Στη δίνη μιας άνευ προηγουμένου δημοσιονομικής κρίσης η ανάγκη αντίστασης στη διαφαινόμενη - ως βεβαία - επιχειρησιακή θνησιμότητα καθίσταται αδήριτη. Ο φόβος κατάρρευσης των αγορών, η συνεχώς επιδεινούμενη οικονομία, τα έκτακτα δημοσιονομικά βάρη διαμορφώνουν ένα ασφυκτικό εργασιακό πλαίσιο.
Οι εργοδότες οδηγούνται ολοένα και πιο συχνά στη λήψη επώδυνων μέτρων (π.χ. απολύσεις, μειώσεις αποδοχών, κ.λπ.) που μοιάζουν αναπόφευκτα. Καθώς, όμως τα αποτελέσματά τους ως προς την εξασφάλιση ουσιαστικής εταιρικής βιωσιμότητας είναι αμφίβολα, ηπιότερα μέσα, όπως οι «συμφωνημένες» καταγγελίες, έρχονται στο προσκήνιο.
Έχοντας ως στόχο την τόνωση της επιχειρηματικότητας, ο εργοδότης δεν θα πρέπει να απεμπολήσει ότι η πραγματική ανάπτυξη, ακόμη και σε έκρυθμες συνθήκες, προϋποθέτει ένα ελάχιστο περιβάλλον εργασιακής ειρήνης. Προς μια τέτοια συνισταμένη (μείωση λειτουργικού κόστους με παράλληλη στάθμιση του επιχειρηματικού κινδύνου) συγκλίνουν νέες εργασιακές τάσεις ως πρόσφορες εναλλακτικές.
Ειδικότερα, στο χώρο της καταγγελίας των εργασιακών συμβάσεων ως «ενδιάμεση κατάσταση» εμφανίζεται η λεγόμενη «συμφωνημένη απόλυση». Πρόκειται για απολύσεις κατά τις οποίες υπάρχει μεν καταγγελία από την πλευρά του εργοδότη, συγχρόνως όμως υπάρχει και συναίνεση του μισθωτού στην απόλυση.
Εξ αυτού μειώνεται ο κίνδυνος της προσφυγής στα δικαστήρια για ακύρωση της καταγγελίας. Συνήθως, η συναίνεση του εργαζομένου λαμβάνεται έναντι ανταλλαγμάτων, όπως είναι π.χ. η καταβολή πρόσθετων αποζημιώσεων ή η παροχή άλλων κινήτρων (π.χ. παροχή ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης, κάλυψη κόστους αυτασφάλισης πέραν της υποχρεωτικής εκ του άρθ. 74 του Ν. 3863/2010 εργοδοτικής συμμετοχής για εργαζομένους από 55 – 64 ετών κ.λπ.) μέσω προγραμμάτων «εθελουσίας εξόδου».
Η συμφωνημένη λύση της σύμβασης μπορεί να επέλθει: α) κατόπιν οικειοθελούς αποχώρησης του εργαζομένου ή β) κατόπιν καταγγελίας που γίνεται από τον εργοδότη μετά από αίτηση – δήλωση του εργαζομένου, ότι αποδέχεται το πρόγραμμα εθελουσίας εξόδου και αποχωρεί. Το ερώτημα που γεννάται είναι αν τελικά η συγκεκριμένη μορφή «συναινετικής» λήξης της εργασιακής σχέσης συνιστά καταγγελία που μπορεί μάλιστα να υπάγεται στο πεδίο εφαρμογής του Ν. 1387/1983.
Επισημαίνεται ότι με το νόμο αυτό ρυθμίζεται το καθεστώς των ομαδικών απολύσεων, κατ’ εφαρμογή των διατάξεων της Οδηγίας 75/129, όπως αυτή τροποποιήθηκε με την Οδηγία 92/56 και κωδικοποιήθηκε εν συνεχεία με την Οδηγία 98/59.
Ειδικότερα, κατά το Ν. 1387/1983 οι απολύσεις είναι ομαδικές εφόσον υπερβαίνουν κατά ημερολογιακό μήνα ένα ορισμένο αριθμό ή ποσοστό μισθωτών, εφόσον δηλαδή υπερβαίνουν τους 6 μισθωτούς για εκμεταλλεύσεις που απασχολούν από 20 έως και 150 άτομα ή 5% του προσωπικού και μέχρι 30 εργαζομένους για εκμεταλλεύσεις που απασχολούν πάνω από 150 εργαζομένους.
Επίσης, στις ομαδικές απολύσεις θεσπίζονται και ειδικές υποχρεώσεις των εργοδοτών έναντι των εργαζομένων για την εγκυρότητα των καταγγελιών (υποχρέωση ενημέρωσης και διαβούλευσης, διοικητική παρέμβαση).
Ακριβώς επειδή μια συμφωνημένη καταγγελία δεν έχει συνήθως ως αποκλειστική αιτία τον εργοδότη και την επιχείρηση, αλλά στηρίζεται -κατά ένα μέρος τουλάχιστον- και στη βούληση του εργαζομένου, η ελληνική νομολογία θεωρούσε ανέκαθεν ότι δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής των ομαδικών απολύσεων.
Με το άρθ. 21 του Ν. 3488/2006 που προσέθεσε την παρ. 3 στο άρθρο 1 του Ν. 1387/1983 όμως το θέμα λύθηκε οριστικά. Κατά τη διάταξη αυτή διευκρινίζεται ότι εξομοιώνονται με απολύσεις όλοι οι τρόποι λήξης της σύμβασης εργασίας που γίνονται με πρωτοβουλία του εργοδότη για έναν ή περισσότερους λόγους, οι οποίοι δεν έχουν σχέση με το πρόσωπο των εργαζομένων, υπό τον όρο ότι οι απολύσεις είναι τουλάχιστον πέντε.
Θα πρέπει δηλαδή να έχουν συντρέξει κατά τον ίδιο ημερολογιακό μήνα πέντε τουλάχιστον αναμφισβήτητες (γνήσιες) απολύσεις για να συναριθμούνται και αυτοί οι τρόποι λύσης στον αριθμό των απολύσεων. Για τις περιπτώσεις δε όπου η συμφωνημένη καταγγελία υλοποιεί προαποφασισμένη από τον εργοδότη καταγγελία, η οποία θα πραγματοποιείτο ούτως ή άλλως μονομερώς από αυτόν κατά τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή, αυτή θα πρέπει να αντιμετωπίζεται ως καταγγελία.