Με το burnout να ακούγεται ως όρος όλο και πιο συχνά πλέον, τι συνέβη τελικά; αυξήθηκαν τα περιστατικά; υπάρχει περισσότερη ευαισθητοποίηση; ή μήπως ανακαλύψαμε άλλη μια ταμπέλα ώστε γι’ ακόμη μια φορά να μην χρειαστεί να κοιτάξουμε μέσα μας;

Πότε το θες; Χθες. Τι κάνεις σήμερα; Πνίγομαι. Τι νέα; Τι νέα να έχω, πήζω!

Είναι εντυπωσιακό το πώς μετά από τόση κουβέντα γύρω από το burnout, τόσα άρθρα, τόσα σεμινάρια, τόσα podcast, δεν είμαστε ακόμα σε θέση να συνδέσουμε τις παραπάνω φράσεις με το σύνδρομο επαγγελματικής εξουθένωσης. Παράλληλα, η επικρατούσα γενικευμένη εταιρική κουλτούρα του αν δεν αδειάσεις, τότε είσαι τεμπέλης, αν δεν είσαι πάντα διαθέσιμος, σημαίνει πως δεν είσαι παραγωγικός, αν δεν φεύγεις τελευταίος σημαίνει ότι δεν νοιάζεσαι αρκετά, σε συνδυασμό με το «οικογενειακό κλίμα» των περισσότερων επιχειρήσεων, το οποίο στην πραγματικότητα περισσότερο πατρονάρει και ενοχοποιεί παρά εξελίσσει ή επιβραβεύει, ούτε και αυτά φαίνεται να αποτελούν αρκετά καμπανάκια.

Το burnout δεν είναι διάγνωση. Πρόκειται για ένα σύνολο συμπτωμάτων που προσομοιάζουν αρκετά σε κατάθλιψη και συσχετίζονται με το (υποτιμημένο) χρόνιο εργασιακό στρες.
Στη δουλειά μας αφιερώνουμε τουλάχιστον το 1/3 της ημέρας μας. Για τους περισσότερους από εμάς, η επαγγελματική ταυτότητα δεν είναι μόνο βιοπορισμός, μα και το ψυχολογικό μας δεκανίκι, η πηγή της αυτοπραγμάτωσής μας, η αυτοπεποίθησή μας.
Όταν κάτι τόσο καίριο κλονίζεται και σταματά πια να μας προσφέρει απόλαυση, είναι πολύ λογικό το πρώτο μας συναίσθημα να είναι η άρνηση. Αν συμπεριφερθώ σαν να μην υπάρχει πρόβλημα, το πρόβλημα θα εξαφανιστεί.

Ο χρόνος φυσικά κυλάει και χωρίς να το καταλάβουμε η κατάσταση γίνεται μη διαχειρίσιμη. Διαρκές άγχος, αισθήματα αναξιότητας, ψυχοσωματικά συμπτώματα, αϋπνία, εμμονές. Δουλειά παντού, κι εμείς πουθενά. Και ύστερα ακούμε κάπου το burnout και εκεί κουμπώνουν όλα. Έχω burnout, γι’ αυτό νιώθω άσχημα. Λες και η όποια διαταραχή να είναι έξω από εμάς και να μη μας χαρακτηρίζει. Σα να μην έχουμε θέση ή δύναμη σε όσα μας συμβαίνουν. Σα να είμαστε εμείς από τη μία και το πρόβλημά μας από την άλλη. Πάντα όμως έχουμε θέση. Πάντα έχουμε δύναμη.

Την λέξη burnout δεν την μαθαίνουμε για να δικαιολογούμε τα συναισθήματά μας, αλλά για να τα αιτιολογούμε. Την μαθαίνουμε για να μας κινητοποιεί, κατ’ αρχάς προκαταβολικά ώστε να προσέχουμε τον εαυτό μας και να μην τον εξαντλούμε, και σε δεύτερο επίπεδο για να αντιληφθούμε πως είναι απολύτως φυσιολογικό να ζητήσουμε βοήθεια αν κάτι επιμένει να μας δυσκολεύει ή να μας πιέζει. Αν δεν έχουμε εμείς την ευθύνη της υγείας μας, ποιος θα την έχει για εμάς; Αν εμείς οι ίδιοι αγνοούμε τις εσωτερικές μας φωνές και τα ένστικτά μας, πώς να ανταποκριθούν οι άλλοι;

Συνεπώς, έχει έρθει η ώρα να μάθουμε να επικοινωνούμε τις ανάγκες μας ανοιχτά στο εργασιακό μας περιβάλλον. Όχι ετεροχρονισμένα, με βίαιες τυχαίες εκρήξεις, αλλά συστηματικά και με αξιοπρέπεια. Να περιορίζουμε τις συμπεριφορές που μας ενοχλούν την πρώτη φορά που τις συναντάμε. Να μη φοβόμαστε να γίνουμε δυσάρεστοι στο παρόν, προκειμένου να χτίσουμε μια υγιέστερη σχέση στο μέλλον που δεν στηρίζεται στην συγκατάβαση αλλά στον αμοιβαίο σεβασμό. Να μην μας αγχώνει το να αγνοήσουμε προσωρινά το τηλέφωνο στον διευθυντή μας αν εκείνη την στιγμή οδηγούμε ή αν απλά είναι Σάββατο και ξέρουμε πώς δεν επείγει. Να παίρνουμε χρόνο όταν τον χρειαζόμαστε χωρίς να ντρεπόμαστε να πούμε «θα το σκεφτώ και θα επανέλθω».

Οι άνθρωποι εκπαιδεύονται αν τους εκπαιδεύσεις και όταν εμείς αλλάζουμε, το περιβάλλον μοιραία προσαρμόζεται. Η ψυχική υγεία δεν είναι ούτε κατάσταση, ούτε γεγονός, ούτε κάτι το δεδομένο. Είναι κατ’ αρχάς απόφαση.

Μία απόφαση που πρέπει να την παίρνουμε ενεργητικά κάθε πρωί που ξυπνάμε και ύστερα να την υποστηρίζουμε όλη την υπόλοιπη ημέρα, κάθε μέρα, για όλη μας τη ζωή.