Τα νέα δεδομένα που επέφερε στον τρόπο εργασίας η πανδημία, απαιτούν από επιχειρήσεις και εργαζόμενους πλήρη ευελιξία λειτουργίας και δράσης, με τη μεγάλη πρόκληση να παραμένει η στελέχωση των πρώτων με τα κατάλληλα ταλέντα. Σε αυτήν την πραγματικότητα, η προσωρινή απασχόληση αποτελεί -υπό προϋποθέσεις-μία αξιόπιστη και ουσιαστική λύση.
Η συζήτηση σε σχέση με την προσωρινή απασχόληση οφείλει να ξεκινήσει με τον ορισμό της. Σύμφωνα με το άρθρο 20, παρ. 2 του νόμου 2956/2001 της ελληνικής νομοθεσίας, προσωρινή απασχόληση είναι η εργασία η οποία παρέχεται για περιορισμένο χρονικό διάστημα σε άλλον εργοδότη, τον έμμεσο, από μισθωτό, ο οποίος συνδέεται με τον (άμεσο) εργοδότη του με σύμβαση ή σχέση εργασίας ορισμένου ή αορίστου χρόνου.
Δύο είναι τα βασικά χαρακτηριστικά του συγκεκριμένου τύπου εργασίας. Το πρώτο και σημαντικότερο είναι ο εργοδοτικός δυϊσμός («Η προσωρινή απασχόληση – Ο κατ’ επάγγελμα δανεισμός εργαζομένων», Κ. Παπαδημητρίου, σελ. 10): Ο εργαζόμενος συνδέεται όχι μόνο με έναν, αλλά με δύο εργοδότες, με διαφορετικό ωστόσο τρόπο σε κάθε περίπτωση. Αντισυμβαλλόμενός του είναι αποκλειστικά ο άμεσος εργοδότης, δηλαδή η εταιρεία προσωρινής απασχόλησης που τον προσλαμβάνει για να τον διαθέσει στη συνέχεια στον έμμεσο εργοδότη. Μεταξύ του τελευταίου και του εργαζόμενου δεν υπάρχει συμβατικός δεσμός. Ωστόσο, ο έμμεσος εργοδότης τυγχάνει ο μοναδικός αποδέκτης της εργασίας του προσωρινά απασχολούμενου και για τον λόγο αυτό, τους συνδέει απλή σχέση εργασίας. Με άλλα λόγια, η συγκεκριμένη εργασιακή σχέση, την οποία συνθέτουν τρεις συμβαλλόμενες πλευρές – ο προσωρινά απασχολούμενος, ο άμεσος και ο έμμεσος εργοδότης – αποτελεί έναν τριγωνικό δεσμό, του οποίου ο συνδετικός κρίκος είναι η εταιρεία προσωρινής απασχόλησης, η οποία συνδέει τον προσωρινά απασχολούμενο με τον έμμεσο εργοδότη του.
Το δεύτερο χαρακτηριστικό της προσωρινής απασχόλησης είναι αυτό ακριβώς που περιγράφει ο όρος, δηλαδή η προσωρινότητα. Η εργασία που προσφέρει ο εν λόγω εργαζόμενος στον έμμεσο εργοδότη είναι προσωρινή, έχει συγκεκριμένη χρονική διάρκεια, η οποία δεν μπορεί να είναι μεγαλύτερη από 36 μήνες -όπως ισχύει, πλέον, και στην Ελλάδα μετά την προσαρμογή της σχετικής ελληνικής νομοθεσίας για τη σύσταση εταιρειών προσωρινής απασχόλησης (ΕΠΑ) (Νόμος 4052/2012) με την αντίστοιχη ευρωπαϊκή οδηγία 2008/104/Ε.Κ./19.11.2008. Αυτό βέβαια δεν ισχύει απαραιτήτως με τη σύμβαση εργασίας μεταξύ του προσωρινά απασχολούμενου και του άμεσου εργοδότη, η οποία, σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις, μπορεί να είναι είτε ορισμένου, είτε αορίστου χρόνου.
