Το δικαίωμα επίσχεσης ασκείται με σαφή δήλωση του μισθωτού προς τον εργοδότη ότι παύει να του παρέχει την εργασία του μέχρι να του καταβληθούν οι καθυστερούμενες αποδοχές του.
Γράφει ο Χρίστος Παπαμώκος, Ασκούμενος Δικηγόρος, ΚΡΕΜΑΛΗΣ Δικηγορική Εταιρεία
Σύμφωνα με το άρθρο 648 του ΑΚ, ο εργοδότης έχει την υποχρέωση να καταβάλει στον εργαζόμενο τις συμφωνημένες αποδοχές, μετά την παροχή της εργασίας που συμφώνησαν να του προσφέρει. Κατά δε το άρθρο 325 του ΑΚ, σε συνδυασμό με τα άρθρα 329, 353 και 656 του ΑΚ, όταν ο μισθωτός έχει ληξιπρόθεσμη αξίωση κατά του εργοδότη σχετική με την παροχή της εργασίας του δικαιούται, ασκώντας το δικαίωμα επίσχεσης της εργασίας του, να αρνηθεί την εκπλήρωση της δικής του παροχής, απέχοντας από την εργασία του, ώσπου ο εργοδότης να εκπληρώσει την υποχρέωση που τον βαρύνει.
Η επίσχεση έχει ως συνέπεια ότι, αν και ο εργαζόμενος παύει να παρέχει την εργασία του, δεν είναι υπερήμερος αυτός, αλλά ο εργοδότης, ο οποίος έχει την υποχρέωση για όσον χρόνο δεν καταβάλει τις καθυστερούμενες αποδοχές, αν για τον λόγο αυτό ασκήθηκε η επίσχεση, να πληρώνει στον εργαζόμενο τις αποδοχές του σαν να εργαζόταν αυτός κανονικά. Όμως, το δικαίωμα επίσχεσης υπόκειται στους περιορισμούς του άρθρου 281 του ΑΚ, πρέπει να γίνεται εντός των ορίων της καλής πίστης και των συναλλακτικών ηθών και να αποβλέπει στην εξυπηρέτηση του οικονομικού και κοινωνικού σκοπού για τον οποίο θεσπίστηκε.
Κατά τη νομολογία είναι καταχρηστική και προσχηματική η άσκηση του δικαιώματος επίσχεσης και υποκρύπτει βούληση του εργαζομένου να αποχωρήσει από την εργασία του, όταν δεν υπάρχει χρονικώς αξιόλογη καθυστέρηση εκπληρώσεως των υποχρεώσεων του εργοδότη, όταν η καθυστέρηση δεν οφείλεται σε υπαιτιότητα του εργοδότη, αλλά σε απρόβλεπτες περιστάσεις ή αντιξοότητες ή σε πρόσκαιρη δυσπραγία ή σε εξαιρετικά δυσμενείς γι’ αυτόν περιστάσεις ή όταν η επίσχεση προκαλεί δυσβάστακτη και δυσανάλογη ζημία στην επιχείρηση σε σχέση με το
σκοπούμενο αποτέλεσμα ή όταν στρέφεται κατά αξιόπιστου και αξιόχρεου εργοδότη ή όταν η ληξιπρόθεσμη οφειλή του εργοδότη είναι ασήμαντη.
Ενδεικτικά, με την υπ’ αριθμόν 393/2016 απόφαση του Εφετείου Θεσσαλονίκης κρίθηκε, ότι, επειδή η καθυστέρηση της καταβολής των δεδουλευμένων αποδοχών εργαζόμενης και το ύψος αυτών δεν ήταν σημαντικά, καθώς και ότι αυτή η εργαζόμενη ήταν η μόνη μεταξύ των άλλων συναδέλφων της που άσκησε το δικαίωμα επίσχεσης, χωρίς προηγουμένως να διαμαρτυρηθεί, ή να προσφύγει στην Επιθεώρηση Εργασίας, ή να ενημερώσει το νόμιμο εκπρόσωπο της εταιρείας και χωρίς να επικαλεστεί ιδιαίτερες ατομικές, οικογενειακές και οικονομικές ανάγκες που αντιμετώπιζε, το δικαίωμα επίσχεσης δεν συνιστούσε νόμιμη άσκησή.
Αντιθέτως, με την υπ’ αριθμόν 13/2015 απόφαση του Εφετείου Πειραιώς κρίθηκε ότι το δικαίωμα επίσχεσης των εργαζομένων νομίμως ασκήθηκε, καθότι, είχαν προηγουμένως εξαντλήσει κάθε άλλο μέσο, υπομένοντας για όλο το ένδικο χρονικό διάστημα τη μη καταβολή των αποδοχών τους αρκούμενες σε καταβολή σε άτακτα χρονικά διαστήματα ελάχιστων ποσών παρά τη δεινή οικονομική τους κατάσταση στην οποία είχαν περιέλθει εξαιτίας αυτού, αφού η εργασία τους ήταν η μοναδική πηγή βιοπορισμού. Επιπλέον, το Εφετείο διευκρίνισε ότι η οικονομική δυσπραγία της εταιρείας σε καμία περίπτωση δεν μπορούσε να δικαιολογήσει απαίτησή της να εξακολουθούν οι εργαζόμενες να παρέχουν την εργασία τους, χωρίς να πληρώνονται για πολύ μεγάλα χρονικά διαστήματα.
Τέλος, σύμφωνα με την υπ’ αριθμόν 836/2019 απόφαση του Αρείου Πάγου κρίθηκε ότι ήταν καταχρηστική η άσκηση του δικαιώματος επίσχεσης των εργαζομένων, διότι η καθυστέρηση καταβολής των αποδοχών κάποιων μηνών ήταν ακούσια και δεν οφειλόταν σε υπαιτιότητα ή δυστροπία της επιχείρησης, που μέχρι τότε ήταν αξιόπιστη, αλλά στην ιδιαίτερη δυσχερή οικονομική κατάσταση αυτής, την οποία γνώριζαν, ενώ το μέτρο της επίσχεσης δεν ήταν πρόσφορο να οδηγήσει σε ικανοποίηση των αξιώσεών τους, αφού η επιχείρηση βρισκόταν σε οικονομική δυσχέρεια και αδυνατούσε να ικανοποιήσει τις απαιτήσεις τους.