«Θ ’αρχίσεις να πλησιάζεις τον παράδεισο, Ιωνάθαν, τη στιγμή που θα αγγίξεις την τέλεια ταχύτητα», ορμηνεύει ο Γέροντας τον νεαρό γλάρο στην αλληγορική ιστορία του Ρίτσαρντ Μπαχ*. «Και τέλεια ταχύτητα δεν είναι να πετάς με χίλια μίλια την ώρα […].Τέλεια ταχύτητα, γιε μου, σημαίνει το να είσαι εκεί».
Πόσο επίκαιρη μπορεί να είναι, άραγε, αυτή η αναλογία σε ένα κόσμο που ενώ μεταβάλλεται εκθετικά, εξακολουθεί να υιοθετεί ένα μονοσήμαντο και εν πολλοίς αριθμογενή ορισμό της επιτυχίας; Τι μπορεί να σημαίνει για τους μελλοντικούς εργαζομένους να αισθάνονται απόλυτα παρόντες και συνδεδεμένοι με ένα σύμπλοκο και ρευστό εργασιακό γίγνεσθαι; Ποια είναι τα κριτήρια που θα ορίσουν εκ νέου την «τέλεια ταχύτητα»;

Η νέα πραγματικότητα
Για δεκαετίες, σχεδόν δύο γενιές εργαζομένων είχαν προγραμματιστεί να ομνύουν σε γραμμικά και μετρήσιμα αποτελέσματα, να επιταχύνουν βαθμηδόν για να κατακτήσουν διαρκώς μετακινούμενα ορόσημα και να επιζητούν ταυτότητα μέσα από ένα φευγαλέο και εύθραυστο status. Στις μέρες μας, οι νεότερες γενιές εργαζομένων προκρίνουν ευθαρσώς την ποιότητα της εργασιακής τους ζωής. Αποζητούν ένα ευρύτερο κοινωνικό αποτύπωμα που νοηματοδοτεί τον ρόλο τους, συντελώντας στην πνευματική και ψυχική πλήρωσή τους και αναγνωρίζουν τη διαρκή μάθηση, περισσότερο ως αυτοσκοπό ολοκλήρωσης παρά ως μέσο επίτευξης στόχων. Τα νέα ταλέντα δίνουν αβίαστα χώρο στην ανάπτυξη συνθέσεων, σε παράδοξα ηγεσίας που φωτίζουν επιλογές σε φαινομενικά αδιέξοδα του παρελθόντος και σε δυναμικές δεξιότητες (power skills) που μπολιάζουν την τεχνική αρτιότητα με την επικοινωνιακή δεινότητα και την εξειδίκευση με τη συναισθηματική εγγύτητα και σύνδεση.

Στα σύγχρονα μοντέλα ανάπτυξης καλούμαστε να αποκαταστήσουμε τη σύνδεση μεταξύ του Γνωστικού, του Σωματικού και του Νου του Πεδίου**, την οποία ακρωτηρίασε με άτσαλο τρόπο η έωλη εμμονή μας στην αντικειμενικότητα. Να αναγνωρίσουμε τις εσωτερικές διεργασίες και τα μοτίβα μας, αναδεικνύοντας πεδία αλλαγής και εκφάνσεις μας που προσεγγίζονται μόνο μέσα από την υποκειμενική μας εμπειρία. Να μπορούμε να αντιμετωπίσουμε τις καινοφανείς προκλήσεις και ανατροπές μέσα από μία ολιστική, «τρίγλωσση» προσέγγιση, συνειδητοποιώντας ότι οι τρεις αυτές διαστάσεις συνεχώς αλληλοεπιδρούν και συχνά εκδηλώνονται ως προβλήματα ή φευ, συμπτώματα.

Ως άνθρωποι της εργασίας καλούμαστε να σχεδιάσουμε προγράμματα ανάπτυξης που επιδιώκουν να υπερβούν τη γραμμικότητα των σχέσεων αιτιότητας. Να αναδείξουμε μεθοδολογίες στις οποίες το βίωμα και η αίσθηση γίνεται οδηγός στις επιλογές μας και καταλύτης προσωπικής ολοκλήρωσης. Προγράμματα που μας επιτρέπουν να κεφαλαιοποιήσουμε το γινόμενο της Συναισθηματικής, Συλλογικής και Τεχνητής Νοημοσύνης (Multiple Augmented Intelligence), να προσεγγίσουμε με σιγουριά και ενσυναίσθηση την ευαλωτότητα των σχέσεων και να μετασχηματίσουμε τις διαλυτικές, αγχώδεις πτυχές της εργασίας, σε ευθύνη για ένα εσωτερικό κάλεσμα και μία υπαρξιακή ισορροπία.

Στο μέλλον, λοιπόν, της εργασίας, το νόημα και η ουσία θα βρίσκεται περισσότερο στην… παρουσία, παρά στην εξουσία. Ή αλλιώς, με τα λόγια του Ιωνάθαν, στο να «…έχουμε κάποιο λόγο να ζήσουμε – να ζήσουμε για να μαθαίνουμε, ν’ ανακαλύπτουμε, να είμαστε ελεύθεροι!».

* «Ο Γλάρος Ιωνάθαν Λίβινγκστον», Richard Bach, εκδ. Διόπτρα, 2015.
** Cognitive – Somatic – Field Mind (“The Hero’s Journey”, S. Gilligan & R. Dilts, pub. Crownhouse, 2009).