ΠΛΕΟΝΕΚΤΗΜΑΤΑ ΚΑΙ ΜΕΙΟΝΕΚΤΗΜΑΤΑ
Σύμφωνα με την τελευταία έρευνα HR Trends της Randstad Hellas για το 2022, η ευελιξία αποτελεί τη νέα σταθερά. Η έρευνα διεξήχθη από τον Νοέμβριο του 2021 έως και τον Μάρτιο του 2022, με τη συμμετοχή 545 στελεχών από διάφορους κλάδους της ελληνικής αγοράς, τα οποία έχουν σημαντικό ρόλο στη λήψη αποφάσεων για το ανθρώπινο δυναμικό. Σύμφωνα με αυτή, το 78% των ερωτηθέντων σκοπεύει να προσλάβει νέους εργαζόμενους το 2022, με το 65% αυτών να αφορά σε θέσεις προσωρινής απασχόλησης. Είναι ξεκάθαρο, λοιπόν, ότι η προσωρινή απασχόληση αποτελεί μία ρεαλιστική απάντηση στις ανάγκες ευελιξίας σήμερα, τόσο των επιχειρήσεων όσο και των εργαζομένων, με σημαντικά πλεονεκτήματα και για τις δύο πλευρές. Όσον αφορά στους προσωρινά απασχολούμενους, ειδικά για τους νεότερους σε ηλικία, η συγκεκριμένη μορφή εργασίας ενισχύει τόσο το βιογραφικό τους όσο και τις δεξιότητές τους. Ειδικά εάν κάνουν τα πρώτα εργασιακά τους βήματα και δεν έχουν ακόμα καταλήξει σε ποιον εργασιακό τομέα θέλουν να απασχοληθούν, η προσωρινή απασχόληση μπορεί να βοηθήσει στο να πάρουν μία πιο ξεκάθαρη απόφαση.
Από την άλλη πλευρά, η προσωρινή απασχόληση δημιουργεί ένα ευέλικτο πρόγραμμα για τον εργαζόμενο, μέσα στο οποίο μπορεί πιο εύκολα να ισορροπήσει την επαγγελματική με την προσωπική ζωή. Μπορεί η προσωρινή απασχόληση να μην δημιουργεί στον εργαζόμενο την αίσθηση της εργασιακής ασφάλειας, ωστόσο, ανάλογα της επίδοσής του αλλά και του τι θέλει να κάνει, πάντα προσφέρει τη δυνατότητα ανανέωσης της συνεργασίας με τον έμμεσο εργοδότη. Οι θέσεις προσωρινής απασχόλησης δίνουν τη δυνατότητα στους εργαζόμενους αυτούς να έρθουν σε επαφή με πλήθος άλλων εργαζόμενων, να αποκτήσουν συστάσεις και γνωριμίες που ενδέχεται να τους βοηθήσουν πολύ για μελλοντικές συνεργασίες. Τα στατιστικά δείχνουν, δε, ότι πάνω από το 30% των συνεργασιών προσωρινής απασχόλησης στη συνέχεια γίνονται μόνιμες συνεργασίες. Είναι σημαντικό να τονιστεί ότι η προσωρινή απασχόληση στο ξεκίνημά της αφορούσε κυρίως σε χαμηλόμισθες θέσεις εργασίας και θέσεις ανειδίκευτες, ενώ πλέον έχει επεκταθεί και σε υψηλόμισθες θέσεις και σε υψηλά καταρτισμένους εργαζόμενους και στελέχη. Γενικότερα, κατά πολλούς, η προσωρινή απασχόληση δίνει το πλεονέκτημα για μια ομαλή μετάβαση στην επαγγελματική ζωή, ενώ μειώνει βραχυχρόνια την ανεργία.
