Οι υποψήφιοι εργαζόμενοι ξεκινούν το κυνήγι μιας θέσης εργασίας αντιμετωπίζοντας την πρώτη και δυσκολότερη δοκιμασία: τη συνέντευξη. Πώς αξιολογούν τη διαδικασία και τα ερωτήματα που τους τίθενται;

Οι συνειδητοποιημένοι υπεύθυνοι προσλήψεων σχεδιάζουν με χειρουργική ακρίβεια τις συνεντεύξεις για την κάλυψη μιας θέσης εργασίας. Μελετούν τα βιογραφικά των υποψηφίων, αναζητούν πληροφορίες για τα εκπαιδευτικά ιδρύματα, όπου έχουν φοιτήσει οι τελευταίοι και «σκαλίζουν» του προηγούμενους εργοδότες τους. Συχνά, υποδύονται το ρόλο του απαιτητικού – πιεστικού συνεντευξιαστή για να δοκιμάσουν τα όρια των μελλοντικών υπαλλήλων. Καταγράφουν, εκ των προτέρων, τις ερωτήσεις τους και τη δομή της συνέντευξης. Γνωρίζουν, όμως, πραγματικά πως αισθάνονται οι άνθρωποι που έχουν απέναντί τους;

Μια έρευνα της εταιρείας Grant Thorton για τη διετία 2006 – 2007 φέρνει στο φως τις εντυπώσεις των υποψηφίων για την πιο διαδεδομένη μέθοδο πρόσληψης – το interview. Στην εν λόγω μελέτη, συμμετείχαν συνολικά 1034 άτομα, τα οποία έχουν λάβει μέρος σε συνεντεύξεις με σκοπό την πρόσληψη. Πιο συγκεκριμένα, οι 376 κλήθηκαν για συνέντευξη στα γραφεία της ίδιας της εταιρείας το 2006 και οι υπόλοιποι 658 το 2007. Το ηλικιακό εύρος της έρευνας κυμάνθηκε μεταξύ 18 και 50 ετών, το 70% των οποίων, ήταν ηλικίας έως και 30 ετών.

Ευχάριστη διαδικασία
Σε γενικές γραμμές, οι συμμετέχοντες εμφανίστηκαν ικανοποιημένοι όχι μόνο από τη διαδικασία του interview, αλλά και από την αγγελία, η οποία τους προκάλεσε το ενδιαφέρον, ώστε να προχωρήσουν στην αποστολή του βιογραφικού τους σημειώματος. Αναλυτικότερα, η συντριπτική πλειοψηφία των ερωτηθέντων, (92,8%) δήλωσε ότι έμεινε απόλυτα ικανοποιημένη από τη διαδικασία που ακολουθήθηκε και μόλις 7,2% των συμμετεχόντων ένιωσε άβολα, κυρίως όταν κλήθηκε να αναφέρει τα κύρια στοιχεία της προσωπικότητάς του.

Η πλειονότητα (88% για το 2006 και 96% για το 2007) των συμμετεχόντων αξιολόγησε πολύ θετικά τη διαδικασία της συνέντευξης επιλογής προσωπικού επισημαίνοντας το άρτιο της οργάνωσης, τη φιλική αντιμετώπιση και την επαγγελματική στάση των συνεντευκτών. Υπήρξαν, ωστόσο, και άτομα που είτε ένιωσαν άβολα κατά τη διάρκεια της συνέντευξης (5% και 3% αντίστοιχα κατ’ έτος), είτε κουράστηκαν από τη διαδικασία (7% για το 2006 και μόλις 1% για το 2007).

Θετική παρουσιάζεται και η εικόνα των ερωτώμενων σχετικά με τις πληροφορίες που συμπεριλαμβάνονταν στην αγγελία. Για την ακρίβεια, πλήρως ικανοποιημένοι εμφανίστηκαν το 2006 σε ποσοστό 37% και το 2007 σε ποσοστό 22%, αρκετά ικανοποιημένοι δήλωσαν 52% το 2006 και 61% το 2007. Το ποσοστό των δυσαρεστημένων ανήλθε στο 11% για το 2006 και στο 7% το 2007. Αρκετοί ήταν εκείνοι που αξιολόγησαν αρνητικά την επιλογή της εταιρείας-πελάτη να κινήσει τη διαδικασία πρόσληψης ανώνυμα, γεγονός που δημιουργούσε ανασφάλεια σχετικά με το πρόσωπο του εργοδότη.

Άστοχες ερωτήσεις
Ιδιαίτερα μικρό ήταν το ποσοστό των ερωτώμενων που θεώρησαν ότι τους έγιναν άστοχες ερωτήσεις (7%). Ως τέτοιες χαρακτηρίζονται, κυρίως, ερωτήσεις σε σχέση με την προσωπικότητα των υποψηφίων (40%) και με την ικανότητα συνεργασίας στη δουλειά (20%). Ακολουθούν ερωτήσεις για την αντιμετώπιση δύσκολων καταστάσεων στο χώρο εργασίας (16%), για τον επιθυμητό μισθό και τον ελεύθερο χρόνο (βλ. γράφημα).

Βαρύτητα της συνέντευξης
Το 91% των υποψηφίων για το 2006 και το 86% για το 2007, πιστεύει ότι η αξιολόγησή του με τη διαδικασία της προσωπικής συνέντευξης θα παίξει καθοριστικό ρόλο στην τελική επιλογή και την κάλυψη της θέσης εργασίας. Ένα 5% το 2006 και ένα 10% το 2007 πιστεύει ότι η σημασία της είναι μικρή, καθώς και άλλοι παράγοντες – όπως τα προσόντα που αναγράφονται στο βιογραφικό ή η τελική επαφή με την εταιρεία πελάτη – θα βαρύνουν περισσότερο. Τέλος, ένα αρκετά μικρό ποσοστό (4%) πιστεύει ότι η συνέντευξη δε θα συμβάλλει καθόλου στη διαδικασία της πρόσληψης.