Η ανταγωνιστικότητα αποτελεί το ζητούμενο κάθε επιχείρησης, ανεξαρτήτως μεγέθους και δραστηριότητας καθώς από αυτήν εξαρτάται η επιβίωσή της στην αγορά εργασίας, που ολοένα κατακλύζεται από καινοτόμες ιδέες.
Όπλα των επιχειρήσεων στον «αγώνα επικράτησης» είναι η υιοθέτηση σύγχρονων μοντέλων διαχείρισης ανθρωπίνων πόρων, τα οποία απομακρύνονται από τη φιλοσοφία του απόλυτου διαχωρισμού αρμοδιοτήτων, της διάκρισης καθηκόντων και της τήρησης αυστηρής ιεραρχίας. Στο πλαίσιο της αναζήτησης, εκ μέρους των επιχειρήσεων, ευέλικτων μεθόδων απασχόλησης επιδιώκεται πλέον η εναλλαγή θέσεων και καθηκόντων από πλευράς εργατικού δυναμικού, με τη σύμβαση εργασίας πλήρους απασχόλησης να δίνει τη θέση της σε άλλες, πιο συμφέρουσες, ατυπικές –όπως λέγονται- μορφές απασχόλησης.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα των τελευταίων αποτελεί η σύμβαση προσωρινής απασχόλησης (συνηθέστερα «κατ’ επάγγελμα δανεισμός» ή «μη γνήσιος δανεισμός»), που σύμφωνα με το άρθρο 20 παρ. 2 ν. 2956/2001 ουσιαστικά πρόκειται για έναν εργοδοτικό δυϊσμό καθώς ο μισθωτός που συνδέεται με τον (άμεσο) εργοδότη του με σύμβαση ή σχέση εργασίας ορισμένου ή αορίστου χρόνου, παρέχει εργασία σε άλλον εργοδότη, τον έμμεσο, για περιορισμένο χρονικό διάστημα. Στην πραγματικότητα, ο εργαζόμενος συνδέεται όχι μόνο με έναν αλλά με δύο εργοδότες έχοντας ως αντισυμβαλλόμενο του αποκλειστικά τον άμεσο εργοδότη, ήτοι την Εταιρεία Προσωρινής Απασχόλησης (ΕΠΑ), που τον προσλαμβάνει για να τον διαθέσει μετέπειτα στον έμμεσο εργοδότη.
Στην ουσία, μεταξύ του τελευταίου και του εργαζομένου δεν υπάρχει συμβατικός δεσμός, καίτοι ο έμμεσος εργοδότης τυγχάνει να είναι ο μοναδικός αποδέκτης της εργασίας του προσωρινά απασχολούμενου. Πρόκειται, λοιπόν, για μια τριμερή εργασιακή σχέση ανάμεσα στον προσωρινώς απασχολούμενο, τον άμεσο και τον έμμεσο εργοδότη που έχει ως στοιχείο της την, περιορισμένης χρονικής διάρκειας, παροχή εργασίας αποτελώντας ταυτόχρονα έναν ολοκληρωμένο θεσμό διαχείρισης ανθρωπίνου δυναμικού που στοχεύει στη διασταύρωση της προσφοράς και της ζήτησης θέσεων απασχόλησης στην αγορά εργασίας.
Η προσωρινή απασχόληση ουσιαστικά προσφέρει στις επιχειρήσεις τη δυνατότητα άμεσης εύρεσης προσωπικού, το οποίο έχει προηγουμένως εντοπισθεί, αξιολογηθεί και καταρτισθεί από την επιχείρηση, η οποία μεσολαβεί και εγγυάται την καταλληλότητα του υποδεικνυόμενου εργαζομένου. Η επιχείρηση-χρήστης παραλαμβάνει έναν ήδη «δοκιμασμένο» εργαζόμενο, χωρίς να δαπανήσει ιδιαίτερο χρόνο στην αναζήτηση, πρόσληψη και εκπαίδευσή του, ενώ ταυτόχρονα κερδίζει και σε χρήμα καθώς αξιοποιεί την εργασία του μόνο στο μέτρο και στο βαθμό που τον χρειάζεται, αφουγκραζόμενη πάντα τις ανάγκες της.
Σε κάθε περίπτωση, θα πρέπει να αναφερθεί ότι η υιοθέτηση της προσωρινής απασχόλησης ως νέα, ευέλικτη μορφή εργασίας προκαλεί ανασφάλεια και αβεβαιότητα στους εργαζομένους καθώς σταδιακά απομακρύνονται από το παραδοσιακό πρότυπο εργασιακής σχέσης. Παρόλα αυτά, η νέα τάξη πραγμάτων δίνει τη δυνατότητα στους εργαζομένους να έχουν ταχύτερη πρόσβαση στην αγορά εργασίας, να εκπαιδεύονται συνεχώς και να θέτουν υψηλούς στόχους καθώς η ευελιξία στην επαγγελματική τους ζωή τους κρατά ενεργούς στην αγορά εργασίας.
Παράλληλα, οι εργαζόμενοι απολαμβάνουν ισότιμη μεταχείριση με το μόνιμο προσωπικό της εκάστοτε επιχείρησης καθώς έχουν τα ίδια δικαιώματα με αυτό και λαμβάνουν ανάλογες αποδοχές, καλύπτοντας και τις αντίστοιχες εισφορές τους στα ασφαλιστικά ταμεία. Άλλωστε, ο νομοθέτης προέβλεψε στο ν.2956/2001 μεθόδους εξασφάλισης των απαιτήσεων των προσωρινά απασχολούμενων έναντι των ΕΠΑ. Συγκεκριμένα, πρόκειται αφενός, για την υποχρέωση των τελευταίων να καταθέτουν δύο εγγυητικές επιστολές, ως απαραίτητη προϋπόθεση για τη νόμιμη σύστασή τους και αφετέρου για την καθιέρωση ευθύνης εις ολόκληρο μεταξύ ΕΠΑ και έμμεσου εργοδότη για την καταβολή των αποδοχών και των ασφαλιστικών εισφορών των εργαζομένων.
Καθίσταται, λοιπόν, σαφές ότι ο θεσμός της προσωρινής απασχόλησης είναι ένα σύγχρονο μοντέλο διαχείρισης ανθρώπινου δυναμικού υιοθετώντας το ευέλικτο σύστημα της συχνής εναλλαγής θέσεων και καθηκόντων, με απώτερο σκοπό την απόκτηση πολύπλευρης γνώσης και μεγαλύτερης εμπειρίας που θα αξιοποιηθεί σε όλα τα πόστα. Είναι προφανές ότι το νέο αυτό μόρφωμα εργασιακής σχέσης οδηγεί όχι μόνο σε πολύπλευρη εκπαίδευση και κατάρτιση του εργατικού δυναμικού, αλλά και σε αύξηση της ποικιλίας και σε βελτίωση των παραγόμενων προϊόντων ή των παρεχόμενων υπηρεσιών με την αξιοποίηση του ίδιου κεφαλαίου και, επομένως, τη συνακόλουθη μείωση του κόστους παραγωγής.
Για περισσότερες πληροφορίες επί ζητημάτων σχετικών με εργασιακές σχέσεις επικοινωνήστε:
E: [email protected]
T: 210-6431387
F: 210-6460313