Όσον αφορά στην επιχείρηση, η επένδυση στην προσωρινή απασχόληση, της δίνει περισσότερη ευελιξία να ανταποκριθεί στις ανάγκες της αγοράς, καθώς αξιοποιώντας την, προσαρμόζεται γρήγορα με το κατάλληλο προσωπικό στις περιόδους αιχμής, για να καλύψει περιστασιακές ανάγκες. Παράλληλα, μειώνει το μισθολογικό της κόστος, διατηρώντας π.χ. εποχιακούς εργαζόμενους μόνο την περίοδο που απαιτείται από τις συνθήκες.
Ο Γιάννης Γκιμούσης, Director, Staffing της Randstad Ελλάδας, συμφωνεί με την άποψη ότι η ενσωμάτωση της προσωρινής απασχόλησης αποτελεί πολύτιμο εργαλείο που βελτιώνει τον προγραμματισμό της εργασίας, εξοικονομώντας χρόνο και άλλους πόρους, ενισχύοντας παράλληλα την παραγωγικότητα του μόνιμου προσωπικού, ιδιαίτερα σε καταστάσεις έντονου φόρτου εργασίας. Όπως επισημαίνει, «καλύπτει ουσιαστικά έκτακτες ή προσωρινές ανάγκες της επιχείρησης, οι οποίες διαφορετικά θα επιβάρυναν τη λειτουργία της εταιρείας, το υπάρχον προσωπικό και σε κάποιες περιπτώσεις τη διεκπεραίωση των εργασιών. Καλύπτει, επίσης, τις ανάγκες για εξειδικευμένη γνώση ή και την υλοποίηση ενός project με συγκεκριμένο χρονοδιάγραμμα». Και συνεχίζει: «Ταυτόχρονα, οι εργαζόμενοι σε θέσεις προσωρινής απασχόλησης ωφελούνται από τη γρήγορη απόκτηση εργασιακής εμπειρίας, την ανάπτυξη δεξιοτήτων, την ενεργή παρουσία τους στην αγορά, καθώς και την προοπτική να μετατρέψουν αυτή την ευκαιρία σε μόνιμη απασχόληση».
Φυσικά, δεν υπάρχουν μόνο πλεονεκτήματα σε αυτή τη μορφή απασχόλησης, αφού οι προκλήσεις παραμένουν, παρά τις νομοθετικές παρεμβάσεις. Μία από τις μεγαλύτερες προκλήσεις έχει να κάνει με τις μισθολογικές διαφορές μεταξύ των προσωρινά απασχολούμενων με τους μόνιμους εργαζόμενους, κάτι όμως που φαίνεται να αμβλύνεται σιγά-σιγά όσο ανεβαίνει το επίπεδο κατάρτισης και δεξιοτήτων των προσωρινά απασχολούμενων, όσο αυξάνεται η βαρύτητα των θέσεων που καλούνται να καλύψουν, αλλά και όσο ενισχύονται και ανανεώνονται οι νομοθετικές παρεμβάσεις με έμφαση σε πολιτικές ίσης και δίκαιης μεταχείρισης. Ένα σημαντικό μειονέκτημα, ωστόσο, παραμένει η ανασφάλεια του προσωρινά απασχολούμενου για την εύρεση μιας μόνιμης εργασίας, η οποία ωστόσο υποχωρεί όσο εξελίσσονται πολιτικές κατάρτισής τους, που τους εξοπλίζουν με ισχυρά assets, ώστε να διεκδικήσουν την περαιτέρω επαγγελματική τους εξέλιξη.
