Μερικές δεκαετίες πριν, ένα πτυχίο Ανώτερης ή Ανώτατης Σχολής ήταν διαβατήριο σταδιοδρομίας στον κόσμο των επιχειρήσεων. Σήμερα, σε μια εποχή που χαρακτηρίζεται από τον υψηλό βαθμό εξειδίκευσης πολλοί νέοι, και όχι μόνο, επαγγελματίες αποφασίζουν να κάνουν ένα βήμα παραπάνω στην καριέρα τους... ένα μεταπτυχιακό. Ελλάδα ή εξωτερικό; Μaster ή MBA; Πριν το ξεκίνημα της καριέρας ή μετά από κάποια χρόνια δουλειάς; Part time ή full time; Αυτά είναι μερικά από τα ερωτήματα που θέτουν οι υποψήφιοι μεταπτυχιακοί φοιτητές πριν αποφασίσουν ποιο δρόμο θα ακολουθήσουν μετά την απόκτηση του πρώτου πτυχίου τους.

Παρόμοιους προβληματισμούς, σχετικά με τη χρησιμότητα, την αξία και την αποτελεσματικότητα των μεταπτυχιακών σπουδών, εκφράζουν και τα στελέχη της Διοίκησης

Προσωπικού των οργανισμών που καλούνται να προσλάβουν υποψηφίους, να αξιοποιήσουν εργαζόμενους και να εκπαιδεύσουν τα υπάρχοντα στελέχη τους. Άλλωστε, οι επιχειρήσεις αναζητούν τους «ετοιμοπόλεμους στρατιώτες» για να κερδίσουν τις μάχες της αγοράς και η κατάλληλη εκπαίδευση είναι το όπλο του εργαζόμενου για την επαγγελματική σταδιοδρομία και ανέλιξη.

Όσοι επιλέγουν να προχωρήσουν σε μεταπτυχιακές σπουδές το κάνουν για τρεις κυρίως λόγους. Πρώτον, για να εντρυφήσουν ακόμα περισσότερο στο αντικείμενο το οποίο έχουν σπουδάσει σε προπτυχιακό επίπεδο. Δεύτερον, για να έχουν ευκαιρία να αλλάξουν καριέρα και αντικείμενο. Ειδικά στην Ελλάδα, όπου το σύστημα των εισαγωγικών εξετάσεων στα Ανώτερα και Ανώτατα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα είναι δύσκαμπτο, το μεταπτυχιακό αποτελεί την καλύτερη διέξοδο.

Εντυπωσιακό στοιχείο προς αυτή την κατεύθυνση, αποτελεί έρευνα του Πανεπιστημίου Πατρών που αποκάλυψε ότι το 73% των φοιτητών δηλώνουν ότι σπουδάζουν σε σχολή που δεν ήταν η πρώτη επιλογή τους και το 45% ότι έχουν εισαχθεί σε μία από τις σχολές που συμπεριλαμβανόταν στις τελευταίες τους προτιμήσεις. Τελευταίο λόγο για την παρακολούθηση ενός μεταπτυχιακού, αποτελεί η βελτίωση των πιθανοτήτων πρόσληψης και επαγγελματικής ανέλιξης, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι ένας τίτλος και μόνο μπορεί να εγγυηθεί μια λαμπρή καριέρα.

Τα «χρυσά» πανεπιστήμια
Η περίφημη «γενιά των 700 ευρώ» δεν αποτελείται από άτομα με χαμηλή μόρφωση, αντιθέτως, από πτυχιούχους και κατόχους μεταπτυχιακών τίτλων. Αυτό σημαίνει ότι η αγορά δε διψάει για άτομα με οποιοδήποτε πτυχίο, αλλά για αποφοίτους μεταπτυχιακών τμημάτων με κύρος, επίπεδο και πρακτική εφαρμογή. Σε γενικές γραμμές, η «απόδοση» των μεταπτυχιακών μπορεί να μετρηθεί με βάση τρεις άξονες: την αποκατάσταση των πτυχιούχων, τις οικονομικές απολαβές τους και την επαγγελματική τους ανέλιξη.

Για παράδειγμα, η πλειοψηφία (90%) των ατόμων που έχουν αποφοιτήσει από κορυφαίες οικονομικές σχολές Αμερικανικών Πανεπιστημίων όπως το Columbia, το Stanford και το Harvard βρίσκουν δουλειά μέσα σε τρεις μήνες από το τέλος των σπουδών, σύμφωνα με έρευνα των Financial Times. Παράλληλα, ο πρώτος τους ετήσιος μισθός κυμαίνεται στα 160.000 δολάρια. Κάτι ανάλογο συμβαίνει και στο Ηνωμένο Βασίλειο, όπου οι απόφοιτοι του London Business School απορροφώνται αμέσως από τις επιχειρήσεις.

