστώς προσωρινής απασχόλησης να μειώνεται σε 10% το 2007 από το 13,4% το 1999. Η αναλογία της προσωρινής απασχόλησης είναι μεγαλύτερη στις δημόσιες υπηρεσίες (39%), στα ΝΠΔΔ και τους Οργανισμούς (23%) και τους ΟΤΑ (26%), βάσει της έρευνας του ΙΝΕ. Σε αυτούς τους τομείς μάλιστα, ένας στους πέντε προσωρινά απασχολούμενους έχει σύμβαση διάρκειας από 13 έως 18 μήνες.

Επίσης, το 50% των νεοπροσληφθέντων το 2007, απασχολήθηκε ή συνεχίζει να απασχολείται με συμβάσεις ορισμένου χρόνου διάρκειας από 7 έως 12 μήνες. Εντούτοις, εκτιμάται ότι η τάση αύξησης της προσωρινής απασχόλησης στο Δημόσιο πρόκειται να ενισχυθεί το επόμενο διάστημα αφού αναζητείται ως βασική διέξοδος για τους ανέργους λόγω της πτωτικής τάσης των προσλήψεων στον ιδιωτικό τομέα.

Υπάρχει τελικά δίλημμα μεταξύ ευελιξίας και ποιότητας;
Η παροχή ποιοτικής εργασίας αποτελεί αδιαμφισβήτητα το κύριο ζητούμενο τόσο για την πλευρά μίας επιχείρησης που θα την καταστήσει ανταγωνιστική όσο και για τον εργαζόμενο που θα τον κάνει να αισθανθεί δημιουργικός και αποτελεσματικός. Εντούτοις, η έννοια «ποιοτική εργασία» φαίνεται να διαφοροποιείται ως προς το νόημά της ανάλογα με το ποιος τη χρησιμοποιεί.

Για άλλους ποιοτική εργασία σημαίνει πλήρης και σταθερή απασχόληση ενώ για άλλους ευέλικτη και ελαστική εργασία. Έτσι, οι απόλυτες θέσεις και τοποθετήσεις δε φαίνεται να προσφέρουν και πολλά στην αντιμετώπιση των νέων δεδομένων που επικρατούν στην αγορά εργασίας. Το ίδιο επικίνδυνοι με τους φανατικούς θεωρητικούς οπαδούς των ευέλικτων μορφών απασχόλησης είναι και οι απόλυτοι αρνητές τους, οι οποίοι αντιμετωπίζουν την προσωρινή απασχόληση ως ένα αντικοινωνικό και αντεργατικό φαινόμενο.

Ωστόσο, η ιστορία έχει δείξει ότι οι χώρες που προωθούν πολιτικές ευέλικτων εργασιακών σχέσεων με σύνεση, απολαμβάνουν και τα οφέλη από τις σχετικές μεταρρυθμίσεις, όπως είναι η χαμηλότερη ανεργία και η διάδοση της απασχόλησης σε ευπαθείς κοινωνικές ομάδες. Από την άλλη, διαπιστώνεται ότι οι χώρες που αγνοούν τις ευέλικτες μορφές εργασίας, υφίστανται και τις συνέπειες των πολιτικών επιλογών τους όπως η επίμονη ανεργία.

Όποια και αν είναι η μορφή απασχόλησης του εργαζόμενου, αυτό που σίγουρα δεν πρέπει να αγνοείται είναι η προσέγγιση της ανθρώπινης συμπεριφοράς. Και αυτό διότι η εργασία, είτε πρόκειται για εργασία μίας ημέρας, ενός μήνα ή περισσότερων, έχει την ίδια αξία και πρέπει να αποδίδεται σε αυτήν ο ίδιος σεβασμός.
<‘here’>