Η ΠΡΟΣΩΡΙΝΗ ΑΠΑΣΧΟΛΗΣΗ ΣΤΗ ΜΕΤΑ ΠΑΝΔΗΜΙΑΣ ΕΠΟΧΗ
Η αγορά εργασίας συνολικά, έχει υποστεί μια σειρά σημαντικών μεταλλάξεων τα τελευταία χρόνια, με την πανδημία να λειτουργεί σε πολλές περιπτώσεις ως επιταχυντής, επισημαίνει ο Γ. Γκιμούσης, ο οποίος τονίζει παράλληλα ότι οι επιχειρήσεις υποχρεώθηκαν να αναθεωρήσουν τον τρόπο λειτουργίας τους, την προσέγγισή τους ως εργοδότες και σε πολλές περιπτώσεις να προχωρήσουν σε δομικές αλλαγές, οι οποίες αποτελούν πλέον τη νέα τους πραγματικότητα. Όπως εξηγεί, επένδυσαν στις νέες τεχνολογίες, ενίσχυσαν την εκπαίδευση του ανθρώπινου δυναμικού τους, διαμόρφωσαν σύγχρονους χώρους εργασίας, υιοθέτησαν απομακρυσμένα μοντέλα εργασίας, έμαθαν να είναι προσαρμοστικές και ευέλικτες. «Η προσωρινή απασχόληση είναι ένα μοντέλο, το οποίο ανταποκρίνεται πλήρως σε αυτή την ανάγκη των επιχειρήσεων για προσαρμοστικότητα και ευελιξία. Ανταποκρίνεται ταυτόχρονα και στις νέες ανάγκες των εργαζομένων, οι οποίοι και αυτοί μετά την πανδημία παρουσιάζουν διαφορετικά χαρακτηριστικά και διαφοροποιημένες προσδοκίες απ’ ότι στο παρελθόν, βλέποντας την προσωρινή απασχόληση ως μια δυνατότητα για καλύτερη ισορροπία μεταξύ της επαγγελματικής και προσωπικής τους ζωής», αναφέρει μεταξύ άλλων. «Η προσωρινή απασχόληση, συνεπώς, είναι μια επιλογή, η οποία εναρμονίζεται πλήρως με τη νέα πραγματικότητα της αγοράς εργασίας» καταλήγει.
ΤΑ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΤΩΝ ΠΡΟΣΩΡΙΝΩΣ ΑΠΑΣΧΟΛΟΥΜΕΝΩΝ
Μία από τις βασικότερες παραμέτρους στην προσωρινή απασχόληση είναι εκείνη που αφορά στην εξασφάλιση των δικαιωμάτων των προσωρινώς απασχολούμενων. Σύμφωνα με το Ινστιτούτο Εργασίας της ΓΣΕΕ, η σύμβαση που καταρτίζεται μεταξύ της εταιρείας προσωρινής απασχόλησης – του άμεσου εργοδότη δηλαδή – και του εργαζόμενου πρέπει να αναφέρει ξεκάθαρα τους όρους εργασίας και τη διάρκειά της, τους όρους παροχής της εργασίας στον έμμεσο εργοδότη, τους όρους της αμοιβής και ασφάλισης του εργαζόμενου αλλά και κάθε άλλο στοιχείο το οποίο -κατά την καλή πίστη και τις περιστάσεις- πρέπει να γνωρίζει ο τελευταίος σχετικά με την παροχή των υπηρεσιών του. Όπως αναφέρει το Ινστιτούτο Εργασίας δε, «εάν κατά τον χρόνο κατάρτισης της σύμβασης αυτής δεν είναι δυνατή η μνεία του συγκεκριμένου έμμεσου εργοδότη – δηλ. του εργοδότη στον οποίο θα τοποθετηθεί ο μισθωτός – ή ο προσδιορισμός του χρόνου που θα προσφέρει σε αυτόν την εργασία του, θα πρέπει να αναφέρεται στη σύμβαση το πλαίσιο των όρων και των συνθηκών για την παροχή εργασίας σε έμμεσο εργοδότη. Απασχόληση του μισθωτού από τον έμμεσο εργοδότη επιτρέπεται μόνο μετά την κατάρτιση της σύμβασης με την εταιρεία προσωρινής απασχόλησης».