Επίσημοι κρατικοί φορείς, διαδικτυακοί τόποι και μέσα ενημέρωσης έχουν καταρτίσει λίστες αξιολόγησης πανεπιστημιακών ιδρυμάτων και παρεχόμενων μεταπτυχιακών σπουδών. Για παράδειγμα, στη Μεγάλη Βρετανία αξιολογείται, ανά τέσσερα χρόνια, κάθε τμήμα που υπάρχει στη χώρα με βάση το επίπεδο της έρευνας και της διδασκαλίας. Αντίστοιχες διαδικασίες λαμβάνουν χώρα και σε άλλα κράτη, προς το παρόν, όμως, όχι στην Ελλάδα.

Εδώ, η αξιολόγηση πραγματοποιείται με βάση τις εμπειρίες των αποφοίτων, τις εκτιμήσεις για τα επίπεδα επαγγελματικής αποκατάστασής τους και τη φήμη των σχολών. Εκτός από τους επίσημους φορείς, στο διαδίκτυο μπορεί κανείς να εντοπίσει δεκάδες καταλόγους κορυφαίων πανεπιστημίων και σχολών ανά χώρα, ήπειρο και κλάδο.

Μερικά από τα πιο χαρακτηριστικά παραδείγματα είναι οι λίστες των: Financial Times, Business Week Online, Economist Intelligence Unit, Guardian και Times Online.

Πάντως, όπως τονίζει ο Βαγγέλης Ματιάτος, Γενικός  Διευθυντής  της INTERNATIONAL MANAGEMENT STUDIES επίσημου φορέα του Πανεπιστημίου Strathclyde: «η αξιολόγηση της εκπαίδευσης που παρέχεται από τα διάφορα Πανεπιστήμια στον ευρύτερο τομέα της Διοίκησης Επιχειρήσεων, εξαρτάται – εκτός φυσικά από τη φήμη και το όνομα του εκάστοτε Πανεπιστημίου – από το κατά πόσο είναι προσαρμοσμένη στις σύγχρονες απαιτήσεις του σημερινού επαγγελματικού στίβου».


MBA: η ναυαρχίδα των μεταπτυχιακών;
Είναι γεγονός, ότι ορισμένα μεταπτυχιακά γίνονται ανάρπαστα από την αγορά εργασίας όπως: ΜΒΑ, Xρηματοοικονομικά, Logistics, Ολική Ποιότητα ISO, Βιοτεχνολογία, Συστήματα Διαχείρισης Ενέργειας και Προστασίας του Περιβάλλοντος, Ναυτιλιακά, Πληροφορική, Τηλεπικοινωνίες, Διοίκηση Ανθρώπινου Δυναμικού, Marketing και Επικοινωνία και Δημόσιες Σχέσεις.

Κατά κοινή ομολογία, το MBA αποτελεί διαβατήριο ανέλιξης στον κόσμο των επιχειρήσεων. Αυτοί, οι οποίοι έχουν παρακολουθήσει τα συγκεκριμένα μεταπτυχιακά προγράμματα διαθέτουν ολοκληρωμένη άποψη της επιχειρηματικής πρακτικής καθώς έχουν διδαχθεί ευρεία γκάμα μαθημάτων από Διοίκηση Ανθρώπινου Δυναμικού μέχρι Λογιστική. Σύμφωνα με το Β. Ματιάτο: «Αυτοί που σπουδάζουν στο πρόγραμμα ΜΒΑ αποκτούν εξειδίκευση σε συγκεκριμένες επιχειρηματικές λειτουργίες, αντιλαμβάνονται σε βάθος την επιχειρηματική στρατηγική και, τέλος, μαθαίνουν πώς να προσεγγίζουν πολύπλοκα επιχειρηματικά θέματα με δομημένο τρόπο. Οποιοσδήποτε είναι φιλόδοξος και θα ήθελε να φτάσει σε ένα ύψιστο διευθυντικό αξίωμα, χρειάζεται να αποκτήσει ένα ‘πρώτης τάξεως’ ΜΒΑ».

