Στο υψηλό 10ετίας του 11,7%, από 9,3% που ήταν το αντίστοιχο διάστημα του 2009, ανήλθε το ποσοστό ανεργίας στο πρώτο τρίμηνο της χρονιάς, όπως προκύπτει από τα στοιχεία που δημοσιοποίησε η Ελληνική Στατιστική Αρχή (ΕΛ.ΣΤΑΤ.).

Το ποσοστό ανεργίας των γυναικών ανήλθε στο 15,5%, σημαντικά υψηλότερο από αυτό των ανδρών, το οποίο διαμορφώθηκε στο 9,0%. Ηλικιακά, το υψηλότερο ποσοστό ανεργίας παρατηρείται στους νέους 15-29 ετών (22,3%) ενώ για νέες γυναίκες το αντίστοιχο ποσοστό φθάνει στο 27,4%. Ως προς το επίπεδο εκπαίδευσης, το υψηλότερο ποσοστό ανεργίας παρατηρείται σε όσους δεν έχουν πάει καθόλου σχολείο (18,1%), σε όσους έχουν απολυτήριο τριτάξιας μέσης εκπαίδευσης (14,0%) και στους απόφοιτους ανώτερης τεχνολογικής επαγγελματικής εκπαίδευσης (13,4%).

Το χαμηλότερο ποσοστό (7,1%) παρατηρείται στους πτυχιούχους της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης και σε όσους έχουν διδακτορικό ή μεταπτυχιακό (7,4%). Εν τω μεταξύ, το ποσοστό των «νέων ανέργων», δηλαδή όσων εισέρχονται για πρώτη φορά στην αγορά εργασίας αναζητώντας απασχόληση, ανέρχεται στο 23,6% του συνόλου των ανέργων ενώ οι μακροχρόνια άνεργοι (αυτοί που αναζητούν από 12 μήνες και άνω εργασία, ανεξάρτητα αν είναι «νέοι» ή «παλαιοί» άνεργοι), αποτελούν αντίστοιχα το 44,6%. Σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΛ.ΣΤΑΤ., κατά το πρώτο τρίμηνο του 2010 βρήκαν απασχόληση 85.244 άτομα, τα οποία ήταν άνεργα πριν από ένα έτος.

Παράλληλα, κατά το ίδιο χρονικό διάστημα, 65.734 άτομα μετακινήθηκαν από τον οικονομικά μη ενεργό πληθυσμό σε θέσεις απασχόλησης. Αντίθετα, 132.356 άτομα, τα οποία ένα χρόνο πριν ήταν απασχολούμενα, σήμερα είναι άνεργα και άλλα 77.349 άτομα που ήταν απασχολούμενα, είναι πλέον οικονομικά μη ενεργά.

Επιπλέον, 92.061 άτομα, που πριν ένα έτος ανήκαν στον οικονομικά μη ενεργό πληθυσμό, εισήλθαν στην αγορά εργασίας αναζητώντας απασχόληση, αλλά είναι άνεργα. Το ποσοστό μερικής απασχόλησης παραμένει χαμηλό και ανέρχεται στο 6,4% των απασχολουμένων. Από το υποσύνολο αυτό των εργαζομένων το 50,5% έκανε αυτή την επιλογή διότι δεν μπόρεσε να βρει πλήρη απασχόληση, ενώ το 7,3% διότι φροντίζει μικρά παιδιά ή εξαρτώμενους ενήλικες. Το ποσοστό των μισθωτών, το οποίο εκτιμάται σε 63,5%, εξακολουθεί να είναι χαμηλότερο του μέσου όρου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, στην οποία ανέρχεται στο 80% του συνόλου των απασχολουμένων.