Όσον αφορά στις αποδοχές του προσωρινώς απασχολούμενου, δεν μπορεί να είναι κατώτερες από τις προβλεπόμενες στον εκάστοτε νομοθετικώς καθορισμένο νόμιμο κατώτατο μισθό και κατώτατο ημερομίσθιο, για τους εργαζόμενους ιδιωτικού δικαίου. Βασική προτεραιότητα εδώ είναι η διασφάλιση της αρχής ίσης μεταχείρισης.
Με άλλα λόγια, οι βασικοί όροι εργασίας των εργαζόμενων με σύμβαση ή σχέση εργασίας προσωρινής απασχόλησης, στους οποίους περιλαμβάνονται και οι αποδοχές, κατά τη διάρκεια της τοποθέτησής τους στον έμμεσο εργοδότη, είναι τουλάχιστον αυτοί που θα εφαρμόζονταν αν οι εργαζόμενοι είχαν προσληφθεί απευθείας από τον εν λόγω – έμμεσο – εργοδότη για να καλύψουν την ίδια θέση. Αυτό αφορά ασφαλιστικές και υγειονομικές καλύψεις, πρόσβαση σε κοινωνικές υπηρεσίες και διευκολύνσεις (κυλικεία, παιδικοί σταθμοί κ.ά.), μέτρα ασφάλειας και υγιεινής στην εργασία, συνδικαλιστικά δικαιώματα, πρόσβαση σε συλλογικές εγκαταστάσεις και σε προγράμματα επαγγελματικής κατάρτισης κ.ά.
ΠΡΟΚΛΗΣΗ Η ΕΠΙΛΟΓΗ ΤΟΥ ΚΑΤΑΛΛΗΛΟΥ ΣΥΝΕΡΓΑΤΗ
Καθώς οι εταιρείες προσπαθούν να γίνουν ακόμα πιο ευέλικτες, η λύση της προσωρινής απασχόλησης γίνεται όλο και πιο επίκαιρη και η υποστήριξη από εξειδικευμένους συνεργάτες εγγυάται την αμεσότητα και την αρτιότητα της διαδικασίας εύρεσης προσωπικού, εκτιμά ο Γ. Γκιμούσης. «Υποστηρίζουμε τις επιχειρήσεις στην εύρεση των κατάλληλων υποψηφίων όλων των βαθμίδων, η οποία μπορεί να πραγματοποιηθεί σε εξαιρετικά γρήγορους χρόνους, χωρίς να χρειαστεί εκπαίδευση για τους ίδιους. Λαμβάνοντας υπόψη τις μοναδικές ανάγκες αλλά και τη σημασία της ενσωμάτωσης των εργαζομένων στην κουλτούρα του οργανισμού, αναλαμβάνουμε την επιλογή εξειδικευμένου προσωπικού που είναι διαθέσιμοι για μικρά διαστήματα απασχόλησης, καθώς και τη διαχείριση της μισθοδοσίας, εξοικονομώντας σημαντικούς πόρους για την εταιρεία τους». Και ο ίδιος καταλήγει: «Έχοντας στη διάθεσή μας μια μεγάλη βάση από υποψηφίους, είμαστε σε θέση να υποστηρίξουμε κάθε οργανισμό να διαμορφώσει τη στρατηγική ανθρωπίνων πόρων που θα του επιφέρει τα επιθυμητά αποτελέσματα».
ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΕΣ ΠΑΡΕΜΒΑΣΕΙΣ ΣΕ ΕΛΛΑΔΑ ΚΑΙ Ε.Ε.