Οι κάτοχοι MBA αποκαθίστανται επαγγελματικά γρήγορα, συνήθως μετά από 3 έως 6 μήνες αναζήτησης εργασίας. Τα εγχώρια προγράμματα Διοίκησης Επιχειρήσεων παρακολουθούν περισσότεροι από 800 πτυχιούχοι διαφόρων ειδικοτήτων σύμφωνα με τα στοιχεία Μεταπτυχιακού Προγράμματος Σπουδών στη Διοίκηση Επιχειρήσεων (ΜΒΑ’s Society) του Πανεπιστημίου Πειραιώς. Τα δίδακτρα, στα ελληνικά πανεπιστήμια, κυμαίνονται από 4.500 έως 10.000 ευρώ, ενώ στην Αγγλία το κόστος ξεκινά από τα 12.000 και φτάνει τα 55.000 ευρώ. Μεγάλο ποσοστό επαγγελματιών του HR παρακολουθούν, επίσης, κάποιο πρόγραμμα MBA, ώστε να καταστούν περισσότερο ανταγωνιστικοί, καταρτισμένοι και έτοιμοι για τις προκλήσεις που αναμένεται να αντιμετωπίσουν στο μέλλον.

«Εντός των τειχών»
Η ζήτηση για μεταπτυχιακές σπουδές έχει αυξηθεί κατακόρυφα τα τελευταία 15 χρόνια. Ευτυχώς, και στη χώρα μας, τόσο τα δημόσια ΑΕΙ και ΤΕΙ, όσο και τα ιδιωτικά κολέγια έχουν δημιουργήσει προγράμματα μεταπτυχιακών σπουδών, προσαρμοσμένα στις απαιτήσεις των υποψηφίων και της αγοράς. Το σύνολο των παρεχόμενων μεταπτυχιακών τίτλων εντός των συνόρων ξεπερνάει τους 650.

Κατά τα πρώτα χρόνια της ανάπτυξής τους, τα μεταπτυχιακά των ελληνικών ΑΕΙ παρέχονταν δωρεάν σε όσους κατάφερναν να εγγραφούν. Την τελευταία δεκαετία, όμως, απαιτούνται συνήθως δίδακτρα. Η δυσκολία εισαγωγής υποψηφίων φοιτητών σε προγράμματα των δημοσίων πανεπιστημίων παραμένει αρκετά υψηλή, καθώς δεν υπάρχει ισορροπία αγοράς και ζήτησης.

Για παράδειγμα, κάθε χρόνο το Πανεπιστήμιο Αθηνών δέχεται περίπου 1.000 μεταπτυχιακούς φοιτητές, ενώ οι αιτήσεις είναι δεκαπλάσιες, ξεπερνώντας τις 10.000. Παρόμοια εικόνα παρουσιάζει και το Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο, όπου κατά μέσο όρο δίνονται περίπου 30 θέσεις σε κάθε ένα από τα 20 προγράμματα που λειτουργούν. Ολοένα και περισσότερα κρατικά Τεχνολογικά Εκπαιδευτικά Ιδρύματα δημιουργούν προγράμματα μεταπτυχιακών σπουδών σε συνεργασία είτε με ξένα πανεπιστήμια είτε με εγχώρια ΑΕΙ. Επιπλέον, το Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο προσφέρει αυτή τη στιγμή 30 μεταπτυχιακά προγράμματα μεταξύ των οποίων και ένα ΜΒΑ, αλλά και πιστοποιητικά μεταπτυχιακής επιμόρφωσης.

Πολλοί ιδιωτικοί εκπαιδευτικοί φορείς, που παλαιότερα περιορίζονταν στην παροχή πτυχίων σε επίπεδο Bachelor, έχουν δημιουργήσει μεταπτυχιακά προγράμματα. Αρκετά από αυτά, διεξάγονται σε συνεργασία με πανεπιστήμια του εξωτερικού. Η Δρ. Μάνια Παπαπαναγιώτου – Κανελλοπούλου, Διευθύντρια της iCon International Training University Studies υπογράμμισε ότι υπάρχει στην αγορά ευρεία γκάμα μεταπτυχιακών με μεγάλη διαφοροποίηση ως προς τα χαρακτηριστικά τους, που υποχρεώνει κάθε σοβαρό υποψήφιο να προβεί στις κατάλληλες συγκρίσεις και επιλογές.

Η ίδια τονίζει, ότι είναι βέβαιο ότι, όπως σε άλλες χώρες έτσι και στην Ελλάδα, γίνεται αντιληπτό για τις επιχειρήσεις όλο και περισσότερο ότι δεν είναι όλα τα πτυχία ή τα μεταπτυχιακά ίσης αξίας, άσχετα αν είναι ελληνικά ή ξένα. Λαμβάνοντας υπόψη τις διεθνείς συνθήκες, την παγκοσμιοποίηση, την εξαιρετικά υψηλή ανταγωνιστικότητα και τις συνεχείς αλλαγές που χαρακτηρίζουν το τοπικό και διεθνές περιβάλλον η Μ. Παπαπαναγιώτου – Κανελλοπούλου θυμίζει πως σήμερα και στο μέλλον ένα καλό μεταπτυχιακό είναι απολύτως απαραίτητο.

