Στο πλαίσιο καλόπιστης εκτέλεσης των υποχρεώσεων που πηγάζουν από τη σχέση εργασίας, οι μισθωτοί έχουν, μεταξύ άλλων υποχρεώσεων, υποχρέωση πίστεως του εργοδότη τους.
Έκφραση αυτής της υποχρέωσης αποτελεί το καθήκον των εργαζομένων να απέχουν από πράξεις που έχουν αξιόποινο χαρακτήρα και βλάπτουν τα συμφέροντα του εργοδότη, γεγονός που δικαιολογεί την καταγγελία της σύμβασης εργασίας τους σε περίπτωση τέλεσης αξιόποινης πράξης σε βάρος του εργοδότη δίχως να τους καταβληθεί αποζημίωση απόλυσης. Πιο συγκεκριμένα, όπως προκύπτει από το άρθρο άρθρο 5 του Ν. 2112/20 και το άρθρο 6 του ΒΔ 16/18-7-1920, ο εργοδότης μπορεί να καταγγείλει τη σύμβαση εργασίας χωρίς προειδοποίηση και χωρίς αποζημίωση εάν εναντίον του μισθωτού υπεβλήθη μήνυση για αξιόποινη πράξη που διεπράχθη κατά την εκτέλεση της υπηρεσίας του ή αν απηγγέλθη κατ’ αυτού κατηγορία για αδίκημα γενικώς το οποίο φέρει τον χαρακτήρα τουλάχιστον πλημμελήματος. Στις διατάξεις αυτές γίνεται διάκριση μεταξύ δύο διαφορετικών περιπτώσεων. Η πρώτη περίπτωση είναι να έχει απαγγελθεί κατηγορία για οποιοδήποτε αδίκημα που φέρει τον χαρακτήρα πλημμελήματος ή κακουργήματος, η δεύτερη είναι να έχει ασκηθεί μήνυση για αξιόποινη πράξη που διεπράχθη από τον εργαζόμενο κατά την εκτέλεση της υπηρεσίας του. Απαιτούμενη προϋπόθεση εφαρμογής των προαναφερόμενων διατάξεων είναι η υποβολή της μήνυσης ή η απαγγελία της κατηγορίας αντίστοιχα να έχουν λάβει χώρα πριν την καταγγελία της σύμβασης εργασίας.
Ο καταγγέλλων εργοδότης δεν έχει υποχρέωση, να επεξηγεί στο έγγραφο της καταγγελίας τους λόγους που τον ώθησαν στην καταγγελία, ως στοιχείο του κύρους της. Δεν αποτελεί αναγκαίο στοιχείο της καταγγελίας η αναγραφή των αξιόποινων πράξεων για τις οποίες κατηγορείται ο εργαζόμενος, αλλά αρκεί να γνωστοποιείται εγγράφως ότι η απόλυσή του γίνεται μετά από μήνυση, την οποία υπέβαλε ο καταγγέλλων εργοδότης, είτε και τρίτος, ή η απαγγελία κατηγορίας για αξιόποινες πράξεις. Σε περίπτωση που η μήνυση στρέφεται κατ’ αγνώστων, η καταγγελία είναι έγκυρη εάν προηγουμένως έχει απαγγελθεί κατηγορία κατά συγκεκριμένου εργαζομένου.
Η καταγγελία λόγω υποβολής μηνύσεως ή απαγγελίας κατηγορίας σε βαθμό τουλάχιστον πλημμελήματος χάνει την εγκυρότητά της σε περίπτωση έκδοσης αθωωτικής απόφασης ή απαλλακτικού βουλεύματος για τον εργαζόμενο το οποίο και θα πρέπει ο τελευταίος να κοινοποιήσει σε εύλογο χρόνο από την έκδοση προς τον εργοδότη αιτούμενος είτε την καταβολή της νόμιμης αποζημίωσης απόλυσης είτε την επαναπρόσληψή του. Η κοινοποίηση αποσπάσματος που περιέχει μόνο το διατακτικό του βουλεύματος ή της απόφασης δεν ανταποκρίνεται στο γράμμα και τον σκοπό του νόμου και γι’ αυτό η υποχρέωση του εργοδότη να αποδεχθεί τις υπηρεσίες του απολυθέντος μισθωτού δεν αναβιώνουν. Tο γεγονός δε ότι ο εργοδότης έχει παρασταθεί προς υποστήριξη της κατηγορίας στην ποινική δίκη ουδόλως έχει σημασία αφού δεν απαλλάσσει τον εργαζόμενο από την ανάγκη κοινοποίησης της ίδιας της απόφασης και όχι αποσπάσματος αυτής έτσι ώστε να καθίσταται ευχερώς γνωστή η κατ’ ουσίαν απαλλαγή του εργαζομένου και όχι για άλλους λόγους. Ως «απαλλαγή» νοείται η αθώωση του εργαζομένου για λόγους ουσιαστικούς, π.χ. λόγω μη στοιχειοθέτησης της υποκειμενικής ή αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος, αθώωσης λόγω αμφιβολιών κ.ά. και όχι για λόγους τυπικούς όπως λόγω παραγραφής, ανάκλησης της έγκλησης, διότι έτσι δεν αποκαθίσταται η εμπιστοσύνη που θα πρέπει να υφίσταται για την ομαλή συνέχιση της εργασιακής σχέσης.
Τέλος, ακόμα και αν ο εργοδότης καταγγείλει την σύμβαση εργασίας του μισθωτού λόγω υποβολής μήνυσης ή απαγγελίας κατηγορίας σε βαθμό τουλάχιστον πλημμελήματος, το δικαίωμα αυτό μπορεί να υποβληθεί σε έλεγχο καταχρηστικότητας, ιδίως αν η επίκληση από τον εργοδότη των περιστατικών που θεμελίωσαν την αζήμια καταγγελία της σύμβασης εργασίας του εργαζομένου γίνεται προσχηματικά προκειμένου ο τελευταίος να μην λάβει αποζημίωση απόλυσης.