Μια πρόσφατη επίσκεψη στο εξοχικό των γονιών μου (στην «τιμημένη» Καλλονή Πόρου, για την ιστορία), στάθηκε η αφορμή για το σημερινό σημείωμα. Κυριακή πρωί και το βιολογικό μου ρολόι, απόλυτα συντονισμένο στους ρυθμούς της καθημερινότητας, με ξύπνησε στις 07:30.

Σε ένα έρημο ψαροχώρι, όπως αντιλαμβάνεστε, δεν υπάρχουν και πολλά να κάνεις μόνος. Ως γνήσιο παιδί της πόλης, η επαφή μου με τη φύση εξαντλήθηκε σε μια 10λεπτη βόλτα στη θάλασσα. Επιστρέφοντας, αρνούμενη πεισματικά να ανοίξω τηλεόραση (για να κρατήσω τουλάχιστον τα προσχήματα της απόδρασης) και με τον καφέ ανά χείρας, περιφερόμουν μέσα στο σπίτι (μην φανταστείτε βέβαια ότι είναι τα ανάκτορα του Μπάκιγχαμ!

Σε μερικά δευτερόλεπτα είχα κάνει τον κύκλο των 84,5 τ.μ.!). Το μάτι μου έπεσε σε κάποιες εφημερίδες, ξεχασμένες στο τραπεζάκι του καθιστικού. Μία μόλις εβδομάδα νωρίτερα, ο μπαμπάς μου, είχε αφήσει εκεί τα «αναγνωστικά» του ίχνη. Ξεφυλλίζοντάς τες χαμογέλασα αυθόρμητα καθώς η επικαιρότητα της 10ης Απριλίου είχε, αναπόφευκτα, ξεπεραστεί.

Η συμφωνία για δανεισμό βρισκόταν στα σκαριά και οι διαβουλεύσεις για ένταξη της Ελλάδας στο μηχανισμό στήριξης της ΕΕ και του ΔΝΤ ήταν πυρετώδεις. Ο Παναθηναϊκός δεν ήταν ακόμα πρωταθλητής (όλε!!!) και είχα χάσει την ευκαιρία να παρακολουθήσω κάποιες καλές ταινίες. Υπήρχαν βέβαια και ειδήσεις που είναι στάσιμες μέχρι και σήμερα, όπως οι εξελίξεις στο εσωτερικό των κομμάτων (ώρα είναι να γίνει καμιά «αποστασία» και να ανασκευάσω επιτόπου!). Για τους γράφοντες και υπογράφοντες των δημοσιογραφικών κειμένων, η ανατροπή και η διάψευση των γεγονότων δεν σημαίνει τίποτα καθώς αυτοί είναι απλά οι «αγγελιοφόροι», οι «αναμεταδότες». Δεν μπόρεσα να μην αναρωτηθώ τι σημαίνει αυτό για τους υπόλοιπους εργαζόμενους.

Στο παρόν τεύχος, όπου φιλοξενούνται οι εταιρείες με το καλύτερο εργασιακό περιβάλλον, διάβασα αρκετές φορές για την επικοινωνία που υπάρχει στους κόλπους αυτών των εταιρειών. Επικοινωνία σε επίπεδο νέων-ειδήσεων αλλά και εταιρικών επιτευγμάτων.

Άραγε, η διάψευση των γραπτών στόχων και των δεσμεύσεων για τους διαχειριστές των ανθρώπων και για το ίδιο το ανθρώπινο δυναμικό τι μπορεί να σημαίνει; Πόσο μπορεί να «υποχρεώσει», να ευαισθητοποιήσει και να κινητοποιήσει ο γραπτός λόγος κάποιον εργαζόμενο; Πόσο μπορεί να μετανιώσει κάποιος για μια εκπαίδευση που έχασε, που δεν μπόρεσε να παρακολουθήσει; Και πόσο εύκολο είναι να καταγράφονται «αυτά που θέλουμε» από τους ανθρώπους μας;

Διότι, αντίθετα με τους δημοσιογράφους, όταν τα γεγονότα μας ξεπερνούν, όταν οι εταιρικοί στόχοι χάνονται και όταν οι ευκαιρίες για ανάπτυξη μας προσπερνούν, δεν έρχεται, απλά, η εξέλιξη αλλά οι συνέπειες.