Οι Έλληνες, αν και προτιμούν τη χώρα μας για την πραγματοποίηση των προπτυχιακών τους σπουδών, φαίνονται μοιρασμένοι ως προς την επιλογή χώρας πραγματοποίησης της δεύτερης φάσης των σπουδών τους. Πράγματι, σύμφωνα με έρευνα που σχεδίασε το Ελληνικό Iδρυμα Ευρωπαϊκής και Εξωτερικής Πολιτικής (ΕΛΙΑΜΕΠ) και υλοποίησε η MRB, σχεδόν οι μισοί Έλληνες έχουν πραγματοποιήσει τις μετά το πτυχίο σπουδές τους στο εξωτερικό.

Οι συμπατριώτες μας, που αποφασίζουν να μεταναστεύσουν για να ολοκληρώσουν το δεύτερο κύκλο των σπουδών τους, δείχνουν να προτιμούν τη Μεγάλη Βρετανία. Η Γαλλία και η Γερμανία ακολουθούν ως φοιτητικοί προορισμοί. Μεγάλη ροή σπουδαστών παρατηρείται τα τελευταία χρόνια και προς τις Σκανδιναβικές χώρες και την Ολλανδία. Η άλλη πλευρά του Ατλαντικού πάντα φάνταζε ένα όνειρο για τους ικανότερους φοιτητές και επαγγελματίες. Αυτή τη στιγμή, 1.317 έλληνες φοιτητές μεταπτυχιακής εκπαίδευσης κάθονται στα έδρανα του Harvard, του Columbia και του MIT.


Προσανατολισμένα στην πράξη
Ο τρόπος σχεδιασμού των μεταπτυχιακών αποτελεί «το μήλον της έριδος» μεταξύ φοιτητών, πανεπιστημίων και εταιρειών, με τις τελευταίες να επιδιώκουν να προσαρμοστούν τα προγράμματα σπουδών στις επιχειρησιακές τους ανάγκες. Κάτι τέτοιο δεν είναι παράλογο, αφού οι οργανισμοί επενδύουν ποσά που θα μπορούσαν να καλύψουν το μισθό ενός υπαλλήλου για έναν ολόκληρο χρόνο, όταν χρηματοδοτούν ένα στέλεχος για την παρακολούθηση μεταπτυχιακών σπουδών.

Παράλληλα, πληθώρα διεθνών μελετών έχουν αποδείξει ότι ακόμα και κάτοχοι πτυχίων και μεταπτυχιακών τίτλων σπουδών έχουν βασικές ελλείψεις γνώσεων και ικανοτήτων. Σύμφωνα με έρευνα που πραγματοποιήθηκε στο Ηνωμένο Βασίλειο από το Association of Graduate Recruitment σε 217 από τους μεγαλύτερους οργανισμούς και δημοσιεύθηκε στην Daily Telegraph, το 43% των ερωτηθέντων απάντησαν ότι αναγκάστηκαν να αφήσουν κενή κάποια θέση εργασίας, καθώς οι υποψήφιοι δε διέθεταν τις απαραίτητες γνώσεις και δεξιότητες για την κάλυψη των αναγκών τους.

Χαρακτηριστικό παράδειγμα της τάσης για απαίτηση σύγκλισης παρόχων μεταπτυχιακών σπουδών και εργοδοτών αποτελεί το γεγονός ότι ολοένα και περισσότεροι κορυφαίοι μάνατζερ και επιχειρηματίες διδάσκουν σε πανεπιστήμια. Στα μεγάλα Αμερικανικά ιδρύματα, η συγκεκριμένη πρακτική έχει καταστεί ρουτίνα. Άλλωστε, η απόδοση της επένδυσης σε εκπαιδευτικές δραστηριότητες δεν είναι εύκολο να καταμετρηθεί.

Το 2005, οι αμερικανικές επιχειρήσεις ξόδεψαν περίπου 20 δισεκατομμύρια δολάρια σε δίδακτρα. Σύμφωνα με μια έρευνα που πραγματοποιήθηκε σε 1.304 επαγγελματίες του χώρου της Διοίκησης Ανθρωπίνων Πόρων στις ΗΠΑ από το Council for Adult and Experiential Learning, σχεδόν το 40% των οργανισμών δε γνώριζαν την επιρροή των προγραμμάτων εκπαίδευσης στη διακράτηση, την παραγωγικότητα και την ανέλιξη των δικαιούχων. Όσοι συμμετείχαν στην έρευνα υπογράμμισαν την ανάγκη τα μεταπτυχιακά να εστιάζουν περισσότερο στις ανάγκες των εταιρειών και να είναι πιο καινοτόμα. Η εποχή που ο εργοδότης ήταν αμέτοχος στην κατάρτιση των μεταπτυχιακών προγραμμάτων έχουν παρέλθει.