H νομοθετική ρύθμιση της προσωρινής απασχόλησης, τόσο στη χώρα μας όσο και στην Ευρώπη, έγινε με πολύ μεγάλη καθυστέρηση. Όσον αφορά στη χώρα μας, η καθυστέρηση οφείλονταν από τη μια πλευρά στην περιορισμένη διάδοση της συγκεκριμένης μορφής εργασίας και από την άλλη, στην αρνητική στάση των συνδικάτων, τα οποία ζητούσαν την κατάργησή της. Η πραγματικότητα, όμως, δεν πορεύεται πάντα με τις στερεοτυπικές στάσεις, αλλά εξελίσσεται αγνοώντας τις. Έτσι, η προσωρινή απασχόληση επεκτεινόταν διαρκώς και το μόνο αποτέλεσμα που είχε η ανυπαρξία νομοθετικού πλαισίου είναι να αφήνει τους προσωρινά απασχολούμενους εντελώς απροστάτευτους από κάθε πλευρά.
Όταν πλέον η κατάσταση ήταν φανερό ότι ήταν μη αναστρέψιμη, ότι δηλαδή η προσωρινή απασχόληση ήρθε για να μείνει, οι κοινωνικοί εταίροι και οι συνδικαλιστικοί φορείς έριξαν νερό στο κρασί τους και αποδέχθηκαν την ψήφιση του νόμου 2956/2001 (άρθρο 20 έως 26), με τον οποίον προβλέφθηκαν οι εταιρείες προσωρινής απασχόλησης, προσδιορίστηκε η έννοια της προσωρινής απασχόλησης και ρυθμίστηκαν οι σχέσεις των δύο πλευρών. Στόχος της νομοθετικής ρύθμισης, όπως επισημαίνεται στην αιτιολογική έκθεση, ήταν να αποτραπεί η λειτουργία της μορφής αυτής απασχόλησης ως μέσου αποδιάρθρωσης των εργασιακών σχέσεων και η άνιση μεταχείριση των προσωρινά απασχολούμενων και να αποφευχθεί η χρήση της ως μέσου υποκατάστασης της κανονικής απασχόλησης.
Η καθυστέρηση, όμως, σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης ήταν ακόμα μεγαλύτερη, αφού η ψήφιση της σχετικής οδηγίας 2008/104/ΕΚ περί της εργασίας μέσω επιχείρησης προσωρινής απασχόληση έγινε μετά από σχεδόν 30 χρόνια διαπραγματεύσεων. Οι βασικοί λόγοι της καθυστέρησης ήταν η ανομοιογενής νομοθετική ρύθμιση του θεσμού στα κράτη-μέλη- (διαφορετικές κουλτούρες, διαφορετικές προσεγγίσεις), αλλά κυρίως η έντονη αντίδραση της εργοδοτικής πλευράς στην καθιέρωση της αρχής της ίσης μεταχείρισης μεταξύ των προσωρινά απασχολούμενων και του προσωπικού του έμμεσου εργοδότη, ιδίως σε ό,τι αφορά στις αποδοχές των πρώτων. Μάλιστα, οι εργοδότες υποστήριζαν ότι η αρχή της ίσης μεταχείρισης θα καθιστούσε την προσωρινή απασχόληση ακριβή και θα έπαυε ως εκ τούτου να συνιστά μια ελκυστική μορφή εργασίας για τις επιχειρήσεις, ενώ παράλληλα θα οδηγούσε στην απώλεια των θέσεων εργασίας για έναν μεγάλο αριθμό προσωρινά απασχολούμενων. Φόβοι βέβαια που, όπως φάνηκε στην πορεία, δεν είχαν καμία βάση, αφού δεν επαληθεύθηκαν.
Viewpoint
TEMPORARY EMPLOYMENT: ΜΙΑ ΝΕΑ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ
Σπύρος Μαλανδρινός, HR Executive VoyageWorldwide SA
Και έρχεται η στιγμή που η «ευελιξία» ή αλλιώς εναλλακτικά οι «ευέλικτες μορφές εργασίας», γίνονται buzzword στο σύγχρονο επιχειρησιακό περιβάλλον. Μέσα σε κλίμα αβεβαιότητας και κρίσεων, στο οποίο οι εταιρείες καλούνται να προσαρμοστούν, να καινοτομήσουν και να επιτύχουν, η προσωρινή απασχόληση (temporary employment) ανάγεται σε σημαντικό σκέλος της εξίσωσης.