Οι επιχειρήσεις έχουν μεταβληθεί σε πελάτες και θέτουν αυστηρά κριτήρια για την επιλογή συνεργατών, επιμένοντας στο σχεδιασμό προγραμμάτων σπουδών κατά παραγγελία, έτσι ώστε να καλύψουν τις ανάγκες τους.

Παρόμοια υπήρξαν και τα ευρήματα παλαιότερης έρευνας που πραγματοποιήθηκε από το Σύνδεσμο Βρετανών Βιομηχάνων (CBI) το 2003. Το ένα τέταρτο των επιχειρήσεων που ερωτήθηκαν, υποστήριξαν ότι οι πτυχιούχοι υστερούν σε βασικές γνώσεις και δεξιότητες γύρω από την επιχειρησιακή πρακτική. Το 14% των εταιρειών δήλωσε ότι τα μαθήματα δε σχετίζονται, στο βαθμό που θα έπρεπε, με τις επιχειρήσεις. Οι εργοδότες τόνισαν χαρακτηριστικά, ότι στην περίπτωση που τα πανεπιστήμια ήταν πρόθυμα να καταρτίσουν προγράμματα σπουδών «κατά παραγγελία» θα τα επέλεγαν σε μεγαλύτερο βαθμό ως πηγή άντλησης υποψήφιων στελεχών.

Κινούμενος στο ίδιο πλαίσιο, και ο Σύνδεσμος Ελλήνων Βιομηχάνων έχει ζητήσει πολλές φορές τα μεταπτυχιακά προγράμματα να προσανατολίζονται στην πράξη, έτσι ώστε να μπορούν και να καλύπτουν τις ανάγκες της αγοράς και να καταπολεμηθεί η ανεργία. Η συγκεκριμένη λογική απέναντι στις σπουδές μετά το πτυχίο έχει και τους πολέμιούς της. Πράγματι, μερίδα καθηγητών και φοιτητών επιθυμούν να κρατήσουν τους επιχειρηματίες μακριά από το ιερό αγαθό της μόρφωσης.


Πανεπιστήμιο ή το σχολείο της ζωής;
Σύμφωνα με τα στοιχεία της Εθνικής Στατιστικής Υπηρεσίας, οι πτυχιούχοι είναι αυτοί που υποφέρουν λιγότερο από την ανεργία. Για παράδειγμα, κατά το πρώτο τετράμηνο του 2008 η ανεργία των κατόχων μεταπτυχιακού ή διδακτορικού τίτλου σπουδών έφτασε το 4,3%, όταν το αντίστοιχο ποσοστό για το σύνολο του πληθυσμού άγγιζε το 8,3. Αυτό, όμως, δε σημαίνει ότι οι απόφοιτοι μεταπτυχιακής εκπαίδευσης απασχολούνται στο αντικείμενο των σπουδών τους.

Χαρακτηριστικά είναι τα αποτελέσματα της πρόσφατης έρευνας που πραγματοποίησε η PwC με τίτλο «Όνειρα και Πραγματικότητα», όπου αποκαλύφθηκε ότι το 40% των πτυχιούχων απασχολείται σε επάγγελμα διαφορετικό από τις σπουδές τους.

Αξίζει, λοιπόν, τον κόπο ένα μεταπτυχιακό δίπλωμα ή η εργασιακή εμπειρία στον κόσμο των επιχειρήσεων, από μόνη της, μπορεί να εξασφαλίσει την επαγγελματική αποκατάσταση και ανέλιξη; Η απάντηση δεν μπορεί να είναι απόλυτη. Όπως φαίνεται από τα παραπάνω δεδομένα, ένας παραπάνω τίτλος δεν εγγυάται άμεση πρόσληψη ούτε άμεση προαγωγή. Τη στιγμή, όμως, που παραπάνω από τέσσερις στους δέκα αποφοίτους ΑΕΙ έχουν ολοκληρώσει ή πραγματοποιούν μεταπτυχιακές σπουδές, η επιλογή κάποιου να μη συνεχίσει στο επόμενο επίπεδο φοίτησης τον τοποθετεί σε μειονεκτική θέση σε σχέση με άλλους εργαζόμενους ή υποψήφιους εργαζόμενους.

Ως επιπλέον πλεονεκτήματα μπορούμε να αναφέρουμε, εκτός από τη βελτίωση διαφόρων ικανοτήτων και δεξιοτήτων που θεωρούνται δεδομένες, την εμπειρία από συμμετοχή σε ομάδες εργασίας, τη γνώση ξένων γλωσσών και την απόκτηση μεγαλύτερης ευχέρειας στη χρήση υπολογιστών. Άλλωστε, η γνώση και η μάθηση, πλέον, δε σταματάει ποτέ, πόσο μάλλον με την απόκτηση του πρώτου πτυχίου που γίνεται, συνήθως, σε νεαρή ηλικία.

Η απόκτηση εμπειρίας ζωής και η προσωπική ικανοποίηση και καλλιέργεια είναι αρκετά συχνός λόγος για τη συνέχιση των σπουδών. Είναι εντυπωσιακά υψηλό το ποσοστό των ατόμων (60,6%) που δήλωσαν ότι έκαναν μεταπτυχιακό για να αποκτήσουν περαιτέρω μόρφωση και καλλιέργεια, όπως αποκαλύπτει η έρευνα του ΕΛΙΑΜΕΠ. Την ίδια στιγμή, λιγότεροι από τέσσερις στους δέκα κατόχους μεταπτυχιακών τίτλων ακολούθησαν τις εν λόγω σπουδές, για να καταστούν περισσότερο ανταγωνιστικοί στην αγορά εργασίας. Δε θα πρέπει κανείς να παραβλέψει ένα από τα σημαντικότερα πλεονεκτήματα της συνέχισης των σπουδών – τη δικτύωση. Είναι αρκετά συχνό το φαινόμενο, να ξαναβρίσκει κανείς έναν πρώην συμφοιτητή του είτε ως συνεργάτη είτε ως πελάτη. Επομένως, η συμμετοχή σε ένα πρόγραμμα σπουδών μετά την απόκτηση του πρώτου πτυχίου μπορεί να αποτελέσει επένδυση και σε επίπεδο που ξεπερνά τη γνώση.

Επιπρόσθετα, πολύς λόγος γίνεται για το πότε θα πρέπει κάποιος να παρακολουθήσει ένα μεταπτυχιακό. Πρέπει να γίνει πριν ή μετά από την απόκτηση επαγγελματικής εμπειρίας; Η Μ. Παπαπαναγιώτου – Κανελλοπούλου υποστήριξε ότι «η απόφαση αυτή εξαρτάται από αρκετούς παράγοντες. Αναμφίβολα, όμως, είναι σωστό να εργασθεί κανείς πριν ξεκινήσει τις μεταπτυχιακές του σπουδές. Η εμπειρία αυτή θα τον βοηθήσει να γνωρίσει τις πραγματικές συνθήκες της αγοράς και να κατανοήσει τις γνώσεις και προσόντα που χρειάζεται για να έχει μία επιτυχημένη καριέρα.


E- learning: Τα μεταπτυχιακά του μέλλοντος;
Το μέλλον των μεταπτυχιακών σπουδών γράφεται με ψηφιακούς χαρακτήρες, καθώς η τεχνολογία κατακτά ολοένα και περισσότερους θαυμαστές και διευκολύνει τη ζωή εργαζόμενων και επιχειρήσεων. Μεγάλο ποσοστό πανεπιστημίων, κυρίως του εξωτερικού, παρέχουν διπλώματα εξ αποστάσεως ιδιαίτερα δημοφιλή μεταξύ εργαζομένων φοιτητών που δεν προτίθενται να εγκαταλείψουν την εργασία τους. Ο φοιτητής λαμβάνει είτε ηλεκτρονικά είτε μέσω ταχυδρομείου το υλικό και παραδίδει τις εργασίες του εντός προκαθορισμένου χρονικού περιθωρίου. Σε ορισμένα προγράμματα είναι υποχρεωμένος να συναντήσει μια ή δύο φορές το χρόνο κάποιον επιβλέποντα καθηγητή ή ομάδα καθηγητών.

Η τεχνολογία και, συγκεκριμένα, η διάδοση του διαδικτύου έχει απογειώσει τα προγράμματα distance learning, αφού έχει καταστεί δυνατό να παρακολουθεί ο σπουδαστής ακόμα και μαθήματα μέσω video. Όσο, όμως, βολικό και αν είναι το e-learning έχει και τα όριά του. Εκτός του ότι σε ορισμένους κλάδους, όπως οι θετικές επιστήμες, απαιτούνται πειράματα και εξειδικευμένα εργαστήρια, το μεταπτυχιακό που υλοποιείται ηλεκτρονικά υστερεί και στο γεγονός ότι οι φοιτητές δε δημιουργούν δίκτυο γνωριμιών.