Εννοιολογική Προσέγγιση
Σύμφωνα με το SHRM, η προσωρινή απασχόληση αναφέρεται σε υπαλλήλους μιας εταιρείας προσωρινής απασχόλησης (ΕΠΑ) που εκτελούν εργασίες για τρίτους σε προσωρινή ή εποχιακή βάση. Από τον παραπάνω ορισμό καθίσταται σαφές ότι μια εταιρεία προσλαμβάνει είτε μόνη της είτε μέσω τρίτης εταιρείας (ΕΠΑ) προσωπικό, για να καλύψει έκτακτες ανάγκες για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα ή για να υποστηρίξει κάποιο project μετά την ολοκλήρωση του οποίου η όποια εργασιακή σχέση λήγει.
Πλεονεκτήματα
Μια τέτοια προσέγγιση δύναται να λύσει τα χέρια των επιχειρήσεων, καθώς παρουσιάζει πληθώρα ιδιαίτερων χαρακτηριστικών γνωρισμάτων που την καθιστούν άκρως προσοδοφόρα.
Αναλυτικότερα, η προσωρινή απασχόληση η οποία δρομολογείται και διεκπεραιώνεται με την καθοριστική συμβολή μιας ΕΠΑ, μειώνει σημαντικά τα έξοδα προσέλκυσης και επιλογής προσωπικού αλλά και τις εργατοώρες των ανθρώπων του HR, ενώ η απασχόληση του εργαζόμενου είναι συγκεκριμένη, οριοθετημένη, χωρίς «νεκρές ώρες», με ξεκάθαρο σκοπό και στόχο. Επιπροσθέτως, ένας τέτοιος τύπος εργαζομένου δεν ανήκει στο headcount της εταιρείας που απασχολείται, γεγονός που απαλλάσσει τον εργοδότη από ασφαλιστικές-εργοδοτικές εισφορές και αποτελεί έναν από τους πιο καθοριστικούς παράγοντες οικονομικής ελάφρυνσης.
Μειονεκτήματα
Η άλλη όψη του νομίσματος, η οποία ισορροπεί τη ζυγαριά της προσωρινής απασχόλησης, φέρνει στο προσκήνιο, κατά κύριο λόγο, ζητήματα προσαρμογής του εργαζομένου στο περιβάλλον του. Δεδομένου του ότι ένας νεοπροσληφθείς εργαζόμενος χρειάζεται κάποιους μήνες προσαρμογής, προκειμένου να αρχίσει να αποδίδει στη νέα του θέση, αυτομάτως, εγείρονται ερωτήματα για την αποδοτικότητα και την αποτελεσματικότητα της προσωρινής απασχόλησης. Η προσαρμογή και κατ’ επέκταση, η παραγωγικότητα ενός εργαζόμενου δεν εδράζεται αποκλειστικά στο αντικείμενο εργασίας, αλλά και στην αλληλεπίδραση με το περιβάλλον, κάτι που επηρεάζει την ομαδικότητα και την επικοινωνία με τρίτους. Ενδεχομένως, η πρόσληψη ανθρώπων με μεγαλύτερη εμπειρία στο γνωστικό αντικείμενο είναι ικανή να γεφυρώσει το κενό και να λειτουργήσει ευεργετικά για την επιχείρηση.
Σε κάθε περίπτωση, η προσωρινή απασχόληση είναι ένα σημαντικό κεφάλαιο στη σύγχρονη αγορά εργασίας και ίσως για κάποιους εργοδότες να είναι και μια χρήσιμη λύση σε πληθώρα οργανωσιακών ζητημάτων. Αναμφίβολα, το πρόσημο αυτής αλλά και το εταιρικό της αποτύπωμα επαφίονται στην τελική επιλογή των εταιρειών και στον δρόμο που θέλουν να χαράξουν.