Μια καινοτομία που υλοποίησε το Instituto de Empresa (IE) της Μαδρίτης μπορεί να δώσει λύση και σε αυτό το πρόβλημα. Το Πανεπιστήμιο λάνσαρε την εφαρμογή “LINC” Learning via Internationally Networked Communities, μέσω της οποίας το πρόγραμμα MBA το οποίο παρέχει, συνδυάζει την παραδοσιακή φοίτηση με τη φοίτηση εξ αποστάσεως. Στην πραγματικότητα, οι φοιτητές, οι οποίοι βρίσκονται διάσπαρτοι στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα έχουν την ευκαιρία να συναντηθούν στα επονομαζόμενα “Community Integration Sessions”, που γίνονται σε 18 πόλεις.

Οι συμμετέχοντες επικοινωνούν και ανταλλάσσουν απόψεις με καθηγητές, φοιτητές και αποφοίτους. Μάλιστα, για την εξυπηρέτηση των φοιτητών έχει κατασκευαστεί διεθνές δίκτυο αποφοίτων – μεντόρων.


Case Study: Το μεταπτυχιακό ως παράγοντας εξασφάλισης θέσης εργασίας
Η αρχή είναι το ήμισυ του παντός και στις ημέρες μας, με τον ανταγωνισμό για μία καλή θέση να βρίσκεται στο αποκορύφωμα, η απόκτηση ενός μεταπτυχιακού διπλώματος (MSc ή ΜΑ) είναι πια βασικό προαπαιτούμενο, χωρίς, όμως, αυτό να σημαίνει ότι μονάχα με την απόκτηση ενός πτυχίου (BSc ή ΒΑ) οι πιθανότητες εξαντλούνται.

Ένα μεταπτυχιακό, κινεί το ενδιαφέρον της εταιρείας μέχρι το πρώτο στάδιο των διαφόρων test. Για τις περισσότερες business θέσεις δεν έχει μεγάλη σημασία το αντικείμενο του μεταπτυχιακού διπλώματος, αφού αυτό που μετράει είναι η προσωπικότητα του ενδιαφερομένου και η γενικότερη αντίληψή του. Τα πτυχία είναι απαραίτητα απλά για να «ανοίξουν» οι πόρτες, από εκεί και πέρα ο άνθρωπος και οι εμπειρίες που κουβαλάει είναι αυτά που κάνουν τη διαφορά πραγματικότητα.

Η ενίσχυση του υποψηφίου με εμπειρίες είτε από καλοκαιρινές δουλειές είτε part – time μαζί με ένα καλό πτυχίο, μπορεί να του δώσουν ένα σημαντικό ανταγωνιστικό πλεονέκτημα.

Πιστεύω ότι το να έχει εργαστεί κάποιος σε εκτελεστικές θέσεις σε μία εταιρεία π.χ αποθήκη, customer service, data imputing, merchandise τον βοηθά σημαντικά να δει από πρώτο χέρι τη λειτουργία των διαφορετικών τμημάτων, να κατανοήσει τις δυσκολίες σε όλα τα επίπεδα ενός οργανισμού και να γνωρίσει το σύνολο των ανθρώπων, χαρακτήρων με τους οποίους θα συνεργαστεί μελλοντικά και πολύ πιθανό να μην έχουν το ίδιο προφίλ.

Όλη αυτή η εμπειρία τον οδηγεί στο να πλάσει μία γενικότερη άποψη για την «αγορά», η οποία θα του είναι πολύ χρήσιμη στην μετέπειτα πορεία του.

Επίσης, ο υποψήφιος εφόσον έχει αρχίσει την καριέρα του μπορεί να παραλληλίσει τη θεωρία με την πράξη, παρακολουθώντας μεταπτυχιακά προγράμματα (ΜΒΑ) τα οποία θα τον βοηθήσουν στην καλύτερη αντίληψη των πραγμάτων, πάντα σε σχέση με τη φύση της εργασίας του.
Αριστείδης Κοροβέσης Channel Management South & East Europe Retail Marketing, Shell Hellas A.E.


Case Study: Μεταπτυχιακές σπουδές απαραίτητο προσόν για τους νέους εργαζόμενους
Στη σύγχρονη πραγματικότητα αναζήτησης προσωπικού, το ερώτημα πού τίθεται δεν είναι ποια θέση χρήζει μεταπτυχιακών σπουδών αλλά ποιες -λίγες- μπορεί να στελεχωθούν από υποψήφιο που δε διαθέτει πτυχίο ανωτάτων σπουδών. Υπάρχουν θέσεις, οι οποίες μπορεί να θεωρούνται “entry” αλλά ακόμα και αυτές απευθύνονται σε υποψηφίους με μεταπτυχιακές σπουδές, προκειμένου αυτοί να διαθέτουν το ακαδημαϊκό υπόβαθρο, αλλά και κουλτούρα «μόρφωσης», εφόδια απαραίτητα ώστε να ανταποκριθούν αποτελεσματικά στην εξειδικευμένη ενδο-εταιρική εκπαίδευση.

Για παράδειγμα, στην AIG παγκοσμίως, ο θεσμός του «Professional Associate» αφορά σε νέους με ελάχιστη ή χωρίς προϋπηρεσία οι οποίοι όμως διαθέτουν μεταπτυχιακές σπουδές και είναι έτοιμοι να δεχτούν επί 12 μήνες εντατική εκπαίδευση (on the job, departmental rotation, e-learning, learning trips) ώστε να ενταχθούν στο στελεχιακό δυναμικό. Καθίσταται, λοιπόν, σαφές ότι σε θέσεις όπως αυτή αλλά και στις περισσότερες οι οποίες αφορούν σε μεσαία ή ανώτερα στελέχη, ένα μεταπτυχιακό δίπλωμα αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση πρόσληψης, αλλά και σημαντικό εφόδιο επαγγελματικής μετέπειτα ανέλιξης, ιεραρχικά και μισθολογικά.
Είναι γεγονός, ότι τα περισσότερο έμπειρα και καταρτισμένα στελέχη αμείβονται καλύτερα, καταρχάς όπως υπαγορεύει τόσο ο νόμος όσο και η ανταγωνιστικότητα, όσο και το επίπεδο των θέσεων τις οποίες καταλαμβάνουν. Επιπλέον πλεονεκτήματα, είναι η προσωπική ικανοποίηση, η αυτοπεποίθηση, η δυνατότητα μεγαλύτερης εξειδίκευσης, αλλά και βελτίωσης διαφόρων ικανοτήτων και δεξιοτήτων και η γρήγορη ανέλιξη. Τα περισσότερο δημοφιλή μεταπτυχιακά προγράμματα, όπως διαπιστώνεται από τα βιογραφικά τα οποία λαμβάνουμε αλλά και από τις δικές μας αναζητήσεις, είναι ΜΒΑ ή Μ.Sc. σε Marketing, Finance, Banking, Computer Science και Management Information Systems.

Πιο συγκεκριμένα, φαίνεται ότι τα στελέχη με προϋπηρεσία επιλέγουν μεταπτυχιακές σπουδές για να αποκτήσουν επιπλέον διοικητικές ικανότητες (managerial skills), π.χ. ΜΒΑ, ενώ οι απόφοιτοι πανεπιστημίου, επιλέγουν τα προαναφερόμενα μεταπτυχιακά, αλλά και ακολουθούν τα trends της εποχής, π.χ. MSc in Risk Management το οποίο και είναι ιδιαίτερα επιθυμητό για την εταιρεία μας. Αναμφισβήτητα, τα πράγματα περιπλέκονται όσον αφορά στον «ιδανικό» χρόνο πραγματοποίησης των μεταπτυχιακών σπουδών, δεδομένου ότι οι πτυχιούχοι διαθέτουν το χρόνο και την όρεξη, ενώ οι ήδη επαγγελματίες έχουν την κρίση και την εμπειρία.

Ως οργανισμός γνώσης, όπως φιλοδοξεί να αποτελεί -και είναι αλήθεια, βρίσκεται σε καλό δρόμο- η AIG Greece γνωρίζει πώς να αξιοποιήσει και τις δυο αυτές παραπάνω ομάδες εργαζομένων.

Στην πρώτη περίπτωση, φροντίζουμε για την εξειδίκευση και την on the job εκπαίδευση τους, ενώ στη δεύτερη, συχνά η εταιρεία χρηματοδοτεί, εξ ολοκλήρου ή εν μέρει, τις μεταπτυχιακές -συνήθως part time – σπουδές στελεχών της και φροντίζουμε, ώστε η εργασιακή και «σπουδαστική» καθημερινότητα τους να βρίσκονται σε ισορροπία και αλληλοσυμπλήρωση.

Τέλος, βέβαια, και μιλώντας από τη πλευρά της Διεύθυνσης Ανθρώπινου Δυναμικού, θα υπογραμμίσουμε το ρόλο της προσωπικότητας και συμπεριφοράς του νέου ή και παλαιοτέρου εργαζομένου στην πρόσληψη του πρώτου και στην ανέλιξη του δεύτερου, ως στοιχεία τα οποία μπορούν να αποτελέσουν τη μαγιά ενός επιτυχημένου επαγγελματία, ακόμα και όταν οι μεταπτυχιακές σπουδές απουσιάζουν ή καθυστερήσουν.
Μαρία Πατακιούτη HR Manager, AIG Greece